Συνέντευξη στον Νίνο Φένεκ Μικελίδη

Από τους πιο διάσημους Τούρκους σκηνοθέτες, ο Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν κατάφερε με μια σειρά ταινίες, πολλές από τος οποίες κέρδισαν βραβεία στις Κάνες (με τη «Χειμερία νάρκη» να κερδίζει το Χρυσό Φοίνικα το 2014), να δώσει μια διαφορετική, αληθινή εικόνα της ζωής και των προβλημάτων των ανθρώπων στη σύγχρονη Τουρκία.

Οι πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, τοποθετημένες σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, που εχει τον αντίκτυπό του στη συμπεριφορά τους, στις δυο πιο πρόσφατες αριστουργηματικές ταινίες του («Χειμερία νάρκη» και «Κάποτε στην Ανατόλια»), δοσμένες μέσα από εξαιρετικά όμορφα, αργά πλάνα-σεκάνς, που φέρνουν στο νου τον κινηματογράφο του Αντονιόνι και του δικού μας Αγγελόπουλου, είναι από τα βασικά θέματα του κινηματογράφου του Τσεϊλάν.

Θέματα που βγάζουν ζτην επιφάνεια τις προκαταλήψεις, τις κοινωνικές και οικογενειακές καταπιέσεις, τη γραφειοκρατία, την κατάσταση της γυναίκας, ιδιαίτερα στην επαρχία, αλλά και τις παραδόσεις και τη σχέση με τη φύση. Στοιχεία που συναντάμε και στη νέα του, αριστουργηματική ταινία, « Η άγρια αχλαδιά», που πρωτοείδαμε στο φεστιβάλ των Κανών, και που αρχίζει να προβάλλεται σε μας από τις 3 Ιανουαρίου. Για μια ακόμα φορά, μου δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσω τον αγαπητό αυτό σκηνοθέτη στις Κάνες και να μιλήσουμε για την ταινία του, με την οποια κλείνει η πρόσφατη τριλογία του.

Στην ταινία σου μερικές φορές αισθάνεσαι πως παρόλο που δεν υπάρχει ελπίδα, εσύ παρόλα αυτά, συνεχίζεις…

Μερικές φορές, ναι.

– Στη ζωή, πώς αισθάνεσαι;

Το ίδιο. Αλλά επιμένω. Βρίσκω ικανοποίηση όταν φτιάχνω ταινίες.

– Η ζωή σε προλαβαίνει, όπως γίνεται με τον πρωταγωνιστή σου;

Στην πραγματική ζωή προσπάθησα να κάνω τον χαρακτήρα του να είναι όσο το δυνατό πιο κοντά σε αληθινό χαρακτήρα… Είναι ένας χαρακτήρας που δίνει αξίες στη ζωή του, είναι ένας μοναχικός άνθρωπος, όπως ακριβώς ήταν και ο πατέρας του Ακίν Ακσού του συν-σεναριογράφου μου, αλλά όπως ήταν και ο πατέρας μου. Ήταν άνθρωποι που είχαν αληθινές αξίες στη ζωή τους. Υπάρχει δηλαδή πίσω από την ταινία ένας αληθινός πατέρας που ενέπνευσε τον συν-σεναριογράφο μου να φτιάξει το χαρακτήρα αυτό.

– Ο τίτλος «Η άγρια αχλαδιά» είναι μεταφορά για την Τουρκία που έχει χαθεί;

Στην πραγματικότητα ξεκινά από ένα βιβλίο του Ακίν, που είχε τον τίτλο «Η μοναξιά της άγριας αχλαδιάς». Το χρησιμοποίησα αυτό στον πρόλογο της ταινίας μου, που τελικά όμως έκοψα. Βέβαια εσύ αναφέρεσαι στο αν αυτό είναι μεταφορά, ναι, ίσως να υπάρχει κι αυτό… (γελάει)

– Αλλά δίνεις μεγάλη σημασία και στη θρησκεία. Πώς τη βλέπεις σήμερα;

Προσπαθώ να είμαι όσο το δυνατό πιο ρεαλιστής. Ήθελα να μιλήσω για αυτά που περιβάλλουν τις νεαρές γυναίκες σήμερα στην Τουρκία και που έχουν να τα αντιμετωπίσουν, ιδιαίτερα, αν θέλεις να κάνεις κάτι γι’ αυτά, όταν μάλιστα θέλεις να γίνεις συγγραφέας, κάτι που δεν είναι εύκολο.

– Και να μπορείς να διαβάσεις ένα βιβλίο…

Όχι μόνο να διαβάσεις, αλλά να κουβεντιάσεις. Υπάρχουν δάσκαλοι που συναντώ όταν πηγαίνω στο χωριό και που με περιμένουν απλά και μόνο για να κουβεντιάσουμε. Ο πατέρας μου ήταν τέτοιος άνθρωπος. Του άρεσε να διαβάζει, ιδιαίτερα ιστορικά βιβλία. Διάβαζε, για παράδειγμα, για τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά δεν έβρισκε ανθρώπους να κουβεντιάσουν μαζι του. Οι άνθρωποι γύρω του τον κορόιδευαν.

Η θρησκεία σίγουρα είναι σημαντική στην Τουρκία, ειναι ένα πολύ δύσκολο θέμα σήμερα. Για τους νέους ανθρώπους, αν θέλουν να μιλήσουν γι’ αυτήν, προτιμούν να μιλάνε μεταφορικά. Αν μάλιστα δεν πιστεύεις σ’αυτήν, αυτό ειναι ακόμα πιο δύσκολο. Όταν μάλιστα θέλεις να γίνεις συγγραφέας και να μιλάς ελεύθερα για όλα… Δεν ειναι καθόλου εύκολο.

– Εσύ πως αντιμετωπίζεις τη θρησκεία;

Εγώ την βλέπω από κοινωνιολογική πλευρά. Είναι κάτι που επηρεάζει όλους τους ανθρώπους.

– Αυτό που επίσης σε ενδιαφέρει πολύ είναι οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους…

Ναι… και κάθε φορά σκέφτομαι πώς εγώ θα αντιμετώπιζα μια τέτοια σχέση. Βέβαια δεν μπορώ να πω πως έχω δίκαιο κάθε φορά.

– Αυτά τα συζητάς με τους ηθοποιούς σου;

Ναι, βέβαια. Δεν ακολουθώ πάντα αυτό που τα προτείνουν. Αλλά αξίζει να ζητάς και τη γνώμη των άλλων. Δεν μπορεί μόνο ένας να αποφασίζει. Αν ακολουθείς μόνο την άποψη του ενός αυτό μετατρέπεται σε προπαγάνδα. Βέβαια γνωρίζω αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους μιλάμε στην ταινία. Τους γνωρίζω από τα παιδικά μου χρόνια.

– Θεωρείς τον εαυτό σου κυνικό;

Δεν ξέρω. Αν το νομίζεις, εντάξει. Είναι μια καλή άποψη!

– Η ταινία σου έχει πολλά αποσπάσματα, που ίσως αυτά απευθύνονται ειδικά προς τους Τούρκους θεατές…

Ειναι αποσπάσματα από βιβλία γιατί, στην πραγματική ζωή, αν θέλεις να υποστηρίξεις την άποψη σου, αναφέρεσαι σε κάτι που έχει πει κάποιος ειδικός, γι αυτο και στρέφεται στα βιβλία, που ειναι η καλύτερη υποστήριξη. Αν θέλουμε να κερδίσουμε, χρησιμοποιούμε αποσπάσματα, από τον Νίτσε, για παράδειγμα…

– Υπάρχει μια σκηνή με το κορίτσι που ο νεαρός συναντά και η οποία πρόκειται να παντρευτεί, αλλά δεν ξαναβλέπουμε το κορίτσι αργότερα. Μήπως υπήρχαν σκηνές της  που αφαίρεσες στο μοντάζ;

-Πολλοί με ρωτάνε αυτή την ερώτηση αλλά όχι. Αυτό ήταν το μόνο που ήθελα να πω.

– Στο φινάλε για σένα ο ήρωας αποκτά κάποια αυτογνωσία;

Ναι, γιατί κάθε τι που κάνεις στη ζωή σου στόχο έχει να αποκτήσεις την αυτογνωσία. Για κάποια πράγματα ο ήρωας δεν ενδιαφέρεται και πολύ. Για κάποια όμως άλλα ενδιαφέρεται και κάνει κάτι. Τον εκπλήσσει βέβαια το ότι ο πατέρας του κάποια στιγμή αλλάζει γνώμη. Δεν το περίμενε.

– Μπορείς να μου μιλήσεις για την τελευταία σεκάνς του ονείρου;

Ήθελα να τονίσω τη σημασία του παιδιού. Βλέπουμε το παιδί και η κάμερα τον πλησιάζει, θέλοντας να δώσω τα αισθήματα του παιδιού, τη μελαγχολία του και όλα τα σκοτεινά συναισθηματά του, τα παράξενα πράγματα από τη ζωή του. Αυτά τα φαντάζεται. Μετά βλέπουμε το χιόνι να πέφτει και ξυπνά.

– Η αίσθηση αυτής της μελαγχολίας έχει σχέση με τη ζωή σου;

Ναι, αισθάνομαι συχνά πως είμαι μελαγχολικό άτομο. Μπορώ βέβαια να βοηθήσω να μην ειναι τόσο μελαγχολική… Για παράδειγμα τις συζητήσεις στον Ντοστογιέφσκι δεν τις καταλαβαίνεις ποτέ. Για παράδειγμα στους «Διαβόλους», δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς σκέφτεται ο Ντοστογιέφσκι, κι αυτή είναι η μεγάλη αξία ενός βιβλίου. Αν τα καταλάβεις όλα τότε το βιβλιο ειναι ρηχό. Το καλό βιβλίο δημιουργεί πάντα ένα μυστήριο.

– Αυτό το μυστήριο είναι ίσως που δεν καταλαβαίνουν μερικοί στις ταινίες σου;

Ναι, (γελάει). Όταν ξεκίνησα να γυρίζω ταινίες δεν περίμενα να μου δώσουν χρήματα, δεν ζητούσα από κανένα χρήματα. Έκανα αυτο που ήθελα γιατί αυτο μου ταίριαζε. Δεν ήθελα να δημιουργώ κάποια σημασία, γιατί τίποτα δεν φαίνεται να έχει σημασία για μένα.

– Τι σε έκανε να διαλέξεις για πρωταγωνιστές αυτούς τους δυο κωμικούς ηθοποιούς;

Η κωμωδία είναι πολύ δύσκολη. Και οι stand up comedians ειναι πολύ έξυπνοι. Να κάνεις τους ανθρώπους να γελάσουν είναι πολύ δύσκολο. Δοκίμασα και άλλους ηθοποιούς αλλά αυτοί ήταν οι καλύτεροι. Επειδή είναι stand up comedians ξέρουν πως να αντιμετωπίσουν καλύτερα το κάθε τι.

– Απολαμβάνεις το κομμάτι αυτό της συνεργασίας σου με τους ηθοποιούς;

Δεν απολαμβάνω τίποτα… (γελάει). Αυτό που απολαμβάνω είναι αυτό που ακολουθεί μετά το γύρισμα. Το μοντάζ…. Εκεί είσαι εντελώς μόνος. Βέβαια, αν κάτι δεν ταιριάζει δεν μπορείς πια να το ξαναγυρίσεις. Πρέπει να ικανοποιηθείς με ότι έχεις.

– Οι πρώτες σου ταινίες ήταν σχεδόν βουβές, ενώ στις πιο πρόσφατες χρησιμοποιείς αρκετό διάλογο. Τι σε έκανε να αλλάξεις;

Μου αρέσουν και οι διάλογοι. Οι δίαλογοι σε δένουν και δεν μπορείς να κάνεις αυτά που θελεις. Γι’ αυτό προσπαθείς να δώσεις κάτι στιλιστικά. Αν δεν εχεις διάλογο τότε έχεις πλήρη ελευθερία να κάνεις ότι θέλεις. Αλλά μου αρέσουν και οι βουβές ταινίες. Κάποια στιγμή θα επιστρέψω σε αυτές. Βασικά δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα οι διάλογοι. Μου αρέσουν στο θέατρο, στον Τσέχοφ, στον Σέξπιρ… Στον κινηματογράφο το κοινό δεν θέλει τόσους πολλούς διαλόγους.