Στην καρδιά του σκότους και του Ελντοράντο

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Η χαμένη πόλη του Ζ

The Lost City of Z. ΗΠΑ, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζέιμς Γκρέι. Ηθοποιοί: Τσάρλι Χάναμ, Ρόμπερτ Πάτινσον, Σιένα Μίλερ, Τομ Χόλαντ, Έντουαρντ Άσλι. 141′

Την αληθινή ιστορία του Βρετανού εξερευνητή, αρχαιολόγου και αξιωματικού του πυροβολικού, Συνταγματάρχη Φόσετ, που χάθηκε στον Αμαζόνιο ενώ έψαχνε για τη χαμένη πόλη του Ζ, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αφηγείται στην όμορφη, μαγευτική, ταυτόχρονα, θλιμμένη περιπέτειά του, ο Τζέιμς Γκρέι («Κάποτε στη Νέα Υόρκη», «Η νύχτα μας ανήκει», «Η μικρή Οδησσός»), με βάση το μπεστ-σέλερ του Ντέιβιντ Γκραμ, φέρνοντας στο νου τον Τζόζεφ Κόνραντ αλλά και σκηνοθέτες όπως ο Τέρενς Μάλικ και ο Βέρνετ Χέρτσοκ.

Η πόλη του Ζ, για άλλους του Ελντοράντο, είναι το MacGuffin που ο Γκρέι χρησιμοποιεί για να βάλει τον αριστοκράτη ήρωά του στο παθιασμένο του ταξίδι σε αναζήτηση ενός άπιαστου ονείρου, ταξίδι σε μια Ιθάκη στην οποία θα αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του. Από το 1906, που ξεκινά στο πρώτο του ταξίδι σε αναζητηση ενός χαμένου πολιτισμού στον μυστηριώδη, αχαρτογράφητο Αμαζόνιο, μέχρι το  1925, στο τελευταίο του ταξίδι, όταν, μαζί με το γιο του, θα χάσουμε τα ίχνη τους, ο Φόσετ και η ομάδα του, μαζί κι ένας πιστός βοηθός (Ρόμπερτ Πάτινσον), αργότερα και ο γιος του (Τομ Χόλαντ), θα αντιμετωπίσουν κακουχίες και κινδύνους, φίδια και έντομα, δηλητηριώδη βέλη από πρωτόγονες φυλές, άλλοτε εχθρικές κι άλλοτε πρόθυμες να τους υποδεχτούν, χωρίς όμως ποτέ ο Φόσετ, με την υποστήριξη της αφοσιωμένης, αγαπημένης του συζύγου (Σιένα Μίλερ), να εγκαταλείψει τις ελπίδες του για την ανακάλυψη της μυθικής (;) πόλης Ζ.

Σε αντίθεση με τα συνηθισμένα αμερικανικά μπλοκ-μπάστερ, που θα εκμεταλλεύονταν την ιστορία του Φόσετ για να φτιάξουν μιαν εντυπωσιακή, γεμάτη με τα πιο τέλεια CGI εφέ, ταινία, είδος που, εδώ και αρκετό καιρό, έχει κουράσει τον απαιτητικό θεατή, ο Γκρέι καταγράφει το ταξίδι με ένα μοντέρνο, διεισδυτικό κινηματογραφικό στιλ, εμπνευσμένο τόσο από τη λογοτεχνία (ο Τζόζεφ Κόνραντ και το «Ταξίδι στην καρδιά του σκότους» δεν ειναι μακριά) και φτάνοντας σε σκηνοθέτες όπως ο Ρίτσαρντ Μπρουκς του «Λόρδου Τζιμ», συνεχίζεται με τις ταινίες του Βέρνερ Χέρτσοκ («Αγκίρε, η μάστιγα του θεού» και «Φιτζγκαράλντο») και φτάνει ως τον ποιητικό κινηματογράφο του Τέρενς Μάλικ («Το δέντρο της  ζωής», «Μέχρι το θαύμα», «Voyage of Time»).

Πάντα με μια δίκη του, προσωπική ματιά, που δίνει στους χώρους, στη φύση, στη ζούγκλα του Αμαζονίου, την ομορφιά, τη ζωντάνια, τη λάμψη, το εκπληκτικό φως (με τη δύναμη και την εκθαμβωτική ομορφιά του, όπως με ξεχωριστή αγάπη την αναπλάθει η φωτογραφία του μοναδικού Ντάριους Χόντζι, και υποβάλλει έντεχνα η λιγοστή μουσική), ομορφιά, συχνά άγρια και σκληρή, όπως στις σκηνές στα χαρακώματα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου (όπου, ενδιάμεσα, στέλνεται να υπηρετήσει ο Φόσετ), είδος αντιπαράθεσης στους κινδύνους και τις κακουχίες των αποστολών στον Αμαζόνιο.

Ο Φόσετ του ( που ερμηνεύει με ξεχωριστή δύναμη ο Τσάρλι Χάναμ), όπως μας τον παρουσιάζει,  μπορεί να έχει, όπως και πρέπει, τα στοιχεία του χαρακτήρα του υπερόπτη ευγενή, λίγο ρατσιστή, αποικιοκράτη, είναι  ταυτόχρονα και ένας αθώος, όπως και οι «άγριοι» που συναντά, ειλικρινής άνθρωπος, ένας άνθρωπος κάθε άλλο παρά Ιντιάνα Τζόουνς, ο οποίος, αντίθετα με τους συμπατριώτες του, ίδιαίτερα τα μέλη της περίφημης Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρίας που τον στέλνουν στην πρώτη αποστολή του), αναγνωρίζει πως οι αυτόχθονες του Αμαζονίου εχουν ενα δικό τους, σημαντικό αρχαίο πολιτισμό και δεν ειναι καθόλου οι απολίτιστοι άγριοι, όπως τους ήθελαν (και τους εκμεταλλεύονταν) οι τότε ευρωπαϊκές, αποικιοκρατικές κοινωνίες.

Ο Γκρέι έφτιαξε μια ταινία, την καλύτερη μέχρι στιγμής της καριέρας του, που ο τρόπος της αφήγησης, η εμμονή του στο θέμα της, ο έξοχος, δοσμένος με άνεση ρυθμός της, και το γεμάτο πάθος και ευρηματικότητα στιλ της, δείχνουν πως, παρά τις μεμψίμοιρες προγνώσεις κάποιων «ειδικών», εξακολουθεί να υπάρχει ένας αληθινά ζωντανός κινηματογράφος που έχει ακόμη πολλά να μας προσφέρει και να μας γοητεύει.

** 1/2 – Wonder Woman

ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Πάτι Τζένκινς. Σενάριο: Άλαν Χάινμπεργκ, Ζακ Σνάιντερ, Τζέισον Φούκας. Ηθοποιοί: Γκαλ Γκάντοτ, Κρις Πάιν, Ρόμπιν Ράιτ, Λούσι Ντέιβις, Ντάνι Χιούστον, Κόνι Νίλσεν, Ντέιβιντ Τιούλις, Έλενα Ανάγια. 141′

Οι γυναίκες ηρωίδες των κόμικς, όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στον κινηματογράφο, ήταν πάντα μια άλλη πλευρά του άντρα σούπερ-ήρωα, με προκλητικά στήθη και μπούτια – χαρακτηριστικό παράδειγμα η Catwoman στις ταινίες του Batman. Ακόμη και η Wonder Woman που έφτιαξε το 1941 ο Γουίλιαμ Μούλτον Μάρστον, εκτός από τη φεμινιστική πλευρά της, περιοριζόταν σε μια σούπερ-ηρωίδα, ένα κατά κάποιο τρόπο θηλυκό Superman, πράγμα που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον η τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’70.

Στη φεμινιστική πλευρά της αλλά, ευτυχώς, και στον όλο χαρά, χαμόγελα, σβελτάδα και ενεργητικότητα, χαρακτήρα της, που τονίζει με ξεχωριστή ζωντάνια και σφρίγος η  (πρώην Μις Ισραήλ) Γκαλ Γκάντοτ, στρέφεται η νέα αυτή περιπέτεια της wonder woman.

Δεν είναι σίγουρα τυχαίο που τη σκηνοθεσία ανέλαβε μια γυναίκα, η Πάτι Τζένκινς, σκηνοθέτριας του Monster με τη Σαρλίζ Θέρον αλλά και της εξαιρετικής τηλεοπτικής σειράς The Killing. Η Wonder Woman της Τζένκινς ξεκινά ως Αμαζόνα πριγκίπισσα Νταϊάνα, κόρη της Ιππολύτα, βασίλισσας των Αμαζόνων (Κόνι Νίλσεν), στο μυθικό ελληνικό νησί Θεμίσυρα (κάτι σαν Κήθυρα), που κατοικείται μόνο από γυναίκες. Ώσπου μια μέρα πέφτει από τον ουρανό, ο πρώτος άντρας που βλέπει η Νταϊάνα, ο αεροπόρος και κατάσκοπος Στίβ Τρέβορ (Κρις Πάιν).

Βρισκόμαστε στην περίοδο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και τον Κρις κυνηγάνε Γερμανοί στρατιώτες. Στη μάχη που ακολουθεί στην παραλία, οι  Αμαζόνες θα τους αναχαιτίσουν και η Νταϊάνα θα καταλήξει στο Λονδίνο όπου θα συνεργάζεται με τον Μπρους Γουέιν και τους συμμάχους.

Η Τζένκινς χρησιμοποιεί επιδέξια τα διάφορα κλισέ ανανεώνοντας τα και δημιουργώντας το ρυθμό και την ζωντάνια που απαιτείται για να μετατρέψει την ταινία της σε μια απλή, απολαυστική, πέρα για πέρα κινηματογραφική περιπέτεια, στο πνεύμα των κλασικών αφελών σίριαλ της δεκαετίας του ’40 αλλά και στα δοσμένα με έμπνευση, μακριά από το πνεύμα των franchise, κινηματογραφικά κόμικς του Χόλιγουντ της δεκαετίας του ’70.

Η Wonder Woman της αναδίνει αυτή την ειλικρίνεια, την ακεραιότητα, τη sexiness, την ελευθερία αλλά και την ομορφιά και τη λάμψη των ηρωίδων comics. Βέβαια, μια τέτοια περιπέτεια μπορούσε παρά να καταλήξει και σε μια τεράστια μάχη (αναγκαία μεν, αν και, με τα ατέλειωτα CGI εφέ καταστρέφει την υπόλοιπη ατμόσφαιρα της ταινίας) όπου, με τα  βραχιόλια της το «σκοινί της αλήθειας» και την πανοπλία της, καθώς και με τη βοήθεια μιας μικρής ομάδας εκκεντρικών τύπων, αντιμετωπίζει τους κακούς Γερμανούς (ανάμεσά τους και τη σατανική Δρα Δηλητήριο, που την ερμηνεύει η Έλενα Ανάγια), που σχεδιάζουν να καταστρέψουν τον κόσμο με ένα δηλητηριώδες αέριο – σε μια από τις καλύτερες σκηνές η πάνοπλη Νταϊάνα περνάει μέσα από την ουδέτερη ζώνη, αντιμετωπίζοντας τις σφαίρες με τα «μαγικά» βραχιόλια της και σκορπώντας το θάνατο στον εχθρό.

Αν βέβαια αρχίσουμε μα θέτουμε διάφορα φεμινιστικά και άλλα (π.χ. ανάπτυξη του χαρακτήρα της ηρωίδας) ερωτήματα, η ταινία έχει σημαντικές ελλείψεις. Αν όμως τη δεχτούμε σαν μια ατόφια, όμορφη, με πολλές ευπρόσδεκτες εκπλήξεις, περιπέτεια, τότε μπορούμε άνετα να την απολαύσουμε!

** 1/2 – Tanna

Αυστραλία/Βανουάτου, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μάρτιν Μπάτλερ, Μπέντλεϊ Ντιν. Ηθοποιοί: Μουνγκάου Ντάιν, Μαρί Γουάγουα, Μαρσελίν Ρόφιτ. 104′

Όμορφο, υποψήφιο για Όσκαρ, ηθογραφικό ντοκιμαντέρ, που συνδυάζει την ιστορία του «Ρωμαίου και της Ιουλιέτας» με ταινίες όπως τη «Μοάνα» του Φλάερτι και το «Ταμπού» του Μούρναου. Στο επίκεντρο η ιστορία ενός νεαρού κι ενός κοριτσιού, κρυφά ερωτευμένων, μελών μιας φυλής Αβορίγινων, που ζει απομονωμένη στο Βανουάτου, ένα σύμπλεγμα νησιών του Ειρηνικού, και που ο έρωτάς τους βάζει σε κίνδυνο τη ζωή των κατοίκων. Μια εικαστικά συναρπαστική αναπαράσταση ενός ερώτα με φόντο τη ζωή στο νησί, με τα διάφορα ήθη και έθιμα, με τους ίδιους τους κατοίκους να δέχονται να συμμετάσχουν ( με τα ίδια τους τα ονόματα) στην ιστορία – η ταινία δίκαια κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα Εβδομάδα της Κριτικής του φεστιβάλ Βενετίας.

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

** Ο ΑΡΧΙΤΣΙΓΚΟΥΝΗΣ (Radin!)

Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία: Φρεντ Καβαγιέ. Σενάριο: Λοράν Τέρνερ, Νικόλας Κις. Ηθοποιοί: Ντανί Μπουν, Λοράνς Αρνέ, Νοεμί Σμιτ. 89′

Άνιση κλασική γαλλική κωμωδία με τον Ντανί Μπουν απολαυστικό στο ρόλο του αρχιτσιγκούνη βιολιστή που ερωτεύεται την καινούρια βιολοντσελίτστρια της ορχήστρας. Αν και όχι πάντα το ίδιο αστεία, η ταινία προσφέρει μερικές πολύ πετυχημένες κωμικές σκηνές (βασικά γύρω από τη τσιγκουνιά του ήρωα) που κερδίζουν χάρη στην παρουσία του Μπουν, ο οποίος ξέρει να εκμεταλλεύεται το κάθε στοιχείο για να προκαλέσει το γέλιο.