Ομολογώ πως δεν φανταζόμουν  ότι συνεντεύξεις με πνευματικούς ανθρώπους που πάρθηκαν  κατά τη διάρκεια  μιας  τριακονταετίας,  θα διατηρούσαν την φρεσκάδα τους και θα διαβάζονταν  σαν διηγήματα.

Οταν η συνάδελφος Σταυρούλα Παπασπύρου έγραφε στο απέναντ ι γραφείο από το δικό μου στο Πολιτιστικό Τμήμα της Ελευθεροτυπίας (όπου συγκατοικήσαμε κάποια χρόνια και θα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία) μερικές από τις συνεντεύξεις  που περιλαμβάνονται στο βιβλίο της «Χωρίς μαγνητόφωνο. Συναντήσεις με σύγχρονους Ελληνες λογοτέχνες» (εκδ. ΠΟΛΙΣ) , δεν φανταζόμουν  ότι  έγραφε κείμενα  που  θα διαβάζονταν  ακόμη καλύτερα σε μια απόσταση από την επικαιρότητα.

Κι αυτό συμβαίνει γιατί η εξαιρετική αυτή δημοσιογράφος κατάλαβε από νωρίς, από τότε που δούλευε στην Αυγή,  ότι  συνέντευξη  δεν  είναι  ό,τι καταγράφεται από μια συνομιλία στο μαγνητόφωνο, αλλά αυτό που θα μεταφέρει  ο δημοσιογράφος ως αίσθηση από την ατμόσφαιρα, την προσωπικότητα, τις απόψεις και τον ψυχισμό του συνομιλητή της.

Στις  67 συνομιλίες της  με 31 λογοτέχνες πρώτης γραμμής (Ιάκωβο Καμπανέλλη, Τίτο Πατρίκιο, Ζυράννα Ζατέλλη, Αλκη Ζέη, Θανάση Βαλτινό, Μάρω Δούκα, Μένη Κουμανταρέα, Ρέα Γαλανάκη, Αλέξη Πανσέληνο, Ερση Σωτηροπούλου, κ.ά.) η Σταυρούλα  Παπασπύρου δεν επιλέγει την ευκολία της ερώτησης –απάντησης, αλλά δημιουργεί  ένα καλοδουλεμένο αφήγημα με δομή και αξιώσεις  λογοτεχνικού κειμένου.

Κάθε συνομιλία  γίνεται με αφορμή ένα γεγονός, συνήθως  ένα καινούριο βιβλίο, για το οποίο γίνεται βέβαια αναφορά, αλλά  ελιναι σαφές ότι πρωταρχικός στόχος της είναι να φιλοτεχνήσει  το πορτραίτο κάθε δημιουργού  δίνοντας μια πλήρη εικόνα όσων πρέπει  να γνωρίζει ο  αναγνώστης των βιβλίων του. Η πολιτική επικαιρότητα υπάρχει αν και δεν βρίσκεται ποτέ σε πρώτο πλάνο.  Ετσι, έχουμε τώρα ένα  τόμο  420 σελίδων  με συνομιλίες Ελλήνων λογοτεχνών απ’ όπου προβάλλει  ανάμεσα στα οράματα και  τις φιλοδοξίες τους η δική τους ματιά στη σύγχρονη  πολιτική ιστορία του τόπου.

Προσωπικά, βρήκα  ακόμη πιό ενδιαφέρουσες  εκείνες τις συνομιλίες της  που έχουν μια διάρκεια στο χρόνο, όπως με τον Θανάση Βαλτινό, τη Μάρω Δούκα και τον Μένη Κουμανταρέα. Στις αλλεπάλληλλες  συναντήσεις με τους τρεις αυτούς λογοτέχνες οικοδομεί μια σχέση εμπιστοσύνης και αλληλοεκτίμησης διατηρώντας  όμως  την απόσταση που της επιτρέπει να θέσει  ερωτήσεις  οι οποίες δεν κολακεύουν και απαιτούν  απαντήσεις επί της ουσίας.

Οπως όταν συναντά τον θανάση Βαλτινό   για να μιλήσουν για τη διαμάχη του με τον  Θόδωρο Αγγελόπουλο  με τον οποίο ξεκίνησαν παράλληλα την καριέρα τους στη δεκαετία του ’60, συνεργάστηκαν στα σενάρια μερικών από τις διασημότερες ταινίες του Αγγελόπουλου και κατέληξαν στα δικαστήρια για την αμοιβή του συγγραφέα στην ταινία Το βλέμμα του Οδυσσέα που δεν παραδεχόταν ότι όφειλε ο κινηματογραφιστής.

«Σε πρόσφατη συνέντευξη του ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ισχυρίζεται ότι έχετε πολλά προβλήματα και επιδιώκετε να ζήσετε εις βάρος του. Αλήθεια πώς ζείτε;» τον ρωτά ευθέως. Κι εκείνος απαντά: «Πολλά ισχυρίστηκε ο Αγγελόπουλος. Τις αήθειες που είπε είμαι αναγκασμένος να τις οδηγήσω σε δικαστική κρίση. Ζω ανέκαθεν με άκρα συνέπεια προς τις αρχές μου. Αυτό για κάποιους είναι ακατόρθωτη πολυτέλεια (…)».

Μια ανάλογη σχέση έχει αναπτύξει και με  τον Μένη Κουμανταρέα.  Σε μία από τις συνομιλίες τους τον παρουσιάζει  λιτά σαν μονοκονδυλιά:

«Χειμώνας του 2008. Ο χρόνος φέρεται γενναιόδωρα στον Μένη Κουμανταρέα.Τι κι αν πλησιάζει τα ογδόντα; Η κοψιά του παραμένει νεανική, η υγεία του ακλόνητη και η δημιουργικότητά του αστείρευτη …» γράφει η Σταυρούλα Παπασπύρου. Πέντε χρόνια αργότερα, το 2013 ο συγγραφέας της Φανέλλας με το εννιά , δίνει τη δική του πινελιά  για το ΣΥΡΙΖΑ που ερχόταν με δύναμη στην απελπισμένη από την οικονομική κρίση  Ελλάδα. «Δεν είμαι διατεθειμένος να πιστέψω σε κανένα κόμμα  απ΄όσα βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη Βουλή. Η απογοήτευσή μου από το ΠΑΣΟΚ με κάνει να μην θέλω να βγει ένα νέο ΠΑΣΟΚ από τη λεοντή του ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι υπάρχουν εκεί άνθρωποι που εκτιμώ δεν είναι λόγος να τον ψηφίσω κιόλας.  Πρόσωπα που εκτιμώ υπάρχουν κι αλλού».

Ανδρέας Παπανδρέου,  Κώστας  Σημίτης, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου ακόμη και η 17Ν περνούν μέσα από τις σελίδες αυτές.

-Η Αλκη Ζέη αναφερόμενη στον Ανδρέα Παπανδρέου σημειώνει:»Δεν αγαπούσα τον  Παπανδρέου., όπως δεν αγαπούσα και τον Ζαχαριάδη. Αυτοί είναι άνθρωποι που ή τους λατρεύεις ή τους μισείς».

-Ο Βασίλης Βασιλικός που το 1989 δήλωνε φανατικός σημιτικός, το 2004 ως  πρέσβης της Ελλάδας στην Ουνέσκο, έλεγε για τον Σημίτη: «Την πρώτη τετραετία έβαλε μία τάξη στα «δαιχειριστικά της  πολυκατοικίας». Τη δύετερη η πολυκατοικία ανακηρύχθηκε έδρα των Ολυμπιακών, Αρα, έπρεπε να αλλάξει τα πάντα από το ασανσέρ μέχρι το σύστημα αποχέτευση. Κι εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα εγγενή  προβλήματα του σεισμογενούς εδάφους όπου είναι χτισμένη η Ελλάς, με την αδυναμία μας να επηρεάσουμε τις τεκτονικές δομές. Μιλώ για τα μεγάλα έργα και τις δομές της κοινωνίας(…)».

-Η Μάρω Δούκα μιλώντας για την πορεία του Γιώργου Παπανδρέου το 2012, σημειώνει: «Ως άτομο πρέπει να είναι ευγενικός και πράος, και δυο άτομα και δύο τρία πράγματα που τα πιστεύει, μάλλον θα τα υπηρετεί. Ως πολιτικός όμως αποδείχθηκε αδιανόητα ανίκανος. Μόνο ως υπουργός  Νέας γενιάς θα μπορούσε να σταθεί». Στην ίδια συνένετευξη αναφέρει για το ΣΥΡΙΖΑ: «Κάποιες φωνές στο ΣΥΡΙΖΑ μ΄ενοχλούν αφάνταστα, αλλά τον Δραγασάκη και τον Παπαδημούλη μ΄αρέσει να τους ακούω. Ο Τσίπρας πάει στέγνωσε…Κι  η αριστερά στο σύνολό της  όχι μόνο είναι μέσα στο πρόβλημα, αλλά και συνυπεύθυνη μ΄αυτό».

-Ο Θανάσης Βαλτινός αναφέρει για τον Κώστα Καραμανλή που συνάντησε στο Μέγαρο Μαξίμου όταν του ανέθεσε το Κέντρο Κινηματογράφου: «Θεωρώ ότι, εκτός από εξαιρετικός κοινοβουλευτικός ρήτορας, είναι άνθρωπος καλόπιστος και ειλικρινής . Δεν ξέρω όμως πόσο αποτελεσματικός πρωθυπουργός θα αποδειχθεί».  Και για τη Χρυσή Αυγή: «Η Χρυσή Αυγή δεν προέκυψε ξαφνικά. Είναι στο αίμα μας να  εθελοτυφλούμε και να πιστεύουμε πως  είμαστε ο περιούσιος λαός (…). Με τρομάζει η απήχησή τους».