Ο ασυγκράτητος θρήνος της Γεωργιανής οικονόμου και το γοερό κλάμα του εκαβίτη που μετέφερε τον 78χρονο Βασίλη Αλεξάκη στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του, σημάδεψαν την αποδημία του αγαπημένου συγγραφέα.

Αγαπημένος για εχθρούς και φίλους, γιατί γνώριζε ότι η συγγραφή είναι ένα ανοιχτό βιβλίο, το οποίο δεν κλείνει ποτέ. Ίσως ακόμη και με τον θάνατο, ούτε τότε σφραγίζεται το τέλος της λογοτεχνίας. Η πολιτική κηδεία του θα γίνει σε λίγες μέρες, και λόγω του κορονοϊού, θα κλειστεί στην σιωπή της πανδημίας.

Τα τελευταία χρόνια, η ασθένεια του καρκίνου τον έτρωγε από μέσα, και παρά το καθημερινό γκρέμισμα, αυτός εξακολουθούσε να γράφει και να γράφει και να γράφει. Πάντα με μολύβι για να προλαβαίνει τον θάνατο, σβήνοντάς τον με την γομολάστιχα. Πάντα τον έσβηνε, όμως ο Χάρος της γραφής του ‘παιρνε τις λευκές σελίδες και τον άφηνε μ’ ένα μολύβι μετέωρο, που στο τέλος έσπασε, γιατί η μάχη ήταν άνιση. Πάντα αδύνατος, όμως το αδύνατο σώμα του είχε ήδη κι’ άλλο αδυνατίσει, κι έβλεπες την προσπάθειά του να κρατηθεί στην ζωή χωρίς να έχει κόψει την βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος-προτιμούσε να σφηνώνει τον καπνό μέσα στο ξύλινο συρίγγιο.

Στο υπόγειο της οδού Αναγνωστοπούλου, που κατέβαινες δύο ορόφους προς τα έγκατα, διάσχιζες έναν σκοτεινό διάδρομο, αλλά όταν έμπαινες στο καταφύγιό του αποζημιωνόσουν στη θέα ενός εσωτερικού κήπου, που είχαν πολεοδομήσει οι ακάλυπτοι των πολυκατοικιών. Ένα κρεβάτι-κουκέτα, βγαλμένο από ιστορίες του στρατού, ενώ στο πολυδαίδαλο διαμέρισμα, κυριαρχούσε ένα τραπέζι πινγκ-πονγκ για να να ξεκουράζεται το μυαλό και το σώμα μέσα στα λίγα τετραγωνικά.

Κατάλαβα ότι ο Βασίλης Αλεξάκης μέσα στον χώρο του, ήταν ο συγγραφέας μέσα στα θέματά του. Λιτά, χωρίς καθόλου λεκτικά παιχνίδια, χωρίς μεγάλες παραγράφους, χωρίς εσωτερικούς μονόλογους.  Η κίνηση της συγγραφής γινόταν στην επιφάνεια των γεγονότων, δεν βυθιζόταν σε σκέψεις πάνω στο γραφόμενο κείμενο, κι όποιο σχόλιο ακουγόταν δεν είχε την αμεσότητα της καταγγελίας ή του συναισθηματικού παροξυσμού. Η αντήχηση ερχόταν από το βάθος του κάδρου, αφού οι ζωγραφιές του είχαν σε πρώτο επίπεδο θέασης-ας τις χαρακτηρίσουμε έτσι-την πραγματική πραγματικότητα και στο βάθος του πίνακα ένας καθρέφτης αντανακλούσε το είδωλο του Βασίλη Αλεξάκη.

Η πλειονότητα της πεζογραφικής εργασίας είναι το είδωλο του συγγραφέα στον καθρέφτη. Μην περιμένετε αυτοαναφορικότητες και τα τοιαύτα, δεν κρύβονται βαθυστόχαστα νοήματα ανάμεσα στις λέξεις. Ο Βασίλης Αλεξάκης  βλέπει το είδωλό του κι εκπλήσσεται. Την ηλικία του, καθώς μεγαλώνει, κι αντί να σπάσει τον καθρέφτη στο βάθος του πίνακα και γκρεμιστεί στο χάος μέσα στο χάος των νέων καιρών, αποσύρεται, επανέρχεται στο προσκήνιο στην καθημερινότητα. Θυμηθείτε τα σκίτσα του, είναι το ελάχιστο της γραμμικής τελείωσης και ολοκλήρωσης, αφαιρεί αντί να προσθέτει, μινιμαλίζει γιατί θέλει να επιβιώσει μέσω της επικοινωνίας με το συναίσθημα να έχει το πάνω χέρι.

«Στα περισσότερα από τα έργα του, το αυτοβιογραφικό στοιχείο χωνεύεται με το ονειρικό, όπου διαλύονται οι βιογραφίες όλων μας. Ανάμεσα σε δύο γλώσσες, στα ελληνικά και στα γαλλικά, δεν ξέχασε τη μητρική -αυτομεταφράζεται- και η γαλλική δεν έγινε μητριά του», είχα γράψει στο βραχύβιο διαδικτυακό περιοδικό «Ανοιχτή Βιβλιοθήκη» κι αυτό το απόσπασμα προτασσόταν σ’ ένα αφιέρωμα στο έργο, που είχαν οργανώσει πριν τρία χρόνια οι εκδόσεις Μεταίχμιο. Δεν έχω περισσότερα να συμπληρώσω περισσότερα για την αλεξάκεια διγλωσσία, τώρα που ο Βασίλης Αλεξάκης δεν βρίσκεται ανάμεσά μας.

Τα εργοβιογραφικά στοιχεία μπορείτε να βρείτε και αλλού, αυτό που δεν μπορείτε να βρείτε πλέον είναι το ζωντανό και αναπνέον σώμα του συγγραφέα.  Θα μας λείψει, γιατί ήταν ένας από τους τελευταίους πιονέρους που κατάφερε να εξαγάγει ελληνική λογοτεχνία ή λογοτεχνία με ελληνικό ονοματεπώνυμο. Εν τούτοις, εδώ κι εκεί, στην Αθήνα και στο Παρίσι, παρέμεινε ένας ξένος, ένας ανέστιος, ένας ξεριζωμένος.

Αυτή η ανεστιότητα που ήταν ένας διαρκής πόλεμος με τον χρόνο, με τα κενά του και με την άρση τους, δημιούργησε ένα έργο μικρών αποστάσεων που ήθελε όμως μια ζωή για να ολοκληρωθεί. Αφέθηκε, όπως είχε δηλώσει, μετά την ανακήρυξη του σε επίτιμο διδάκτορα τού Τμήματος Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην καλοσύνη των λέξεων. Δεν γνωρίζουμε, εάν τον έκαναν καλύτερο άνθρωπο, το πιθανότερο είναι ότι τού έμαθαν να μην φοβάται το σκοτάδι. Γιαυτό κοιτούσε προς την αυγή της λογοτεχνίας που έρχεται από την μακρά νύχτα της.

Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη με το συγγραφέα για το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του «Η τελευταία λέξη», με κεντρικά πρόσωπα την Παναγία και τον Ταρζάν: