Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gr

Βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση για να μιλήσουμε για μία συνάδελφο του πολιτιστικού σε χρόνο παρελθόντα. Η Τιτίνα (Χριστίνα-Μαρία) Δανέλλη, μετά από πολυετή ασθένεια, δεν θα ξαναγράψει στον αγαπημένο της «Ριζοσπάστη».

Μετά από τριάντα χρόνια στην πρωiνή εφημερίδα της Αριστεράς, δεν βρίσκουμε λόγια να αποτιμήσουμε την προσφορά της. Τα κείμενά της θα είναι πάντα εκεί και αλήθεια πόσοι θα βρεθούν να τα αναζητήσουν;  Θα είναι άδικο, πολύ άδικο, γιατί η δημοσιογραφία, το γεγονός ήταν το πεδίο απ’ όπου αντλούσε ιδέες για να γράψει τα αστυνομικά της μυθιστορήματα.

Μετά τον θάνατο του Γιάννη Μαρή, το 1979, είχε δρομολογήσει την πορεία της στον λογοτεχνικό χώρο, όπου θα επέμενε μέχρι το τέλος.  Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές στην μνήμη της, το χώμα της αττικής γης ήδη την έχει σκεπάσει. Είχε γεννηθεί πριν από εβδομήντα οκτώ χρόνια.

Με σπουδές ιταλικής λογοτεχνίας, εδώ και στη Ρώμη, είχε εθιστεί στην ανάγνωση του νουάρ, με την ίδια ένταση που είχε αφοσιωθεί στην δημοσιογραφία. Τα περισσότερα μυθιστορήματά της αστυνομικά και κατασκοπευτικά, τα έγραψε ως ντουέτο, με τους Μάνο Κοντολέοντα, Θανάση Παπαρήγα, Θανάση Μπαλοδήμα.

Τελευταίες της καταθέσεις τα «Τέσσερα μπαστούνια» (μυθιστόρημα) και η συλλογή διηγημάτων «Αίθουσα αναμονής». Με ηρωίδα της, την δημοσιογράφο Ευγενία Ευγενικού, επιχειρεί να διεισδύσει στο παρασκήνιο της μεταπολιτευτικής νεοελληνικής πραγματικότητας, θέλοντας να τονίσει ότι το στοίχημα του εκδημοκρατισμού δεν κερδήθηκε, αφού η αποχουντοποίηση έδρασε στο προσκήνιο μιας δίκης για το θεαθήναι.

Η διαχείριση του ελληνικού κράτους, από το ’21 και μετά, βρίσκεται στα χέρια ξενόδουλων ηγετών και ξένων επεμβάσεων. ‘Ετσι, η απονομή δικαιοσύνης είναι κυρίως για τους φτωχούς, τους ξένους, τους τσιγγάνους, ενώ η ονομαζόμενη καλή κοινωνία κρύβεται πίσω από τον καθωσπρεπισμό της.

Τα πρόσωπα της Τιτίνας Δανέλλη είναι βουτηγμένα μέχρι το μεδούλι τους στη διαφθορά, στην αυτολύπηση, στην αυτοειρωνεία, στην αυτογελοιοποίηση, στην ψευδή ταυτότητά τους. Προσπαθώντας να επιβιώσουν, μετέρχονται παντοίους τρόπους, ιδιαιτέρως τους σκοτεινότερους, είτε από πρόθεση κυριαρχίας, είτε από άγνοια κινδύνου. Η ελληνική κοινωνία, κυρίως από την δεκαετία του ’80 κι εδώ, περασμένη μέσα από το φίλτρο της αληθινής ζωής κι όχι της επινοημένης μέσω των διαφημίσεων που έφεραν την αλόγιστη κατανάλωση μέχρι εμετού στα σκυλάδικα.

Η μετεμφυλιακή αδικαίωτη μνήμη των αγώνων της Αντίστασης, ενώ δεν φωνάζει «Δεδικαίωται!», ενώ δεν ζητάει λύτρα κάθαρσης, επιβιώνει ως τραγωδία αυτών που επέζησαν ως ευάλωτα και ανέστια υποκείμενα υπό την σκιά των βρετανικών βομβαρδιστικών, κατά τις τριάντα τρεις μέρες του Δεκέμβρη του ’44, στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας. Το φάσμα της Λαοκρατίας που δεν ευδοκίμησε, οι φωνές των βασανισμένων από τα ξερονήσια, οι επαναπατρισμένοι από τις πρώην λαϊκές δημοκρατίες, δημιούργησαν συνηχήσεις στο έργο Τιτίνας Διανέλλη. Αυτές οι συνηχήσεις τραβούν ώς τα έγκατα της μνήμης, αυτού του τελευταίου καταφύγιου των χαμένων, των καταφρονεμένων, των περιθωριοποιημένων.

Προτού ολοκληρώσουμε, να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι το πάθος της το μοιραζόταν και με τους ομότεχνους της, με όρους ανιδιοτέλειας. Η ίδρυση της Ελληνικής Λέσχης   Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας, είχε και την δική της υπογραφή, μέσα από την οποία (και ως πρόεδρος την διετία 2013-2015), έδειξε τις οργανωτικές της ικανότητες και την εμπιστοσύνη της στους νέους που ήθελαν να βρουν τα πρώτα πατήματά τους. Σε συνέντευξή της στον Γιάννη Ράγκο και στην ερώτησή του «Μία φράση που θα χαρακτήριζε το έργο σας»,  είχε απαντήσει:

«Επειδή το θέμα που με ενδιέφερε πάντα ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες καθορίζονται από τους χαρακτήρες, την κοινωνία, την πολιτική, την οικονομία, απ’ όλα, θυμάμαι πάντα τη φράση του Γκράχαμ Γκρην: »Στις ανθρώπινες σχέσεις, η καλοσύνη και τα ψέματα αξίζουν όσο χίλιες αλήθειες». Και αν πρόσθετα κάτι, θα ήταν αυτό που λέει ο Καλιγούλας του Καμύ: »Ήθελα το φεγγάρι». Δηλαδή, να επιδιώκω το αδύνατο».