64ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Από την πολιτική αλληγορία της «Μονοκατοικίας» του Μυλωνά στον αλλόκοτο ταξιτζή του Πάσχου και το πειραματικό Transit του Ζωναρά 

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη 

Σε μια «αποκλεισμένη» από την υπόλοιπη κοινωνία Μονοκατοικία, παίζεται ένα τρομακτικό, κυνικό παιχνίδι εξουσίας, στην ομότιτλη, πρώτη μήκους, ταινία του Κύπριου σκηνοθέτη Ιωακείμ Μυλωνά, που είδαμε στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Όλα ξεκινούν με την είσοδο στη μονοκατοικία του Ζήνωνα, ενός κλέφτη στο σπίτι ενός συνταξιούχου, που όπως ανακαλύπτουμε σύντομα δεν έχει χάσει τίποτα από την εξουσία του, αστυνομικού.

Μια ληστεία που ξαφνικά θα τον κάνει να ανακαλύψει ένα απίθανο κέρδος στο Λόττο, ταυτόχρονα μετατρέποντας σε αιχμάλωτο «Spider-Man» του ακόρεστου για σεξουαλικές διαστροφές συνταξιούχου αστυνομικού και της παρέας του, μιας Τσέχας πόρνης, έτοιμης να ικανοποιήσει όλες τις σεξουαλικές επιθυμίες τους, ενός πρώην σμηναγού, ενός διεφθαρμένου μπάτσου και της ακούραστης, διψασμένης για προκλητικές ειδήσεις, influencer, που τελικά ζητάει από τους ακόλουθούς της να συμμετάσχουν σε λαϊκό δικαστήριο για να δικάσει τον αναγκασμένο, ύστερα από φριχτούς ξυλοδαρμούς, Ζήνωνα, να παραδεχτεί την «ενοχή» του (προσφέροντας μάλιστα βραβεία σε εκείνο που θα προτείνει τον πιο φρικτό, απάνθρωπο τρόπο εκτέλεσης της ποινής του λαϊκού της δικαστηρίου!).  

Μια ξεχωριστή παρέα, σωστά επιλεγμένων ατόμων, που καταφθάνει διαδοχικά, αυξάνοντας τις σκηνές φρικτής βίας αλλά και το μαύρο χιούμορ, που τόσο έξυπνα και αποτελεσματικά αναπτύσσει μέσα από μια σειρά εξαίρετα στημένων, χωρισμένων σε κεφαλαία, σκηνών, ένας εμπνευσμένος Μυλωνάς. Ενώ, έξαλλα πλήθη ανθρώπων, ακόλουθων της influencer, έχουν περικυκλώσει την μονοκατοικία, σαν ζόμπι, στριγγλίζοντας και  προσπαθώντας να σπάσουν τις πόρτες και τα παράθυρα, με ορισμένους να φωνάζουν «ψωμί, παιδεία, ορθοδοξία» και άλλους, « Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών», μετατρέποντας την ταινία σε πολιτική αλληγορία. 

Μ’ ένα βλάχικο τραγούδι που τραγουδάει, μια νύχτα παραμονής Χριστουγέννων, ένας  μεσήλικας πελάτης στον ταξιτζή του, αρχίζει η ταινία « Ο τελευταίος ταξιτζής» του Στέργιου Πάσχου. Φτάνοντας στον προορισμό του, σ’ έναν απόμερο δρόμο, ο πελάτης, αφού αρνείται να πληρώσει το ακριβές αντίτιμο, πληρώνει λιγότερα, ισχυριζόμενος πως ο νόμος είναι κακός και αφού βγαίνει, ξαφνικά βγάζει ένα όπλο και αυτοκτονεί. Έχοντας, χωρίς ανταπόκριση, καλέσει βοήθεια, ο ταξιτζής Θωμάς (εξαιρετικός στο ρόλο ο Κώστας Κορωναίος), αποφασίζει να φύγει, παίρνοντας μαζί του τις δεσμίδες χαρτονομίσματα που βρίσκει στη τσάντα του νεκρού.

Απόφαση που θα αλλάξει, όπως θ’ ανακαλύψουμε στη συνέχεια, τη ζωή του και στην οποία συμβάλλει και η εμφάνιση, στο χώρο όπου αυτοκτόνησε ο πελάτης, η αποξενωμένη κόρη του νεκρού. Γνωριμία που θα οδηγήσει σε μια παράξενη φιλία, καταλήγοντας, σε σεξουαλική συνεύρεση, για τη γυναικα τρόπος αναζήτησης απάλειψης του πόνου για την απώλεια του χαμένου πατέρα.

Ύστερα από ένα πρώτο μέρος που τοποθετεί σωστά και σε προσελκύει στην εξέλιξη της ιστορίας, παρακολουθούμε τον κουρασμένο από μια άχαρη καθημερινότητα κι ένα χωρίς πια εκπλήξεις  γάμο, τον παθιασμένο με το μάζεμα ενδιαφέρουσων ιστοριών από τους πελάτες του, ταξιτζή Θωμά (που θυμίζει τόσο τον ταξιτζή στην ταινία του Τζαφάρ Πανάχι όσο κι εκείνο του Ρόμπερτ Ντε Νίρο στην ταινία του Σκορσέζε) ν μετατρέπεται σε prowler που, παθιασμένος με τον έρωτα του για τη νεαρή, αρχίζει να την παρακολουθεί κρυφά, δίνοντας στην ταινία μιαν ατμόσφαιρα νουάρ.

Μπλοκαρισμένο ανάμεσα στην άχαρη, με διάφορες υποχρεώσεις, οικογενειακή ζωή, με μια σύζυγο (πολύ καλή στο ρόλο η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου) που αντιμετωπιζει στωικά την αδιαφορία του Θωμά  και το ξαφνικό πάθος του για την νεαρή γυναίκα, ο Θωμάς αναζητά διέξοδο στο πιοτό (εξαίρετη η σκηνή όπου, μισό μεθυσμένος πέφτει, σαν την Ανίτα Έκμπεργκ στη «Γλυκιά ζωή», στα νερά ενός συντριβανιού) για να καταλήξει στο σπίτι της νεαρής γυναίκας (που είναι και η πιο μεγάλη σε διάρκεια και πιο σημαντική στην ταινία σεκάνς), για την τελευταία αντιμετώπιση με αυτήν, στην πραγματικότητα και με τον εαυτό του. 

Παρά την ωραία πλοκή και τις με γνώση και έμπνευση στημένες σκηνές, το σενάριο πιστεύω πως θα μπορούσε να είναι πιο μαζεμένο και σφιχτό. Ενώ το ξαφνικό πέρασμα, 50 λεπτά μετά την έναρξη της ταινίας, από την υποκειμενική (από πλευράς του Θωμά) παρουσίαση της πλοκής, η καταγραφή της ιστορίας αλλάζει πρόσωπο και βλέπουμε τα δρώμενα από την πλευρά της κοπέλας και του νεαρού της φίλου, γεγονός που σπάει το ρυθμό και την όλη νουάρ ατμόσφαιρα. Συνολικά πάντως πρόκειται για μια πολύ καλή δουλειά – αν σκεφτούμε μάλιστα πως είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μυλωνά, που δείχνει πως πρόκειται για σκηνοθέτη που μπορεί πολλά να προσφέρει στο νέο ελληνικό σινεμά.  

Σ’ ένα είδος Καθαρτηρίου ζουν τα πρόσωπα στη νέα, επιστημονικής φαντασίας, ταινία, «Transit» του Ζωναρά («Μπιγκ Χιτ», «Ο γιος του Τσάρλι»). Πατέρας και γιος συναντιούνται ξανά, ύστερα από ένα περίεργο θάνατο, σ’ ένα φαντασιακό «επέκεινα», με τους νεκρούς να κινούνται σε κύκλους που οι ίδιοι σχηματίζουν στο χώμα, πριν αποφασίσουν να αποδεχτούν τη διαδικασία εξαΰλωσης ή να παραμείνουν σε απροσδιοριστία για πάντα. 

Ένας όμως από αυτούς, ο πατέρας, δείχνει να μην επιθυμεί να διαλέξει ανάμεσα στις δυο αυτές επιλογές. Περιφέρεται μόνος του, συναντώντας ενδιάμεσα άλλοτε το γιο του και άλλοτε το δικό του πατέρα, με στόχο – χρησιμοποιώντας ένα μαθηματικό θεώρημα – να βρει τρόπο να επιστρέψει στη ζωή.

Ο Ζωναράς επέλεξε χώρους έρημους, μουντούς, με μια εξωγήινη όψη,  χώρους χωρίς δέντρα ή καμία άλλη ζωή που η μαυρόασπρη φωτογραφία της Φραντζέσκα Ζωναρά ενισχύει ακόμη περισσότερο), όπου προχωρούν και κάθε τόσο επανερχονται τα πρόσωπα του, σαν χοροί σε αρχαία τραγωδία, με ήχους και μοτίβα που θυμίζουν το νουάρ. Μπορεί η σχετικά φτηνή παραγωγή να εμποδίζει συχνά την επέκταση μιας πιο εντυπωσιακής ατμόσφαιρας επιστημονικής φαντασίας, οι πειραματισμοί όμως και οι τολμηρότητες του σκηνοθέτη της (που οι συνθέσεις του φέρνουν συχνά στο νου τον Ταρκόφσκι), μετατρέπει το transit αυτό ταξίδι των ανθρώπων σε μια ταινία που όχι απλά βλέπεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον αλλά και τελικά σε παρασύρει στη δική της δαντική χωρίς δυνατότητα επιστροφής κόλαση!

Με το θέμα της ελευθερίας καταπιάνεται στην πρώτη του, εξαιρετική να πω, σκηνοθεσία, «Οι ωκεανοί είναι οι αληθινές ήπειροι», ο Ιταλός Τομάσο Σανταμπρόλιο, που πρωτοείδαμε στο πρόσφατο φεστιβάλ της Βενετίας. Άλλοτε με ένα  ντοκιμαντεριστικό σχεδόν στιλ κι άλλοτε με σκηνές μαγικού ρεαλισμού, ο σκηνοθέτης επιλέγει την Κούβα, όπου ο ίδιος έζησε για μια περίοδο, για να μας δώσει το πορτραίτο της χώρας μέσα από τη ζωή τριών διαφορετικών γενεών από ερασιτέχνες ηθοποιούς που ερμηνεύουν πτυχές από την ίδια τη ζωή τους: την ηλικιωμένη Μιλάγκρος που ο άντρας της σκοτώθηκε στη διάρκεια της Κουβανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ανγκόλα, την ενήλικη κουκλοπαίκτη Ίντιθ και τον σύντροφό της Άλεξ και την τρίτη, νέα γενιά, που εκπροσωπούν ο 9χρονος Φρανκ και ο φίλος του Αλέν. 

Με την κάμερα (και την ταινία σε μαυρόασπρο φιλμ) να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις τρεις γενιές, ο Σανταμπρόλιο φτιάχνει όμορφες, συχνά μελαγχολικές, σκηνές από τη ζωή των προσώπων του, ξεκινώντας με μια σεκάνς βουτηγμένη στο μαγικό ρεαλισμό, είδος ιεροτελεστίας με δυο εραστές να προχωρούν σε βάρκα στο ποτάμι, για να συνεχίσει με τα δυο παιδιά στο σχολείο και ν’ ακολουθήσει με τη σκηνή της ηλικιωμένης Μιλάγκρο να διαβάζει επιστολή του στρατιώτη άντρα της από το 1988.