Μ’ ένα μαύρο Λάντα στο πουθενά

Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Το μυθιστόρημα «Βερολίνο, γεια» (πρωτότυπος γερμανικός τίτλος: «Tschick»-Τσικ, το προσωνύμιο του ενός από τους δύο κεντρικούς ήρωες του έργου) του Βόλφγκανγκ Χέρνντορφ (1965-2013) είναι ένα ευρωπαϊκό road novel, με τοτέμ και ταμπού ένα κλεμμένο μαύρο Λάντα, το οποίο σχίζει οριζοντίως και καθέτως, δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω, την πρώην ανατολικογερμανική επικράτεια.

berlin geiaΤο ταξίδι κρατά μία εβδομάδα του Ιουλίου και ξεκινά αμέσως μετά την έναρξη των μαθητικών καλοκαιρινών διακοπών του 2010.
Προορισμός, σαν πρόφαση, η Βλαχία, ο ρουμανικός Νότος, σύνορο με την πρώην Σοβιετική Ένωση, σύνορο όμως από παλιά που χωρίζει τους ρομανόφωνους από τους γερμανόφωνους. Ο Τσικ αυτοπροσδιορίζεται ως τσιγγανοεβραίος, αλλά παραπέμπει ευκόλως στα θύματα της θηριωδίας του Ολοκαυτώματος. «Ο Τσικ είχε πάρει το κολάι και οδηγούσε σαν τον Χίτλερ τον καιρό της δόξας του», διαβάζουμε.

Δεν θα το χαρακτηρίζαμε Μυθιστόρημα Διαμόρφωσης, περισσότερο ανήκει στο είδος του Μυθιστορήματος Περιπέτειας με πολλά ψυχοδηλωτικά και ψυχεδελικά στοιχεία, χωρίς να παραλλάσσει, να αντιγράφει, να αφορμείται ή να παρωδεί άλλα βιβλία του ίδιου θεματικού προσανατολισμού, όπως τα: «Στο δρόμο» του Τζακ Κέρουακ, «Ο φύλακας στη σίκαλη» του Τζ.Ντ. Σάλιντζερ, «Στάσου πλάι μου» του Στίβεν Κινγκ -ή αν πάμε πίσω στο χρόνο-, «Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν» του Μαρκ Τουέιν.

Σε καμία περίπτωση δεν συναντάμε την κρίσιμη είσοδο του ανήλικου στη χώρα των ενηλίκων, γι΄ αυτό δεν έχουμε μίμηση του κόσμου των τελευταίων -το αρχικό στάδιο προσεταιρισμού του αγνώστου παρόντος-, ούτε προσπάθεια αυτοδιαμόρφωσης μέσα από τα σημεία και τις σημάνσεις του περίκλειστου οικογενειακού περιβάλλοντος -συνήθως του πρώτου και καθοριστικού σταθμού κοινωνικοποίησης για τον υπόλοιπο ανθρώπινο βίο.

Οι δύο δεκατετράχρονοι πρωταγωνιστές μας στο μεταίχμιο προεφηβείας και εφηβείας, σκανταλιάρικα και παιχνιδιάρικα, θέλουν να αποδράσουν χωρίς οπωσδήποτε να συγκρουστούν με τα προτάγματα της ενήλικης ζωής. Γι΄ αυτό επίμονα διαφεύγουν από τόπο σε τόπο, χωρίς χάρτη, ασκόπως περιπλανώνται, στοιχηματίζουν με την επιλογή της διαδρομής, λες και μια λοταρία της τύχης καθορίζει το περί πρακτέου. Οι δρόμοι και οι τόποι δεν έχουν αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, αφού το πρώην ανατολικό (και) κομμουνιστικό μέρος της Γερμανίας είναι μία no man’s land, μία περιοχή η οποία απωθείται από τους πρώην Δυτικογερμανούς, όπως κάποτε πετούσαν στα αζήτητα τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι ομοεθνείς και ομόθρησκοί τους.

Τα δύο οιονεί αλητάκια περισσότερο προσεγγίζουν ένα διάβημα ψυχολογικό σ’ έναν μη τόπο, όπου τα περισσότερα γνωστά ηχούν και αντηχούν άγνωστα. Ήδη μέχρι τότε -στις ηλικίες της προετοιμασίας προς την έξοδο στη ζωή- το μεγάλο ταξίδι γίνεται στα όρια της γειτονιάς, αυτής της ατέρμονης επαναφοράς στο σημείο ελασματικής καμπής και επιστροφής στο πατρικό σπίτι, αυτής της κιβωτού των αναμνήσεων, με κέντρο το παιδικό δωμάτιο.

volfgangΤο μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στη γερμανική γλώσσα, το 2010, τρία χρόνια πριν από την αυτοκτονία του Γερμανού συγγραφέα, γι΄ αυτό τραγικό, καθώς σε δύο σημεία του ο αυτοαπόβλητος εύπορος Μάικ Κλίνγκερμπεργκ σκέφτεται σοβαρά την αυτοκτονία. Ήταν Δευτέρα 23 Αυγούστου του 2013 στις 23.15 τη νύχτα -πριν ακριβώς από τρία χρόνια-, όταν ο 48άχρονος Βόλφγκανγκ Χέρνντορφ αυτοπυροβολήθηκε στην όχθη του καναλιού Χοεντσόλερν.

Γεννημένος στο Αμβούργο, τον κέρδισαν οι Καλές Τέχνες και βιοπορίστηκε ως σκιτσογράφος στο σατιρικό περιοδικό «Titanic». Τρία βιβλία, όλα κι όλα, με το «Βερολίνο, γεια» να κερδίζει όλη την παρτίδα, αφού βγήκε από την εσωστρεφή γερμανόφωνη βιβλιαγορά στην εξωστρέφεια των είκοσι πέντε ξένων γλωσσών.

Το βιβλίο κυκλοφορεί -με επιχορήγηση από το Ινστιτούτο Γκέτε, το οποίο χρηματοδοτείται από το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας- και στα ελληνικά (μετάφραση Απόστολος Στραγαλινός, εκδόσεις Κριτική, σελίδες 280, τιμή: 16 ευρώ). Έχει ήδη μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη των κλεμμένων ονείρων από τον τουρκικής καταγωγής Γερμανό σκηνοθέτη Φατίχ Ακίν και θα προβληθεί, απ’ ό,τι διαβάζουμε, τον ερχόμενο μήνα στο ελληνικό κοινό.

Ο «πυροβολημένος» Μάικ Κλίνγκενμπεργκ -όπως τον αποκαλούν οι κρετίνοι από κούνια συμμαθητές του-, γιατί δεν συντονίζεται ψυχοσωματικά με τους χλεχλέδες των «καλόπαιδων» της σχολικής τάξης και ξερνάει ρουκέτες -όπως λέει-, όταν μαθαίνει ότι ο πατέρας ενός συμμαθητή του είναι μέλος και υπουργός του Κόμματος των Ελευθέρων Δημοκρατών, δεν είναι αποκλειστικά και μόνο μια εξαίρεση.

Δηλαδή, δεν βιώνει το περιβάλλον του σχολείου ως ο εξαιρετικός, ως ο διαφορετικός, ως ο ιδιόρρυθμος. Είναι ένας καθωπρέπει γόνος «καλής» οικογενείας και δεν έχει συνείδηση της διαφορετικότητάς του. Πρέπει να συνυπάρξει επί μία εβδομάδα με τον απόκληρο κοινωνικά, τον Ρώσο Αντρέι Τσιχάτσοφ, ώστε να ταρακουνηθεί κάπως η αυτοσυνειδησία του: «Αν θέλεις τη γνώμη μου, τα κορίτσια δεν σε γουστάρουν γιατί σε φοβούνται. Γιατί τα αγνοείς και δεν είσαι χλεχλές σαν τον Λάνγκιν (σ.σ. ο υιός του κυρίου υπουργού), τον κόπανο. Πάντως όχι γιατί είσαι βαρετός, βλαμμένε», του λέει ο απόβλητος της γερμανικής κοινωνίας. Κι αυτός σχολιάζει: «Νομίζω πως τον κοίταξα με ανοιχτό στόμα».

Ο Βόλφγκανγκ Χέρνντορφ απαξιώνει οτιδήποτε γερμανικό έχει περάσει ως Ιστορία και έχει μεταμορφωθεί από το γερμανικό κράτος σε αταβιστικό θρύλο. Όλο το μυθιστόρημα πηγαίνει κόντρα στην επίσημη γερμανική ιστορία και σ’ όλες τις επινοήσεις περί περιούσιου έθνους, οι οποίες έχουν καρφιτσωθεί ως διαπαιδαγώγηση στο μέρος της καρδιάς του γερμανικού λαού.

 

berlin kalam

Ο Μάικ μετεωρίζεται ανάμεσα στην επισημότητα του γερμανικού συνειδησιακού ενδύματος και στη γύρω του ζωντανή πραγματικότητα, μέσα από τη σημειολογία της καθημερινής ζωής. Στην επιφάνεια το σύστημα κρύβει τις πληγές του παρελθόντος, είτε έχει τη σφραγίδα της ναζιστικής παρεκτροπής είτε τη φαντασίωση του κομμουνιστικού «Καλού».

Η περιπλάνηση στα περίχωρα του πρώην Ανατολικού Βερολίνου, μιας πρώην διχοτομημένης χώρας, κατ’ ουσίαν χειρουργημένης, καθώς μοιραζόταν ο μεταπολεμικός κόσμος σε «κοινοβουλευτικές δημοκρατίες» του «δυτικού μπλοκ» και «λαΐκές δημοκρατίες» του «ανατολικού παραπετάσματος», είναι η αντίστροφη πορεία από το κατ’ επίφασιν κοινωνικά ειρηνικό παρόν στο επιμελώς κρυμμένο ενοχικό παρελθόν -ήταν η 13η Αυγούστου, πριν από πενήντα πέντε χρόνια, όταν η τότε Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας χώριζε με συρματοπλέγματα το Βερολίνο -τα προεόρτια του Τείχους-, σε δυτικό και ανατολικό τομέα.

Το «Βερολίνο, γεια» επιτελεί το ρόλο του άτυπου γραφέα-αφυπνιστή που ξύνει την επιφάνεια του γερμανικού παλίμψηστου μνήμης, για να ανακαλύψει κάτω από κάθε εγγραφή μία παλαιότερη, μέχρι να φθάσει στην πρώτη πρωσική εγχάραξη του Μπίσμαρκ κι ό,τι σημαίνει αυτή για τον αυτοκαθορισμό της γερμανικής εθνότητας.

Το αυτοκίνητο επιλέγεται να είναι σαράβαλο και Λάντα, λες κι αυτή είναι η μόνη κληρονομιά που άφησε στο νέο Βερολίνο η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Όλοι οι δρόμοι, πέριξ της γερμανικής πρωτεύουσας, οδηγούν σε άβατες, αχρονικές και ερειπωμένες περιοχές, λες και έχουν υποστεί μία πυρηνική καταστροφή και έχουν εγκαταλειφθεί από έντρομους κατοίκους, που έχουν παρατήσει υπό την απειλή ενός μοντέρνου Βεζούβιου τα σπίτια και τα μαγαζιά τους. Σ’ αυτό το σημείο ένα υποστηρικτικό παράδειγμα μέσα από το βιβλίο:

«[…] Η γη απλά τελείωνε, σαν να είχε κοπεί από μαχαίρι. Κατεβήκαμε και σταθήκαμε στο χείλος του γκρεμού που έχασκε μπροστά στα πόδια μας, ένα κενό τριάντα σαράντα μέτρων. Η επιφάνεια κάτω θύμιζε σεληνιακό τοπίο. Γη υπόλευκου χρώματος κι ένας κρατήρας τέτοιου μεγέθους, που στο εσωτερικό του χτίζονταν άνετα κάμποσες μονοκατοικίες. Μακριά, στ’ αριστερά μας ξεκινούσε κάτι σαν γέφυρα που περνούσε πάνω από την άβυσσο. Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μιά κατασκευή από ξύλο και σίδηρο, μιά τεράστια ευθεία σκαλωσιά από τη μία άκρη στην άλλη. Το μήκος ήταν δύο χιλιόμετρα, μπορεί και παραπάνω. Δύσκολα να υπολογίσουμε την απόσταση και το τι ήταν απέναντί μας. Μάλλον θάμνοι και δέντρα. Πίσω μας μια μεγάλη βαλτώδης έκταση, μπροστά μας το απόλυτο χάος, και αν κανείς προσπαθούσε να ακούσει ήχους, δεν θα άκουγε τίποτα απολύτως. Ούτε τζιτζίκια τραγουδούσαν ούτε η χλόη ψιθύριζε ούτε αέρας φυσούσε ούτε έντομα πετούσαν. Τίποτα».

MV5BNGJmYzc3MGMtOWE2ZS00MmYwLTg4NjgtYzkwM2Y3NTE2ZjY1XkEyXkFqcGdeQXVyMzYwMTkzNTQ. V1 SY1000 CR007061000 AL Κατευθύνονται, άναρχα, άστατα, απρογραμμάτιστα, σε δρόμους και λεωφόρους μιας ακατονόμαστης χώρας, ανοίκειας και ανέστιας, που ανήκει στο ποτέ και στο πουθενά, με πινακίδες μη αναγνώσιμες, ούτε στα ρωσικά ούτε στα γερμανικά. Συνεχώς οι δύο πιτσιρικάδες της διαφυγής χωρίς σκοπό και χωρίς προορισμό, χάνονται, μπερδεύονται, τυφλώνονται, επιθυμώντας να επιστρέψουν το ταχύτερο έστω στα γνώριμα τοπία της μίζερης χαμοζωής τους. Τη μία εβδομάδα που κρατάει αυτό το αναίτιο ταξίδι σε απορφανισμένα από ζωή τοπία, κι όταν πάνω σ’ αυτά κινείται κάτι που θυμίζει ζωή, είναι γηρασμένοι εκδρομείς σε φαιά οροπέδια του περιορισμένου και κλειστού επανεπιστρέφοντος ορίζοντος.

Η Γερμανία του Βόλφγκανγκ Χέρνντορφ είναι μία κοινωνία η οποία αποτελείται από μοναχικούς που το μυαλό τους έχει χτυπήσει κόκκινο, όπως η γεροντική μορφή ενός πρώην ναζιστή, ο οποίος πυροβολεί τους δύο πρωταγωνιστές μας, καθώς φθάνουν σ’ ένα σεληνιακό τοπίο που θυμίζει εγκαταλειμμένη εργοστασιακή μονάδα, εγκαταλειμμένο μεταλλείο ή ορυχείο, εγκαταλειμμένο εργατικό χωριό. Εθνικοσοσιαλιστής, πίστεψε ότι είχε ασπαστεί τον κομμουνισμό, «από πάντα, όχι σαν όλους τους άλλους που έγιναν μετά το 1945».

Αυτός, λοιπόν, ο «κομμουνιστής» πολέμησε τους σοβιετικούς κομμουνιστές, και μέσα από την περιγραφή τού πώς τους σκότωνε ακούγεται το σχόλιο του συγγραφέα για τη διαβόητη αντίσταση του «αρχιστράτηγου Στάλιν» και των εκλεκτών του: «Κάθε μέρα, φρέσκο ρώσικο κρέας επέδραμε κατά των δυνάμεών μας. Ωκεανοί κρέατος. Οι Ρώσοι διέθεταν πολύ. […] Και πίσω από κάθε γραμμή υπήρχε ένας των μυστικών υπηρεσιών που καθάριζε επιτόπου όποιον δεν τολμούσε να εκτεθεί στον καταιγισμό των πυρών μας. Όλοι πιστεύαμε ότι οι ναζί ήταν βάναυσοι. Συγκριτικά με τους Ρώσους υπήρξαν ελάχιστα σκληροί. Και έτσι ακριβώς μας συνέτριψαν. Με κρέας. Με όπλα δεν θα τα κατάφερναν ποτέ […]».

Μια άλλη μορφή, η οποία κλέβει την παράσταση, ονομάζεται Ίζα, ένα κορίτσι συνομήλικο των πρωταγωνιστών, που τη συναντούν σε κάποιο σημείο της λοξοδρομούσας πορείας τους, σ’ έναν σκουπιδότοπο. Αμίλητη μέσα στη βρομιά, σαν ξωτικό που κλέφτηκε από τον άνεμο, χωρίς οικογένεια, ένα έκθετο, άλλο ένα παραπεταμένο κοινωνικό σκουπίδι, ενταφιασμένο στα σκουπίδια της σύγχρονης γερμανικής Ιστορίας. Ίσως να θυμίζει την μπεκετική Γουίνι των «Ευτυχισμένων ημερών», όμως αυτή η μικρούλα, ποντισμένη στη μυρωδιά που σπρώχνει η «καθαρή» πολιτεία μακριά από τον αστικό ιστό της, χωρίς να υπολογίζει ότι κρύβει το ακάθαρτο πρόσωπό της κάτω… από καθαρές λύσεις, δεν περιμένει τίποτα. Γυρίζει άσκοπα, από λόφο σε λόφο σκουπιδιών, χωρίς να γίνεται σαφές τι γυρεύει εκεί.

Έτσι κυλάει όλο το μυθιστόρημα του αυτοκτόνου Βόλφγκανγκ Χέρνντορφ μέσω του προσωπείου τού Μάικ Κλίνγκενμπεργκ. Πρωτίστως ανατρεπτικό χωρίς να κουνιέται φύλλο καταγγελτικής ανατροπής, μελαγχολικό χωρίς να κηρύσσει το μελοδραματισμό, μαύρη σημειολογία της γερμανικής καθημερινότητας χωρίς να σου βγάζει τα έντερα από υποσημειώσεις στα συμβάντα και στα γεγονότα. Ο γερμανικός λαός του «Βερολίνο, γεια»» είναι μια καλοκουρδισμένη μηχανή, η οποία αλέθει σώματα και ψυχές κι όσες δεν προλαβαίνει, τις απομακρύνει με τη λειτουργία θεσμών που προφασίζονται στα λόγια ισονομία. Η δίκη των δύο ανήλικων είναι μία δίκη-παρωδία γιά να μη θιγεί η προγραμματισμένη κανονικότητα: σε ίδρυμα ο «κακός» Σλάβος και σε κοινωνική εργασία ο «καλός» Γερμανός.

Η τελευταία σκηνή με την αλκοολική μητέρα του Μάικ να πετάει στην πισίνα όλα τα σύμβολα του καταναλωτισμού, όπως αυτά εκφράζονται με τη χρήση υπερσύγχρονης οικοσκευής, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο διασυρμός της πολιτισμένης Δύσης που είδε τους ανθρώπους να ολοκληρώνονται ως εργαλεία και ως εξαρτήματα. Τους στέρησαν όμως το συνθηματικό παράδοξο «Ζήσε την κάθε ημέρα σου σαν να είναι η τελευταία». Τους χάρισαν συσκευές. Σε συσκευασία φόβου και τρόμου.