Του Παύλου Μεθενίτη

Εκατόν επτά χρόνια μετά από την πρώτη παρουσίαση της «Στέλλας Βιολάντη», του θεατρικού έργου του Γρηγορίου Ξενόπουλου, από τη Νέα Σκηνή, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, στο θέατρο Ομόνοια, ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης ανέβασε τη δική του Στέλλα στο Εθνικό Θέατρο ταρακουνώντας τους θεατρόφιλους. Για τα καλά και χωρίς έλεος.

Ο σκηνοθέτης του «Σπιρτόκουτου», της ταινίας που εξερράγη, κυριολεκτικά, πριν από 14 χρόνια, διχάζοντας τους σινεφίλ, καθώς οι μισοί το εξέλαβαν ως ένα άνευ νοήματος θρασύτατο κινηματογραφικό υβρεολόγιο, ενώ οι άλλοι μισοί το αποδέχτηκαν ως το οπτικό ισοδύναμο ενός νυστεριού που ανατέμνει βαθιά την ελληνική μικροαστική ψυχή, εφάρμοσε την ίδια ακριβώς προσέγγιση και στη «Στέλλα Βιολάντη», σκηνοθετώντας μια παράσταση που πιστεύω πως θα μείνει στη θεατρική ιστορία της Ελλάδας. Να πούμε εδώ πως ο τίτλος της παράστασης είναι «Στέλλα κοιμήσου», και πως το παφλάζον κείμενο βγήκε από τα χέρια του Βαγγέλη Μουρίκη και του Γιάννη Οικονομίδη.

 

Κάποιοι θεατές την απέρριψαν από το πρώτο πεντάλεπτο, όταν ο αδελφός (Γιάννης Νιάρρος) και η αδελφή (Έλλη Τρίγγου) της Στέλλας άρχισαν να μπινελικώνονται αγρίως.

 

Μετά το πρώτο μπαράζ από «μαλάκα» και «άντε γαμήσου», αυτή η μερίδα του κοινού σήκωσε το φρύδι, οχυρώθηκε πίσω από την κομιλφό καταδίκη της βωμολοχίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, και αρνήθηκε να ανοιχτεί στην παράσταση. Οι υπόλοιποι όμως κατάλαβαν ότι οι βρισιές που εκτόξευαν οι ηθοποιοί σε ρυθμούς πολυβόλου κατά εαυτών και αλλήλων δεν ήταν παρά τα τροχιοδεικτικά πυρά, που δείχνουν την κατεύθυνση των ψυχικών ριπών μεταξύ των εμπολέμων. Αυτή η γλωσσική έκλυση, το ξαναλέω, δεν είναι παρά οι σταγόνες του αίματος που πετάγονται, καθώς τα πρόσωπα επί σκηνής ξεσκίζουν το ένα το άλλο.

 

Προσωπικά ανήκω στη δεύτερη κατηγορία, που εξετίμησε τα κότσια ενός σκηνοθέτη, ο οποίος αποφάσισε να δείξει και στο σανίδι, εκτός από το πανί, χωρίς περιττές, όσο και πρόστυχες φιοριτούρες, φερετζέδες και ψιμμύθια, πόσο κτηνώδεις, πόσο χυδαίοι, πόσο φοβισμένοι, αιμοχαρείς, δειλοί, κλανιάρηδες και σκατόψυχοι είναι όχι μόνο οι λούμπεν μικροαστοί και μεγαλοαστοί, αλλά όλοι μας, κυρίες και κύριοι, όλοι μας.

 

Πόσο αγελαίοι είμαστε, δαγκώνοντας το ασθενέστερο ζώο, και γυρίζοντας τα νώτα μας στο ισχυρότερο. Και αν αυτό ενοχλεί κάποιους, εάν αυτή η έξοχη σπουδή στο γκροτέσκο είναι για ορισμένους χαλίκι στο παπούτσι τους, τι να κάνουμε, ας πάνε να δουν καμιά αφηρημένη μεταμοντέρνα πομφόλυγα, κάποιο ηχηρό και πολύχρωμο εκφύσημα αερίων, που μιλά για τα πάντα, χωρίς να λέει τίποτα.

 

Ο θεατρικός μύθος απλός στην ουσία του, έως απλοϊκός: μια κοπέλα, όταν ερωτεύεται κάποιον, αρνείται να αρραβωνιαστεί και να παντρευτεί τον εκλεκτό της οικογένειάς της, ενώ οι οικείοι της προσπαθούν να τη μεταπείσουν. Τετριμμένο; Όσο δεν παίρνει. Ας ντύσουμε όμως τώρα με λίγη σάρκα τα κόκαλα του μύθου.
Η οικογένεια της Στέλλας (Ιωάννα Κολλιοπούλου) δεν είναι τυχαία. Ο πάτερ φαμίλιας (Στάθης Σταμουλακάτος) είναι ένα αυτοδημιούργητο λαμόγιο, ένας «γιος βοσκού» που με το σπαθί του, ή μάλλον με το πιστόλι του, κατόρθωσε να γίνει ένας υπολογίσιμος Νονός, που αποφασίζει να μπει στην πολιτική, για να αναβαπτίσει, να αποκαθάρει την περιουσία και το όνομά του, εντασσόμενος στους κόλπους της καλής κοινωνίας.

 

ikonomidis

 

Ζει στα βόρεια προάστια, με τη φαμίλια του, σε μια έπαυλη με πισίνα, μέσα στη χλιδή, που εξασφαλίζουν οι βρομοδουλίτσες του. Το συμπεθεριό με ένα μεγάλο πολιτικό τζάκι θα είναι το Καθαρτήριο, μέσα από το οποίο ο πρώην μπράβος που τακτοποιούσε τις υποθέσεις του με τις μπουνιές, τα αρχίδια και το σιδερικό του, θα μεταμορφωθεί σε σοβαρό κύριο.

 

Και όλα πάνε καλά, υπάρχουν άπειρα λεφτά για να κάνει ο καθένας από το σόι του την τρελή του, ταξίδια, σπουδές, πολυτέλειες, μόνο που ξαφνικά εισάγεται στην εξίσωση ο αναπάντεχος, ο χαοτικός παράγοντας: η μεγάλη κόρη, που σε μια βδομάδα έχουν προγραμματιστεί οι αρραβώνες της, ερωτεύεται! Έναν άσχετο, έναν τυχάρπαστο!

 

Για πρώτη φορά στη ζωή της η Στέλλα διαπιστώνει, με την ανελέητη διαύγεια που μόνο ο έρωτας χαρίζει, πως μέχρι τώρα ζούσε μέσα σ’ ένα επίχρυσο κλουβί, σε μια μουσαντέ πραγματικότητα. Είναι όμως αποφασισμένη να «τα κάνει όλα πουτάνα» όπως, περιγραφικότατα, της λένε τα αδέλφια της και η θεία της, είναι διατεθειμένη να χαλάσει τον αρραβώνα και το συνακόλουθο γάμο, τινάζοντας έτσι το όνομα και τη φήμη της οικογένειάς της, και τα σχέδια του πατέρα της στον αέρα για έναν άντρα, για έναν έρωτα;

 

Η φαμίλια χωρίζεται στα δυο: η μητέρα της, αν και πλήρως υποταγμένη στο Μεγάλο Αφεντικό, υποστηρίζει την αντάρτισσα κόρη της. Ο αδελφός της είναι χαμένος στον κόσμο του, η μικρή της αδελφή, το καλό παιδί του σπιτιού, προσπαθεί να τη μεταπείσει, ενώ η θεία της, η αδελφή του πατέρα της, προσπαθεί να τη λογικεύσει. «Παντρέψου, και μετά κάνε ό,τι θέλεις!» της λέει κυνικότατα, απηχώντας την αλά καρτ ηθική των προσώπων του έργου.

 

Τη λύση βέβαια τη δίνει ο μπαμπάς και ο λόγος του είναι νόμος – άλλωστε είναι ο αρχηγός της αγέλης, το alpha male του κοπαδιού. Κάποιοι θεατές μπορεί να ξενιστούν από αυτή τη λύση, αλλά είναι λογική, εάν κανείς σκεφτεί πως οι χαρακτήρες του έργου είναι λούμπεν μεγαλοαστοί – δεν έχουν προλάβει ακόμα να στιλβωθούν από το λούστρο των παλιών χρημάτων: μιλούν, βρίζουν, δρουν και ξεσκίζονται όπως θα έκαναν εάν έμεναν στο Ζεφύρι, και όχι στην Πολιτεία ή στην Κηφισιά.

 

Ο σκηνοθέτης έχει εξωθήσει του ηθοποιούς του στα άκρα – για να καταδειχθεί η βία, χρησιμοποιείται βία, καμιά φορά άφθονη και έντονη: πέφτουν σφαλιάρες και σπρωξιές, αντικείμενα εκτοξεύονται, γίνονται μαλλιοτραβήγματα – μιλάμε για αληθινή, ή τουλάχιστον απίστευτα αληθοφανή, φυσική κακοποίηση. Η ροή της παράστασης θα έλεγε κανείς ότι προσομοιάζει με τις επιδόσεις δίχρονου κινητήρα μοτοσικλέτας. Από το ρελαντί, σε χρόνο dt, μονομιάς, η ένταση φτάνει στο κόκκινο του στροφόμετρου.

 

Τη μια στιγμή είναι όλοι σιωπηλοί και αραχτοί, και την επόμενη όλοι αρχίζουν να ουρλιάζουν και να σουρομαδιούνται, με αναπάντεχα αποτελέσματα στο κοινό: καμιά φορά το γκροτέσκο είναι αστείο – ή, μάλλον, γελοίο. Πολλά τα γέλια στην παράσταση, που ίσως εκφράζουν την ανάγκη, την απελπισμένη ανάγκη να λυτρωθεί ο θεατής, που έχει φορτώσει άσχημα με όλη αυτή την πηχτή, σπαρταριστή υστερία…

 

Να πούμε πως οι ηθοποιοί πραγματικά δίνουν στην παράσταση ό,τι έχουν και δεν έχουν, με αποκορύφωμα ίσως τον Σταμουλακάτο, που ξεπερνά τα όριά του, που γίνεται μούσκεμα στον ιδρώτα και αγκομαχάει – μου είναι πολύ δύσκολο να φανταστώ πώς είναι δυνατόν να ερμηνεύεις έναν τέτοιο ρόλο πιο συχνά από μία φορά την εβδομάδα, και πολύ λέω…

 

Στο φουαγέ παρατηρώ την προτομή του Γρηγορίου Ξενόπουλου, τον ορειχάλκινο μπούστο του ακούραστου αυτού γραφιά. Έχει ένα μυστήριο ανθυπομειδίαμα, ένα πολύ παράξενο χαμογελάκι. Σίγουρα δεν θα φανταζόταν έτσι το ανέβασμα της Στέλλας του – αλλά πιστεύω πως, εφόσον ήταν άνθρωπος ευφυής, με χιούμορ, μάλλον δεν θα απογοητεύτηκε, μιας και το πνεύμα του έργου του έγινε απολύτως σεβαστό.