Της Νίκης Παπαντωνίου

Η Ζωή είναι ωραία. Είναι ψηλή, όμορφη και μελαχρινή. Νισάφι πια με τις ξανθιές με τη μαύρη ρίζα και το κόκκινο κραγιόν. Μπουχτίσαμε! Η Ζωή κάποιες φορές είναι καλή και κάποιες είναι «σκύλα».

Όταν είναι κακιά, κάποιους τους γοητεύει και γουστάρουν να τη βάλουν κάτω να της αλλάξουν τον αδόξαστο. Άλλοι πάλι, απογοητεύονται, κλαίνε, τη βρίζουν, τη μουντζώνουν ή απλά μιζεριάζουν. Κοίτα τώρα! Όλα αυτά για μια γκόμενα… Όταν είναι καλή όμως όλοι την αγαπούν, όλοι την εκθειάζουν κι όλοι της λένε πόσο όμορφη είναι.

 

Η Ζωή, όταν ήταν μικρή, είχε πολλή φαντασία. Έπιανε τις κούκλες της -«ανθρώπους» τις ονόμαζε- κι έπαιζε μαζί τους μέχρι να διαλυθούν. Όταν διαλυόταν μια κούκλα, έπιανε άλλη, δεν την ένοιαζε! Οι γονείς της Ζωής είχαν χρήματα και της αγόραζαν συνέχεια κούκλες. Η Ζωή δεν σκεφτόταν ποια κούκλα να χαλάσει ή ποια απ’ όλες θα είναι η μαγείρισσα, η πριγκίπισσα, ποια η καλλιτέχνιδα.

 

Στην τύχη τις έπιανε και τις έπαιζε. Κάποιες κούκλες, λοιπόν, τύχαινε να είναι ξεχασμένες πολύ καιρό, να σκονίζονται, να πιάνουν αράχνες και τα ρούχα τους να γεμίζουν χνούδια. Πολλές φορές η Ζωή ανακάλυπτε εκείνες τις κούκλες, τις ξεχασμένες, και τους φερόταν καλυτέρα απ’ όλες όσες χρησιμοποιούσε μέχρι τότε καθημερινά. Τις έπλενε, τους έβαζε καινούργια φορέματα, τις χτένιζε και τις έβαζε στο καλύτερο ράφι, με θέα τη θάλασσα. Η Ζωή έμενε σ’ ένα πολύ ωραίο τεράστιο, μα «κενό» σπίτι. Είχε θέα τον ωκεανό. «Απέραντος» ήταν το όνομά του. Μα η Ζωή ένιωθε μοναξιά. Ευτυχώς που είχε και τις κούκλες της!

 

koukles2

 

Η Ζωή είχε τόσο μεγάλη κι έντονη φαντασία που χωρίς να το θέλει έδωσε ζωή στις κούκλες της. Δεν το είχε κάνει επίτηδες, αλλά πολύ το διασκέδαζε. Επιτέλους είχε παρέα. Τις έβλεπε να χαμογελούν, να φωνάζουν, να τρέχουν μέσα στο σπίτι της, να κοιμούνται, να ξυπνούν, να παίζουν. Περνούσε ωραία η Ζωή με τις κούκλες της, μέχρι που μια μέρα άκουσε φωνές μέσα στη νύχτα. Ξύπνησε και τι να δει; Κάποιες κούκλες πετούσαν πράγματα η μια στην άλλη, άλλες έκλαιγαν (πρώτη φορά έβλεπε δάκρυα να τρέχουν από κούκλα) κι άλλες τσίριζαν.

 

Έκλεισε η Ζωή τ’ αυτιά της με τα χέρια της κι άρχιζε να φωνάζει. Όλες οι κούκλες τρόμαξαν. Η Ζωή φώναζε κι έλεγε πως θέλει να σταματήσει πια αυτό το παιχνίδι με τη φαντασία της και να μην της ξαναμιλήσουν. Να παραμείνουν κούκλες και τίποτα άλλο. Οι κούκλες όμως την κοιτούσαν βουρκωμένες, σκεπτόμενες πως κάτι τέτοιο δεν γίνεται πια και ΠΩΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΑΝΕ ΜΟΝΟ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ.

 

Η Ζωή μεγάλωσε και σταμάτησε να παίζει με τις κούκλες. Κατάλαβε πως αυτές είχαν αυτονομηθεί και πως μπορούσαν πλέον να κάνουν ό,τι, μα ό,τι θέλουν. Οι κούκλες, ωστόσο, θύμωσαν με τη Ζωή που, ενώ κάποτε τις φρόντιζε τόσο και περνούσε χρόνο μαζί τους, τώρα πια τις είχε κυριολεκτικά παρατήσει. Κάθε φορά που θύμωναν, φώναζαν βρίζοντας «ΓΑΜΩ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ». Η Ζωή έγινε ντίβα, αλλά σίγουρα όχι κακιά με την πραγματική έννοια. Απλώς της άρεσε πια να πειράζει επιλεκτικά τις κούκλες της κι όχι τόσο συχνά όσο κάποτε.

 

Εξάλλου, ξέρει ότι είναι ευρήματα της φαντασίας της, ενώ οι κούκλες αυτό το ξεχνούν. Η μια κούκλα ασχολείται με την άλλη, η μια «φαγώνεται» με την άλλη, η μια βρίζει την άλλη, η μια θαυμάζει την άλλη. Η ΖΩΗ ΤΙΣ ΒΛΕΠΕΙ ΚΑΙ ΓΕΛΑ. Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΝΑΝ. Είναι βέβαια μερικές κούκλες που της τραβούν ακόμα την προσοχή ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟ, αλλά αυτό δεν σημαίνει και τίποτα. Ένα παιχνίδι έπαιζε κι αυτή σαν μικρό παιδί κι αυτό πήγε κι έγινε πραγματικότητα. Εντάξει, συμβαίνουν κι αυτά! Η ΖΩΗ ΖΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ. Και οι κούκλες τη δική τους. Πραγματική η μία, φαντασία οι άλλες! Τα πράγματα έχουν μπερδευτεί κι όλα δείχνουν αδιέξοδο.

 

delvaux

 

Ήρθε όμως μια άλλη κυρία, πολύ καλή κι ευγενική, γελαστή και γλυκιά… κι έδωσε τη λύση! Μιλάει όμως πολύ σιγά και δεν την ακούνε οι κούκλες. Όχι όλες τουλάχιστον. Ε, μα έτσι που τσιρίζουν πού να την ακούσουν; Μιλάει αυτή η κυρία, τους λέει την ΑΛΗΘΕΙΑ. Κάποιες ακούνε, άλλες πάλι όχι. Μερικές σχολιάζουν και μεταφέρουν και στις υπόλοιπες αυτά που άκουσαν. Άλλες κοροϊδεύουν. Μα και πάλι τσιρίζουν…!

 

Η κυρία αυτή η καλή, που λέει την αλήθεια, ονομάζεται ΨΥΧΗ. Τους λέει πως η φαντασία της Ζωής τις ζωντάνεψε. ΜΑ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥΣ ΔΙΝΕΙ ΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΖΟΥΝ. Η κυρία Ψυχή τις τρέφει, τις κάνει να σκέφτονται, να πράττουν. Οι κούκλες, ευτυχώς όχι όλες μα δυστυχώς οι περισσότερες, δεν της δίνουν σημασία. Κινούνται χωρίς ουσία κι όταν τσατίζονται φωνάζουν «ΓΑΜΩ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ» . Η Ψυχή όμως δεν το βάζει κάτω. Πάντα θα φωνάζει και θα λέει στις κούκλες την αλήθεια… κι όποια την ακούσει. Μπορεί να κάνει κι αλλιώς;