Ο σκεπτικισμός και οι ενστάσεις των Βρετανών επιστημόνων και η σύγκρουση τους με τη στρατιωτική ηγεσία

Του Γιάννη Χρονόπουλου*

 

Το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου τον Σεπτέμβριο του 1939 συντάραξε συθέμελα την ανθρωπότητα. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, η ανθρώπινη ιστορία έγινε μάρτυρας του πιο αιματηρού πολέμου ως τις μέρες μας.
Παρά τις ελπίδες πολλών για να αποφευχθεί αυτή η σύγκρουση, ο κόσμος υπέκυψε στο θανατηφόρο εναγκαλισμό του πολέμου, που έμελλε να στοιχίσει τουλάχιστον 60 εκατομμύρια ζωές και τεράστιες καταστροφές στην οικονομική και κοινωνική υποδομή του παγκόσμιου πολιτισμού.
Για την τελική νίκη επιστρατεύτηκαν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις μέσα στην κοινωνία και από τους Συμμάχους και από την πλευρά του Άξονα. Οι επιστήμονες δεν θα μπορούσαν να λείψουν από αυτή τη τιτάνια προσπάθεια. Μία από τις Επιστήμες που συνεισέφεραν τα μέγιστα στον συμμαχικό σκοπό και ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία ήταν η Επιχειρησιακή Έρευνα (Operational Research).

 

Ορισμός της Επιχειρησιακής Έρευνας

H Επιχειρησιακή Έρευνα αποτελεί κλάδο του μάνατζμεντ και καλύπτει διάφορους επιστημονικούς τομείς, κυρίως εφαρμοσμένα μαθηματικά, στατιστική, φυσική αλλά και κοινωνικές επιστήμες.
Χρησιμοποιεί μαθηματικά και στατιστικά μοντέλα με στόχο να εντοπίσει τις βέλτιστες πιθανές λύσεις σε πολύπλοκα προβλήματα, π.χ. την ιδανική ροή πρώτων υλών σε ένα εργοστάσιο, την κατασκευή χαμηλού κόστους τηλεπικοινωνιακών δικτύων με τέτοιο τρόπο που να εγγυάται συγχρόνως την υψηλή ποιότητα υπηρεσιών ή τη χάραξη των διαδρομών σχολικών λεωφορείων έτσι ώστε ο ελάχιστος ιδανικός αριθμός λεωφορείων να είναι στους δρόμους.
Συμπερασματικά, ο στόχος της είναι να βελτιστοποιήσει το μέγιστο (κέρδος, απόδοση παραγωγής, επίδοση τεχνολογιών και εργατικού δυναμικού, κ.λ.π.) ή να ελαχιστοποιήσει τη ζημιά ή το ρίσκο σε μία διαδικασία.

 

Από τις πιο γνωστές μεθόδους της Επιχειρησιακής Έρευνας είναι η θεωρία των πιθανοτήτων, η θεωρία των παιγνίων, η εξομοίωση (simulation), η θεωρία γραφημάτων, η θεωρία των αποφάσεων και η θεωρία της αναμονής.

(Η Επιχειρησιακή Έρευνα στο A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Εισαγωγή)

Η Επιχειρησιακή Έρευνα έπαιξε πρωταγωνιστικό, αν και σε πολλούς άγνωστο, ρόλο στο σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την εφαρμογή του σχεδιασμού βρετανικής στρατηγικής κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Περιπτώσεις εφαρμογής της Επιχειρησιακής Έρευνας στο στρατιωτικό πεδίο υπήρξαν ήδη στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, οι περιπτώσεις αυτές δεν ήταν μέρος της επίσημης πολιτικής της βρετανικής στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης, αλλά απομονωμένα εγχειρήματα, που εφαρμόστηκαν λόγω του επιστημονικού και ερευνητικού ενδιαφέροντος κάποιων στρατιωτικών.

 

Πρόσφατες τεχνολογικές ανακαλύψεις, όπως το αεροπλάνο και το υποβρύχιο, επαναστατικοποίησαν τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου και αύξησαν δραματικά τις δυνατότητες ενός στρατού. Η χρήση του αεροπλάνου μείωσε θεαματικά τον χρόνο που χρειαζόταν για να φτάσει ο επιτιθέμενος στον στόχο, αύξησε τις πιθανότητες αιφνιδιασμού και το μέγεθος καταστροφής που θα μπορούσε να προκληθεί. Παρόμοιες επιπτώσεις είχε και η εισαγωγή του υποβρυχίου ως όπλο, ιδίως όσον αφορά την απόκρυψη από τον εχθρό, τον αιφνιδιασμό του και τη γρήγορη διαφυγή του επιτιθέμενου, στοιχεία τα οποία άλλαξαν για πάντα τον πόλεμο στη θάλασσα.

Το 1917, ο λόρδος Τίβερτον, δημοσίευσε μία έκθεση που έμελλε να ασκήσει μεγάλη επιρροή στο τρόπο που θα διεξάγονταν εφ’ εξής οι πολεμικές επιχειρήσεις από αέρα. Σε αυτή την έκθεση παρουσίασε τα αποτελέσματα των μελετών που διεξήγαγε για να διαπιστώσει την αποτελεσματικότητα της τακτικής του μαζικού αεροπορικού στρατηγικού βομβαρδισμού εναντίον στόχων στη Γερμανία. Το συμπέρασμα του ήταν ότι ακόμα και αεροπορικές βομβαρδιστικές επιχειρήσεις υπό το φως της ημέρας θα είχαν ανακριβή αποτελέσματα λόγω έλλειψης επαρκών μέσων πλοήγησης. Επιπλέον, τυχόν κακές καιρικές συνθήκες θα πρόσθεταν ένα ακόμα εμπόδιο. Επομένως, ήταν επιτακτική η ανάγκη για την ανάπτυξη υπηρεσιών ναυσιπλοΐας και μετεωρολογίας υψηλού επιπέδου.

Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, δημοσίευσε μία δεύτερη έκθεση, όπου υποστήριξε ότι ο βομβαρδισμός εργοστασίων παραγωγής πολεμικού υλικού, ιδιαίτερα των χημικών εργοστασίων, είναι η πλέον ενδεδειγμένη τακτική. Επιπρόσθετα, υπολόγισε τον ιδανικό αριθμό βομβών που χρειάζονται να ριφθούν εναντίον ενός στόχου κάθε φορά, λαμβάνοντας υπόψη του δύο παράγοντες: την συνολική έκταση ενός εργοστασίου και την αναλογία έκτασης που καταλαμβάνουν οι μονάδες παραγωγής αυτού του εργοστασίου.

 

Hamburg after the 1943 bombing 1

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ – ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν εδραιωμένη η πεποίθηση στη Βρετανία ότι ο στρατηγικός αεροπορικός βομβαρδισμός βιομηχανικών και αστικών περιοχών θα ήταν νικηφόρος. Οι υποστηρικτές του πρόβλεπαν ότι θα πρόσφερε δύο πλεονεκτήματα: γρήγορη κατάρρευση του εχθρού χωρίς την αντίστοιχη θυσία χιλιάδων στρατιωτών στα πεδία μάχης.

Ζωηρή ήταν η συζήτηση στη Βρετανία και αλλού, σχετικά με τους στόχους του στρατηγικού αεροπορικού βομβαρδισμού. Σημαίνοντες στρατιωτικοί όπως ο Αμερικανός στρατηγός Μπίλυ Μίτσελ και ο Ιταλός στρατηγός Τζούλιο Ντουέτ πίστευαν ακράδαντα στην στρατηγική αξία του. Το 1921, ο Ντουέτ δημοσίευσε το βιβλίο «Κυριαρχία στον αέρα» που επηρέασε αποφασιστικά τη αεροπορική στρατηγική σκέψη. Υποστήριξε την ιδέα ότι ο καλύτερος τρόπος για να νικήσει κανείς τον πόλεμο είναι να καταστρέψει την εχθρική αεροπορία στο έδαφος. Πρόβλεψε ότι ο βομβαρδισμός βιομηχανικών και αστικών περιοχών θα είχε τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο στο ηθικό του πληθυσμού και θα οδηγούσε στην κατάρρευση του εχθρού. Ο Βρετανός υποστράτηγος Τρέντσαρντ συμμεριζόταν τις ιδέες αυτές και διατύπωσε το ‘’Δόγμα Τρέντσαρντ’’.

Ωστόσο, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις σε αυτές τις απόψεις, ιδίως όσον αφορά το σκέλος του βομβαρδισμού του ηθικού. Θεωρείτο ότι ήταν ενάντια στο διεθνές δίκαιο και επομένως ηθικώς απαράδεκτο. Θα ήταν στρατηγικά ανέφικτο – ποτέ δεν θα οδηγούσε στην γερμανική παράδοση και θα συνεπάγονταν μεγάλο αριθμό απωλειών σε πιλότους και αεροπλάνα. Μεταξύ αυτών που αμφισβητούσαν τον στρατηγικό αεροπορικό βομβαρδισμό ήταν κορυφαίοι επιστήμονες όπως οι Πάτρικ Μπλάκετ, Χένρυ Τίζαρντ και Σόλυ Ζούκερμαν. Αντιπρότειναν την κατασκευή ισχυρής ανθυποβρυχιακής δύναμης και τον βομβαρδισμό των κέντρων επικοινωνίας και του σιδηροδρομικού δικτύου. Επιπλέον, ήταν δύσπιστοι στην ανθεκτικότητα των επιστημόνων του Τομέα Επιχειρησιακής Έρευνας της Διοίκησης Βομβαρδιστικών στις πιέσεις του Διοικητή Βομβαρδιστικών, σερ Άρθουρ Χάρις. Φοβούνταν ότι τους ανάγκαζε να προσαρμόζουν τα συμπεράσματα τους στις δικές του επιδιώξεις.

Η πρώιμη φάση του στρατηγικού αεροπορικού βομβαρδισμού και οι λόγοι πίσω από τον ενστερνισμό επιθετικής αεροπορικής στρατηγικής, 1939 –1942.

 

Κατά το 1939, οι Βρετανοί εξαπέλυσαν ημερήσιες αεροπορικές επιθέσεις εναντίον του γερμανικού ναυτικού καθώς δεν ήταν εφοδιασμένα τα βρετανικά βομβαρδιστικά για τον τύπο πολέμου που συνιστούσε ο Ντουέτ. Επιπρόσθετα, δεν ήθελαν να είναι οι πρώτοι που ξεκίνησαν αυτού του είδους τον πόλεμο. Σε τέσσερις μήνες όμως, τα γερμανικά καταδιωκτικά και αντιαεροπορικά όπλα προκάλεσαν βαριές απώλειες στα βρετανικά βομβαρδιστικά, καταρρίπτοντας το θεώρημα ότι τα βομβαρδιστικά μπορούν πάντα να εισχωρούν σε εχθρικό έδαφος. Μόλις το 1/5 των βομβαρδιστικών κατάφερνε να φτάσει πάνω από το στόχο του, λόγω έλλειψης συστήματος καθοδήγησης. Αυτά τα απογοητευτικά αποτελέσματα οδήγησαν στην ανάπτυξη αξιόπιστων οργάνων πλοήγησης και στην υιοθέτηση νυχτερινών επιθέσεων εναντίον πόλεων και βιομηχανιών. Οι επιθέσεις ακριβείας εναντίον στρατιωτικών στόχων εγκαταλείφθηκαν προσωρινά.

 

 

2 bom

Οι λόγοι πίσω από αυτή την απόφαση ήταν προϊόν των πολιτικών και στρατιωτικών συνθηκών της εποχής και σε συνάρτηση με προβλήματα διοικητικής μέριμνας.

Ο Τσώρτσιλ είχε υποσχεθεί βοήθεια στην δοκιμαζόμενη Σοβιετική Ένωση και έλπιζε ότι ο αεροπορικός βομβαρδισμός της Γερμανίας θα ανακούφιζε τους συμμάχους του. Επιπλέον, ο βρετανικός στρατός υποχωρούσε στη Βόρεια Αφρική και στην Άπω Ανατολή και το Βασιλικό Ναυτικό είχε εμπλακεί στη Μάχη του Ατλαντικού. Ο βομβαρδισμός βρετανικών πόλεων από την Λουφτβάφε ήταν ένας ακόμα λόγος που έσπρωξε τον Τσώρτσιλ και το βρετανικό Γενικό Επιτελείο σε αυτή την απόφαση.

Οι Βρετανοί πίστευαν ότι η επίθεση εναντίον γερμανικών πόλεων και βιομηχανικών στόχων (κυρίως κατοικημένες περιοχές, εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και διυλιστήρια) θα λύγιζαν το ηθικό του πληθυσμού και θα γονάτιζαν την γερμανική οικονομία και συνεπώς θα υποχρέωναν τη Γερμανία σε συνθηκολόγηση.

Το μνημόνιο Τσέργουελ – σκεπτικισμός για την χρησιμότητα του στρατηγικού αεροπορικού βομβαρδισμού – προσπάθειες επαναπροσδιορισμού των στόχων του.

Ο σερ Άρθουρ Χαρις ήταν ένθερμος θιασώτης αυτής της στρατηγικής, ιδιαίτερα μετά την κατάθεση του μνημονίου του Λόρδου Τσέργουελ στον Τσώρτσιλ το Μάιο του 1942. Το μνημόνιο αυτό βασιζόταν σε στοιχεία από τους βομβαρδισμούς του Χαλ και του Μπέρμινγχαμ από τους Γερμανούς το 1940 και εγκρίθηκε από τη βρετανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Ωστόσο, το μνημόνιο του Τσέργουελ κατακρίθηκε δριμύτατα από τους Μπλάκετ, Ζούκερμαν και σερ Τίζαρντ. Απέδειξαν ότι είχε χρησιμοποιήσει δεδομένα με επιλεκτικό τρόπο και ότι υπερεκτίμησε τις υλικές ζημιές και τον ψυχολογικό αντίκτυπο των βομβαρδισμών στο πληθυσμό. Θεωρούσαν τις εκτιμήσεις του Τσέργουελ ως υπεραισιόδοξες και πίστευαν ότι η έλλειψη ισχυρών προσωπικοτήτων στον Τομέα Επιχειρησιακής Έρευνας της Διοίκησης Βομβαρδιστικών εμπόδιζε τη δημιουργία μιας ισορροπίας τάσεων. Την ίδια χρονιά, οι Ζούκερμαν και Μπέρναλ παρουσίασαν μια αναφορά που αποδείκνυε ότι ο βομβαρδισμός αστικών περιοχών προκαλούσε ελάχιστο πανικό.

 

7 bom

Εν τω μεταξύ, οι πολεμικές εξελίξεις στο Ανατολικό Μέτωπο και στην Άπω Ανατολή, η βελτίωση της ποιότητας των πληρωμάτων, των τακτικών μεθόδων και των συστημάτων πλοήγησης οδήγησαν στην έναρξη εντατικών αεροπορικών βομβαρδισμών.

 

Ο Τομέας Επιχειρησιακής Έρευνας ασχολήθηκε με διάφορες πλευρές του στρατηγικού αεροπορικού βομβαρδισμού, π.χ. καιρικές συνθήκες, γερμανικές αμυντικές τακτικές και ρυθμούς απωλειών.

Τον Ιούνιο του 1941 εισήγαγε το «Gee», ένα ηλεκτρονικό βοήθημα πλοήγησης, αλλά εχθρικές παρεμβολές μείωσαν την αποτελεσματικότητα του. Πιο δραστικά αποδείχθηκαν τα «Oboe» και «H2S» ως βοηθήματα νυχτερινών βομβαρδισμών ακριβείας. Διευκόλυναν το «τυφλό» βομβαρδισμό και από το 1943 ήταν σε θέση να προσφέρουν πιο ασφαλείς εκτιμήσεις αποτελεσμάτων σε ακτίνα 8 χιλιομέτρων από τον στόχο και μέχρι το τέλος του πολέμου σε ακτίνα 1,5 χιλιομέτρου.

Εκείνο το χρόνο, ο σερ Άρθουρ Χάρις ήταν πεπεισμένος ότι η Γερμανία θα κατέρρεε σύντομα. Οι αναφορές της κατασκοπίας και οι αεροφωτογραφίες ενίσχυσαν την πεποίθηση του. Παρόλα αυτά, οι αναφορές αυτές έκαναν ξεκάθαρο ότι η στρατιωτική εισβολή στη Βορειοδυτική Ευρώπη ήταν αναγκαία. Αρχικά, ο Σερ Άρθουρ Χάρις εξέφρασε την αντίθεση του στην ‘’Επιχείρηση Overlord’’. Όμως ο διορισμός του Σόλυ Ζούκερμαν στην Συμμαχική Επιτροπή Αεροπορικού Βομβαρδισμού αύξησε την πίεση και αναγκάστηκε να υποταχθεί στις ανάγκες της ‘’Επιχείρησης Overlord’’.

Ο Ζούκερμαν είχε αναλύσει την αεροπορική εκστρατεία της Λουφτβάφε κατά τη Μάχη της Αγγλίας (1940 – 1941) και τις αντίστοιχες συμμαχικές στη Βόρεια Αφρική, την Σικελία και την Ιταλία. Συμπέρανε ότι η επιτυχία σε αυτές τις εκστρατείες δεν ήταν εφικτή χωρίς τον βομβαρδισμό των κέντρων επικοινωνίας και του σιδηροδρομικού δικτύου. Η ίδια στρατηγική έπρεπε να εφαρμοσθεί και στη Νορμανδία. Ο σερ Άρθουρ Χάρις και ο Τομέας Επιχειρησιακής Έρευνας της Διοίκησης Βομβαρδιστικών αμφισβήτησαν αυτή την άποψη. Τελικά ο σερ Άρθουρ Χάρις συμφώνησε με το σχέδιο της απόβασης στη Νορμανδία και είναι κοινά αποδεκτό ότι η Διοίκηση Βομβαρδιστικών έδωσε μεγάλη βοήθεια στην επιχείρηση και κατέκτησε συντριπτική υπεροχή στους αιθέρες εναντίον της Λουφτβάφε.

Εκτίμηση του Στρατηγικού Αεροπορικού Βομβαρδισμού

Μετά το τέλος του πολέμου, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί σύστησαν μονάδες πραγματογνωμόνων για την αποτίμηση του στρατηγικού αεροπορικού βομβαρδισμού. Έκαναν επιτόπιες έρευνες σε πολλές βομβαρδισμένες περιοχές και διεξήγαγαν συνεντεύξεις με Γερμανούς στρατιωτικούς και πολίτες. Οι παρακάτω πίνακες απεικονίζουν τα πραγματικά αποτελέσματα της στρατηγικής αεροπορικού βομβαρδισμού πόλεων και εργοστασίων.

Πίνακας 4.
Κατανομή στόχων στη Γερμανία, Οκτ. 1944 – Δεκ. 1944
Επιθέσεις σε πόλεις 53%
Επιθέσεις σε σιδηρόδρομους 15%
Επιθέσεις σε εγκαταστάσεις πετρελαίου 14%
Επιθέσεις σε εχθρικά στρατεύματα και οχυρώσεις 13%
Επιθέσεις σε ναυτικούς στόχους 5%

Δηλαδή, οι μισές επιθέσεις ήταν εναντίον πολιτικών στόχων, το 30% εναντίον βιομηχανικών στόχων και μόλις το 18% ήταν εναντίον στρατιωτικών στόχων.

Πίνακας 5.
Κατανομή στόχων στη Γερμανία, Ιαν. 1945 – Απρ. 1945
Επιθέσεις σε πόλεις 36.6%
Επιθέσεις σε εχθρικά στρατεύματα και οχυρώσεις 14.4%
Επιθέσεις στο μεταφορικό δίκτυο 15.4%
Επιθέσεις σε ναυτικούς στόχους 6.1%
Επιθέσεις σε εγκαταστάσεις πετρελαίου 26.2%
Επιθέσεις κατά της Λουφτβάφε 0.4%
Επιθέσεις σε βιομηχανικούς στόχους 0.3%
Άλλοι στόχοι 0.2%

Ο πίνακας αυτός δείχνει μία στροφή προς στρατιωτικούς στόχους και στόχους που επηρέαζαν την επιχειρησιακή ικανότητα του γερμανικού στρατού όπως είχε εισηγηθεί ο Σόλυ Ζούκερμαν.

Και οι βρετανικές και οι αμερικανικές αναφορές συμφωνούσαν ότι υπήρχαν σημαντικές επιπτώσεις στη γερμανική βιομηχανία και το ηθικό του πληθυσμού, αλλά ποτέ δεν ήταν καταλυτικές. Παρά το γεγονός ότι πολλοί σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή έχασαν τις περιουσίες τους, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί δεν έκαμψαν το ηθικό τους και δεν διατάραξαν κρίσιμα την καθημερινή ζωή. Αν και πολλά εργοστάσια έπαθαν μεγάλες ζημιές οι Γερμανοί έβρισκαν τον τρόπο να τα επισκευάζουν και να τροφοδοτούν την πολεμική μηχανή τους. Δηλαδή, ο στρατηγικός αεροπορικός βομβαρδισμός απέτυχε στους αντικειμενικούς στόχους του. Οι Γερμανοί κατάφεραν όχι μόνο να αυξήσουν την πολεμική βιομηχανική παραγωγή αλλά και να βελτιώσουν την πολεμική τεχνολογία τους, π.χ. το Tiger, ή το αεροσκάφος Messercschmitt 262-A. Ωστόσο, αυτά τα όπλα δεν παρήχθησαν σε μεγάλες ποσότητες και δεν μπόρεσαν να αλλάξουν το αποτέλεσμα του πολέμου.

Αλλά γιατί η Διοίκηση Βομβαρδιστικών επέμενε τόσο στον στρατηγικό αεροπορικό βομβαρδισμό; Οι κύριοι λόγοι ήταν η ελλιπής αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των βομβαρδισμών και η επιμονή του διοικητή της σε μία μάταιη στρατηγική. Επίσης οι επιστήμονες της Διοίκησης Βομβαρδιστικών δεν εναντιώθηκαν αποφασιστικά στον προϊστάμενο τους.

 

2 bom

Ωστόσο, θα ήταν δίκαιο να ειπωθεί ότι ο Τομέας Επιχειρησιακής Έρευνας της Διοίκησης Βομβαρδιστικών ανέπτυξε υψηλής ποιότητας τεχνολογίες πλοήγησης (συνεπώς, μείωση των απωλειών της Διοίκησης Βομβαρδιστικών) και μεθόδους στατιστικής αξιολόγησης των επιπτώσεων των βομβαρδισμών. Ο στρατηγικός αεροπορικός βομβαρδισμός είχε αποτελέσματα χαμηλότερα του αναμενόμενου αλλά ο επιθετικός χαρακτήρας του υποχρέωσε τη Γερμανία σε άμυνα ενώ ετοιμαζόταν η συμμαχική αντεπίθεση από δυτικά και ανατολικά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) R. Capey and M. Kirby: “OR in wartime’’, OR newsletter, Oxford, 1997.
2) R. Capey and M. Kirby: “The air defence of Great Britain, 1920-1940: an Operational research perspective”, Journal of Operational Research Society, 48, Oxford, 1997.
3) R. Capey and M. Kirby: “The area bombing of Germany in World War II, an operational research perspective”, Journal of Operational Research Society, 48, Oxford, 1997.
4) J.S. Finan and W.J. Hurley: “Mc Naughton and Canadian operational research at Vimy”, Journal of Operational Research Society, 48, Oxford, 1997.
5) R.V. Jones:“A concurrence in Learning and Arms”, Journal of Operational Research Society, 33, Oxford, 1982.

6) P. Blackett: “Operational research” Keys, P. (eds.), “Understanding the process of Operational Research/collected readings”, West Sussex, 1995.

7) D. Christopherson D. and E.C. Baughan: “Reminiscences of Operational Research in World War II by some of its Practitioners’’ Keys, P. (eds.), “Understanding the process of Operational Research/collected readings”, West Sussex, 1995.

8) B. Lovell: “Blackett in War and Peace’’, Journal of Operational
Research Society, 39, Oxford, 1988.

9) J. Rosenhead: “Rational analysis for a problematic world”, West Sussex, 1989.

10) J. Rosenhead: ‘‘Operational Research at the Crossroads: Cecil
Gordon and the Development of Post – War OR’’, Journal of Operational
Research Society, 40, Oxford, 1989.
11) F.L. Sawyer, A. Charlesby, T.E Easterfield and E.E.Treadwell: “Reminiscences of Operational Research in World War II by some of its Practitioners’’, Journal of Operational Research Society, 40,Oxford,1989.
12) C.H. Waddington: “Operational Research in World War II, Operational research against the U-Boat”, London, 1973.

13) C.H. Waddington: “Appreciation: Lord Blackett’’, Journal of Operational Research Society, 25, Oxford, 1974.

* Ιστορικός / Κοινωνιολόγος / ειδικός στην Επιχειρησιακή Έρευνα