Τα Ηνωμένα Έθνη προχωρούν στη μεγαλύτερη αναβίωση της πολιτικής τους για τα ναρκωτικά εδώ και δεκαετίες. Το ερώτημα είναι: Θα φτάσουν όσο μακριά χρειαστεί;

Την τελευταία φορά που η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ συζήτησε το θέμα της πολιτικής των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά το 1998, στόχος ήταν ένας κόσμος χωρίς ναρκωτικές ουσίες μέχρι το 2008. Στην τρέχουσα συνέλευση για το ζήτημα αυτό, η οποία ξεκίνησε στις 19 Απριλίου, τα μέλη έχουν πιο μετριοπαθείς προσδοκίες -μια «κοινωνία χωρίς χρήση ναρκωτικών»- και δεν ορίζουν προθεσμίες.

 

Το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά από την τελευταία συνάντηση, με τη μαριχουάνα να πωλείται νόμιμα σε διάφορες περιοχές του κόσμου και μια κλιμάκωση στον πόλεμο των καρτέλ σε χώρες όπως το Μεξικό. Ειδικοί από όλο τον κόσμο επισημαίνουν ότι το πλαίσιο της σχετικής πολιτικής του ΟΗΕ -ηλικίας άνω των 50 ετών- έχει ανάγκη ριζικής αναθεώρησης.

 

Οι συζητήσεις είχαν προγραμματιστεί για δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο αιτήματα από το Μεξικό, την Κολομβία και τη Γουατεμάλα, για άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος, πίεσαν για μια επίσπευση. Τα Ηνωμένα Έθνη φαίνεται να τείνουν προς την άποψη του Κολομβιανού προέδρου, Χουάν Μανουέλ Σάντος, ο οποίος τόνισε στον «Guardian» πως «ήρθε ο καιρός ο κόσμος να μετατοπιστεί σε μια διαφορετική προσέγγιση στην πολιτική για τα ναρκωτικά».

 

Τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης μετατοπίζουν την προσέγγισή τους δίνοντας έμφαση στη δημόσια υγεία ως ζωτικής σημασίας κομμάτι του αγώνα κατά των ναρκωτικών. Πέραν της πρόληψης, η εισήγηση της συνέλευσης στηρίζει τη χρήση προγραμμάτων μείωσης κινδύνων (harm-reduction programs) για τη διαχείριση της εξάρτησης από τις ουσίες, όπως η θεραπεία ηρωινομανών με τη βοήθεια οπιοειδών. Λόγος γίνεται και για τη φυλάκιση χρηστών των λεγόμενων «ήπιων» ουσιών, αλλά και για προγράμματα για την εξάλειψη της φτώχειας και άλλων κοινωνικών προβλημάτων που οδηγούν σε χρήση.

 

Πάντως, τα κράτη-μέλη δεν δείχνουν έτοιμα να εγκαταλείψουν τη Σύμβαση του 1961 που ρυθμίζει το ζήτημα παγκοσμίως. Το επίμαχο θέμα της νομιμοποίησης της μαριχουάνας λείπει εντελώς από την εισήγηση, παρά τις διαμαρτυρίες των ειδικών που επιχειρηματολογούν ότι οι συζητήσεις αποσκοπούσαν στο να ανοίξει ένα εποικοδομητικό debate και, αντ’ αυτού, ήδη το πρώτο κείμενο διαμορφώθηκε κεκλεισμένων των θυρών.