Του Παύλου Μεθενίτη

Το κείμενο που ακολουθεί ήταν η παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τίτλο “Τίποτα”, στα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια του Φεστιβάλ Δράμας το 2015. Τώρα, που ο Νίκος Παναγιωτόπουλος πέρασε στο Επέκεινα, αυτό το γραφτό, που είχα την τιμή να εκφωνήσω με τον σκηνοθέτη δίπλα μου, είναι ο δικός μου αποχαιρετισμός – καλό σου ταξίδι Νίκο, και καλή αντάμωση στο ύστατο Τίποτα, που εσύ έχεις μάθει πλέον εάν όντως είναι Τίποτα, ή Κάτι.

“Τίποτα”
Σενάριο μυθιστορήματος του Νίκου Παναγιωτόπουλου, από τις εκδόσεις Τόπος, 2015

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας

Τα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια του Φεστιβάλ Δράμας έχουν την ιδιαίτερη ικανοποίηση να φιλοξενούν σήμερα το Νίκο Παναγιωτόπουλο. Προφανώς και ο καλεσμένος μας δεν χρειάζεται συστάσεις ως σκηνοθέτης. Οι ταινίες του έχουν δρέψει δάφνες εντός και εκτός Ελλάδας, είναι γνωστές, αγαπημένες, πολυιδωμένες και πολυσχολιασμένες.

Όμως, το βιβλιο που κρατώ στα χέρια μου είναι κάτι άλλο, ένας καινούριος κόσμος ιδεών, του οποίου δημιουργός είναι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Ή μάλλον, είναι ένα νέο πεδίο εννοιολογικών συγκρούσεων…

Κατ’ αρχάς, ο τίτλος του είναι εύγλωττος όσο και ειρωνικός: “Τίποτα”. Ο συγγραφέας αρχίζει με μια αντίφαση: ο ίδιος ο τίτλος αναιρεί το περιεχόμενο, που οπωσδήποτε είναι κάτι, ενώ ο ίδιος είναι το μη-κάτι, το ολοκληρωτικό τίποτα, το ουδέν. Ο Παναγιωτόπουλος μας κλείνει το μάτι πριν καν ανοίξουμε το βιβλίο: τίποτα, μηδέν και ουδέν: αριθμητικές ποσότητες; Άδειες θέσεις; Ή μήπως κάτι άλλο, που δεν το εννούσαν έτσι ακριβώς οι Βαβυλώνιοι, οι Ινδοί και οι αρχαίοι Έλληνες μαθηματικοί όταν έσπαγαν τα μούτρα τους στη διερεύνηση της υποστάσεως του μηδενός και του τίποτα; Μήπως ο συγγραφέας έγραψε μια πραγματεία περί κενού, δικαιούται να αναρωτηθεί ο προσεκτικός αναγνώστης.

Κυρίες και κύριοι, αυτό το “σενάριο μυθιστορήματος”, όπως ονομάζει ο Παναγιωτόπουλος το βιβλίο του, από τις εκδόσεις “Τόπος”, είναι ένα παράξενο γραφτό, με ανησυχητικές ιδέες και αλλόκοτη δομή: δε ξέρω γιατί, αλλά διαβάζοντάς το μου ήρθαν στο μυαλό οι λέξεις “πλατωνικοί μονόλογοι”!

Μη χαμογελάτε, παρακαλώ! Ναι μεν η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, αλλά είναι εμφανές πως ο συγγραφέας παίρνει μια απόσταση ασφαλείας από τον εαυτό του, τον οποίο βαφτίζει με το κεφαλαίο γράμμα Ζήτα, περιγράφοντας τις δραστηριότητές του σε ένα σχεδόν ενιαίο κείμενο, χωρισμένο σε παραγράφους, κι όχι σε κεφάλαια.
Στο “Τίποτα” περιγράφονται, όπως είπαμε, οι δραστηριότητες του “Ζ”. Αυτές είναι δύο ειδών: οι φυσικές, που είναι ισχνότατες, όπως οι μεταβάσεις, ας πούμε, απ’ την πολυθρόνα του σαλονιού στην τουαλέτα ή την κρεβατοκάμαρα και τούμπαλιν, και οι νοητικές, που είναι πλουσιότατες, εντονότατες, φαντασμαγορικότατες και συναρπαστικότατες.

 

Και τώρα θα αναρωτιέστε, και με το δίκιο σας, μα για ποιο πράγμα μιλάει τέλος πάντων αυτό το “Τίποτα;”
Κυρίες και κύριοι, το “Τίποτα” είναι ένα εκτενές ρεπορτάζ στη μυστηριώδη και εξωτική χώρα του γήρατος – είναι μια σπουδή στη φθορά – είναι ένα δοκίμιο στη σταδιακή παρακμή του σώματος και του πνεύματος.

 

Προσοχή όμως! Ούτε σε μια σελίδα, ούτε σε μια παράγραφο, ούτε σε μια πρόταση, το βιβλίο δεν κατρακυλάει στην κλάψα, στον επαίσχυντο, τσιμπλιάρικο αυτοοικτιρμό, στη σηπτική, κακομοίρικη μίρλα, την τρεμουλιάρικη αποθέωση του παρελθόντος.

Ο ήρωας πατά το κατώφλι των γηρατειών με υψηλόφρονα αξιοπρέπεια και απαράμιλλο χιούμορ, με πικρή, ακριβοκερδισμένη σοφία, και, ας μου επιτραπεί να πω, αγαπητοί μου φίλοι και κύριε Παναγιωτόπουλε, με μια αυτόχρημα αναρχική ματιά, που δεν καταλαβαίνει Χριστό, που λένε. Που δε συμμορφώνεται με τις κομιλφό αντιλήψεις περί ορθής συμπεριφοράς, που δεν σέβεται τη μιζέρια και τη βλακεία καμιάς ηλικιακής ομάδας, εισοδηματικής τάξεως, εθνικής παραδόσεως ή φυλετικής ταυτότητας.

Ο “Ζ”, ο ήρωας του Παναγιωτόπουλου, οπλισμένος με το οξύ και κοφτερό νοητικό νυστέρι του, κατ’ αρχάς ανατέμνει τη δική του ζωή. Κάθεται στην αγαπημένη του πολυθρόνα και σκέφτεται: ιδού η δράση του βιβλίου. Όλη του η ζωή περνά από μπροστά του, αλλά όχι με κανονική, ανυσματική σειρά, από τα παιδικάτα στα άσπρα μαλλιά: όπως γουστάρει το μυαλό του ταξιδεύει, με την υπερρεαλιστική, χαοτική ακολουθία των συνειρμών – ό,τι θυμάται χαίρεται, που λένε, αλλά και θλίβεται.

Έτσι λοιπόν, μαθαίνουμε πως το κεντρικό πρόσωπο είναι ένας ζωγράφος, με αρκετές επιτυχίες στα νιάτα του, ούτε άσημος, αλλά και ούτε πρώτο όνομα, με δυο γάμους στην καμπούρα του, με μπόλικα θηλυκά τρόπαια στον τοίχο της αντρικής του ματαιοδοξίας, με σπουδές στο Παρίσι, με υψοφοβία και άλλες φοβίες, προβλήματα υγείας, ελαττώματα, αϋπνία και μεγάλο άγχος μην τρελαθεί… Με δυο λόγια, είναι ένας ηλικιωμένος, που φορά σιγά – σιγά την κοινωνική μάσκα του γέρου, κοιτώντας διαμέσου της το Τίποτα, αυτό το γαμο-Τίποτα, που καταπίνει τελικά τα πάντα: τα παιδικά όνειρα, τις νεανικές φιλοδοξίες, τους όρκους της αγάπης, τα μεγαλειώδη επιτεύγματα της ωριμότητας, μέχρι και την αδέκαστη, ψυχρή, σαρκαστική σοφία των γηρατειών – τα πάντα.

 

Ο Ζήτα βρίσκεται στο Καθαρτήριο του δωματίου του. Ξεσκαρτάρει τη σαβούρα των επιθυμητών, χρειωδών και απαραίτητων πραγμάτων που επεσώρευσε κατά τη διάρκεια του βίου του. Πετάει ό,τι δεν του χρειάζεται πλέον – και είναι τόσο πολλά αυτά που δεν έχει ανάγκη πλέον ως γέρος… Εγωισμούς, περηφάνιες, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις, μεγάλες ιδέες, ακόμα και την αξιοπρέπεια της αυτοεξυπηρέτησης και της αυτεξουσιότητας. Είναι τόσο λίγα αυτά που απομένουν: ένα μυαλό να σκέφτεται, μια πολυθρόνα να κάθεται και μια μπαλκονόπορτα για να βλέπει διαμέσου της, διαμέσου του Καθαρτηρίου του, τη φυσική κατάληξη όλων, που είναι πάντα, χωρίς εξαίρεση για κανέναν, το τέλος κάθε κόπου, η ανάπαυση του οδοιπόρου: mors est quies viatoris, finis est omnis laboris, που έλεγαν κι οι Λατίνοι. Είναι ο θάνατος, κυρίες και κύριοι, αυτό το Μεγάλο, το Ανίκητο, το Αδέκαστο Τίποτα.

 

Και, να σας πω τη δική μου άποψη, όλοι χρωστάμε στη Φύση από ένα θάνατο – σημασία έχει πώς και πότε αποπληρώνουμε αυτό το χρέος. Ο Παναγιωτόπουλος φτάνει στο τίποτα ψύχραιμος, πλατωνικός, ελαφρύς και διαυγής, κλείνοντας όμως συγχρόνως, και τσαχπίνικα, το μάτι, σαν να ξέρει κάτι παραπάνω από μας επί του θέματος.