Του Παύλου Μεθενίτη

Ο Στυλιανός Παττακός πέθανε στις 6 Οκτωβρίου του 2016. Πέθανε βρίζοντας. Παρόλο που η φύση τον ευλόγησε με ασυνήθιστη μακροβιότητα, ο υποστράτηγος τεθωρακισμένων εν αποστρατεία έφτασε τα 104 έτη αμετανόητος, ανειρήνευτος, αμάλαγος.

Η καραβανάδικη, χακί, αποστεγνωμένη ψυχή του μέχρι τέλους παρέμενε πικρή: «τα ΄θελαν και τα ’παθαν» έλεγε για τους Παναγούλη και Μουστακλή, ενώ μέχρι την ύστατη πνοή του επέμενε πως δεν έγιναν σε άλλους βασανιστήρια, ότι ο Μπελογιάννης «ήτο προδότης, εφαρμόστηκε ο νόμος και ο στρατιωτικός κανονισμός και ορθώς εκτελέστηκε», και πως η Δικτατορία έσωσε την Ελλάδα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος σχεδίαζε να εγκαθιδρύσει σοσιαλιστική δικτατορία.

Ο Παττακός από το 1990 ήταν αποφυλακισμένος, λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του», αν και η αρχική του καταδίκη ήταν εις θάνατον, μια ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη από την πολιτική εξουσία. «Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια» ήταν η ιστορική δήλωση του Καραμανλή.

 

Όμως εδώ και 26 χρόνια ο Παττακός ήταν στο σπίτι του, ακμαιότατος, να εκτοξεύει τη μούχλα της σκέψης του και τη σκουριά της καρδιάς του προς όλες τις κατευθύνσεις, προς όποιον ήταν πρόθυμος να τον ακούσει και να του υποβάλει τα σέβη του.

Ο πρωταίτιος της Δικτατορίας, μαζί με τους Παπαδόπουλο και Μακαρέζο, ήταν παραγωγικότατος τα τελευταία χρόνια της ζωής του: ξέρασε λάσπη και χολή, εκδηλώνοντας έτσι, έμπρακτα, την ευγνωμοσύνη του προς τη Δημοκρατία που δεν τον άφησε να σαπίσει στο κελί της φυλακής.

Με βιβλία και συνεντεύξεις προσέβαλε τα θύματα της δικτατορίας, λοιδόρησε τη Δημοκρατία, ασέλγησε στην Ιστορία, ενώ για τον εαυτό του έφτιαξε ένα φωτοστέφανο για να το φοράει όταν τα φασιστάκια τον επισκέπτονταν για να του φιλήσουν το χέρι και να πάρουν την ευχή του.

Η μόνη πραγματική ανήκεστη βλάβη στην υγεία του ήταν αυτή στην ψυχή του, που είχε σαπίσει εδώ και μισό αιώνα. Ο Στυλιανός Παττακός είχε, κατ’ ουσίαν, πεθάνει από τότε, ήταν νεκρός με αναστολή – απλώς κανείς δεν τον είχε ενημερώσει σχετικώς.