Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Παρουσίαση και κριτική των ταινιών που θα δούμε στις αίθουσες αυτή την εβδομάδα.

*** Ορκισμένη παρθένα

Αλβανία, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λάουρα Μπισπούρι. Ηθοποιοί: Αλμπα Ρορβάκερ, Εμιλι Φερατέλο, Λαρς Ερντινγκερ. 84΄

 

Μια ιστορία ενάντια στο «Κανούν», έναν αλβανικό φυλετικό νόμο, που για αιώνες καθορίζει την κοινωνική ζωή στην Αλβανία, υποβιβάζοντας βασικά εκείνη της γυναίκας, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες, βόρειες περιοχές, καθώς και σε περιοχές του Κοσόβου, του Μαυροβουνίου και της FYROM, παρουσιάζει στην ταινία της, «Ορκισμένη παρθένα», η πρωτοεμφανιζόμενη Αλβανή σκηνοθέτρια Λάουρα Μπισπούρι.

Ένας νόμος που επιτρέπει σε μια γυναίκα να κόψει τα μαλλιά της και να δηλώσει άντρας, να ντύνεται και να συμπεριφέρεται σαν άντρας, να αποφεύγει κάθε σεξουαλική επαφή (να είναι δηλαδή, όπως αναφέρει ο τίτλος, «ορκισμένη παρθένα») για να μπορέσει να αποκτήσει όλα τα δικαιώματα που το Κανούν προσφέρει μόνο στους άντρες –φαινόμενο που, όπως φαίνεται, σ’ αυτές τις περιοχές λειτουργεί εδώ και δυο αιώνες.

 

Εναν τέτοιο ρόλο αναλαμβάνει η Χάνα, η νεαρή ηρωίδα της ταινίας, που παίρνει το όνομα Μαρκ για να γλιτώσει από τη μοίρα της υπηρέτριας και σκλάβας συζύγου. Η ταινία παρακολουθεί τον Μαρκ στο ταξίδι του και στη διαμονή του σε μια συγγενή στην Ιταλία, ενώ, μέσα από διάφορα, μονταρισμένα με γνώση και ισορροπία, φλας-μπακ, παρακολουθούμε την ιστορία της Χάνα στο χωριό, μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει να πάρει τον όρκο της παρθένας και να μετατραπεί σε Μαρκ. Μόνο που κάποια στιγμή η επαφή της Χάνα με το ξένο σώμα δίνει την ευκαιρία στον Μαρκ/Χάνα να ξεπεράσει το καταπιεσμένο σεξ και τις όποιες φοβίες της και να απελευθερωθεί.

 

Η Μπισπούρι έφτιαξε μια αρκετά τολμηρή, χαμηλών τόνων φεμινιστική ταινία, χωρίς εύκολους συναισθηματισμούς, με ένα στιλ που ξεχωρίζει για τη λιτότητα και την εξαιρετική οικονομία στην αφήγηση, και με μια θαυμάσια ερμηνεία από την πρωταγωνίστριά της, Αλμπα Ρορβάκερ.

 

*** Αλίας Μαρία

Alias Maria. Κολομβία, 2015. Σκηνοθεσία: Χοσέ Λουίς Ρουγκέλες. Σενάριο: Ντιέγκο Βιβάνκο. Ηθοποιοί: Κάρεν Τόρες, Αντερσον Γκόμεζ, Κάρλος Κλαβίγιο, Ερικ Ρουίζ, Καρμέζα Γκονζάλες. 91΄

 

2270photo1

 

Από το τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» των Κανών μας έρχεται η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή κολομβιανή ταινία του Χοσέ Λουίς Ρουγκέλες, «Αλίας Μαρία» (κάποια παρεξήγηση έγινε με τη μετάφραση της λέξης Alias, που δεν σημαίνει Αλίας, αλλά χρησιμοποιείται με την έννοια «Γνωστός ή γνωστή με ένα συγκεκριμένο όνομα», στην προκειμένη περίπτωση, Μαρία).

 

Η 13χρονη Μαρία είναι ένα παιδί-στρατιώτης, από τα παιδιά εκείνα που για διάφορους λόγους (είτε για την περιπέτεια είτε για να γλιτώσουν από μια καταπιεστική οικογένεια) γίνονται μέλη των ανταρτών. Η ταινία αρχίζει με τη γέννα ενός μωρού, σε μια σκηνή σε μια επικίνδυνη περιοχή της ζούγκλας της Κολομβίας. Η Μαρία αναλαμβάνει, με μια μικρή ομάδα, με αρχηγό τον Μαουρίσιο, να μεταφέρει το νεογέννητο σε ασφαλή περιοχή των ανταρτών. Στην πορεία μαθαίνουμε πως η Μαρία, με την οποία έχει ερωτική σχέση ο Μαουρίσιο, είναι έγκυος, πράγμα που η ίδια προσπαθεί με διάφορους τρόπους να το κρύψει. Ο Μαουρίσιο όμως το μαθαίνει, και, όταν στη μεταφορά ενός τραυματισμένου παιδιού έρχονται σε επαφή με ένα γιατρό, την πείθει να το αποβάλει, αν και η σχέση της με το ξένο μωρό που μεταφέρει και η στοργή που είχε αρχίζει να του δείχνει, θα κάνει τη Μαρία να αλλάξει γνώμη.

 

Η πορεία μέσα από τη ζούγκλα δίνει την ευκαιρία στον Ρουγκέλες να τονίσει τους διάφορους κινδύνους που αντιμετωπίζει η ομάδα: κινδύνους από την ίδια τη ζούγκλα (χώρος κλειστοφοβικός, συχνά εφιαλτικός, που τονίζεται από τη φωτογραφία του Σέρτζιο Ιβάν Καστάνο) και τους κινδύνους και την ωμότητα από επιθέσεις του εχθρού (σε μια συγκλονιστική σκηνή παρακολουθούμε τη Μαρία να φτάνει σ’ ένα χωριό όπου οι ακροδεξιές παραστρατιωτικές δυνάμεις έχουν βιάσει και δολοφονήσει τις γυναίκες και σφάξει όλους σχεδόν τους κατοίκους). Η κάμερα του Ρουγκέλες ακολουθεί από κοντά και με επιμονή τη Μαρία στην πορεία της στην αφιλόξενη ζούγκλα, με ένα άμεσο, μπρούτο, σχεδόν ντοκιμαντεριστικό στιλ, χωρίς συναισθηματισμούς ή ωραιοποιήσεις, καταγράφοντας τις εκφράσεις και την όλη συμπεριφορά της, τις αμφιβολίες και τις απογοητεύσεις της (στις σκηνές που φτάνει σε μια πόλη, τη βλέπουμε να αντιμετωπίζει με πικρία τις διάφορες ανέσεις των άλλων κοριτσιών της ηλικίας της), καθώς και τη σχέση της τόσο με το νεογέννητο (σε μια από τις πιο δραματικές, καθοριστικές για το χαρακτήρα της, σκηνές, το εγκαταλείπει για να σωθεί από μια ξαφνική επίθεση του εχθρού, ενώ μετά επιστρέφει κι αρχίζει με αγωνία να το ψάχνει ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα), όσο και με τον βίαιο Μαουρίσιο και με ένα μικρότερο από αυτήν στρατιώτη, που σε μια επίθεση του εχθρού τραυματίζεται και τον οποίο η Μαρία αναγκάζεται από κάποια στιγμή να τον μεταφέρει η ίδια.

 

Η ρεαλιστική μορφή της όλης σκηνοθετικής προσέγγισης και η ντοκιμαντεριστική αυθεντικότητα που αποκτά η ταινία τονίζεται ακόμη περισσότερο από την παρουσία των τριών βασικών πρωταγωνιστών, της Κάρεν Τόρες (Μαρία), του Ερικ Ρουίζ (του μικρού παιδιού) και του Αντερσον Γκομέζ (Μπάιρον, του μαύρου μέλους της ομάδας), τριών ερασιτεχνών ηθοποιών τους οποίους, όπως διαβάζω, ο Ρουγκέλες επέλεξε από περίπου 1.800 νέα παιδιά που είχαν άμεση σχέση με τον εμφύλιο πόλεμο που συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες στην Κολομβία.

 

** ½ -Το ηφαίστειο

Ixcanul. Γουατεμάλα, 2015. Σκηνοθεσία: Τζιάιρο Μπουσταμέντε. Ηθοποιοί: Μαρία Μερσέντες Κορόι, Μαρία Τελόν, Μανουέλ Αντούν. 93΄

 

ixcanul 1

 

Βραβευμένη με την Αργυρή Αρκτο (για ταινία που ανοίγει νέες προοπτικές) του Φεστιβάλ Βερολίνου 2015, η ταινία του Τζιάιρο Μπουσταμέντε καταπιάνεται με τη σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και το μοντέρνο, μέσα από το δράμα ενός 17χρονου κοριτσιού της φυλής των Μάγιας, που εργάζεται σε μια φυτεία καφέ, στους πρόποδες ενός ηφαιστείου, και την οποία οι γονείς της θέλουν να παντρέψουν με συνοικέσιο για να εξασφαλίσουν το μέλλον της οικογένειας. Η Μαρία, η νεαρή ηρωίδα, ερωτευμένη με ένα αχαΐρευτο εργάτη ο οποίος σχεδιάζει να πάει στην Αμερική, αποφασίζει, στην αναζήτησή της για μια καλύτερη ζωή, να τον ακολουθήσει, τα πράγματα όμως, όπως ανακαλύπτει, δεν είναι και τόσο εύκολα.

 

Στην πρώτη του αυτή ταινία, ο Μπουσταμέντε μάς παρουσιάζει με ξεχωριστή φροντίδα και αγάπη τις παραδόσεις της φυλής των Μάγιας μέσα από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της, τη σχέση τους με τη γη και τη φύση γενικά, με απλές, ήρεμες σκηνές, όπου τίποτα δεν φαίνεται να συμβαίνει κι όπου σταδιακά ο θεατής ανακαλύπτει μια ζωντάνια και μια γοητευτική ομορφιά. Σημαντικό, μαζί και συμβολικό, ρόλο στην ταινία παίζει το ηφαίστειο, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όταν η απογοητευμένη από μια καταπιεστική καθημερινότητα Μαρία, κάποια στιγμή, αποφασίζει να εξεγερθεί. Στις αρετές της ταινίας και οι έξοχες ερμηνείες όλων των ερασιτεχνών ηθοποιών, με επικεφαλής εκείνης της Μαρίας Μερσέντες Κορόι.

 

** ½ – Μέρα νύχτα μέρα νύχτα

Day Night Day Night. ΗΠΑ/Γερμανία/Γαλλία, 2006. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζούλια Λόκτεβ. Ηθοποιοί: Λουίζα Γουίλιαμς, Τζος Φίλιπ Γουάινσταϊν, Γκάρεθ Σαξ. 94΄

 

DNDN still 1

 

Την πορεία μιας 19χρονης εκπαιδευόμενης καμικάζι, από την προετοιμασία της ώς τη στιγμή που ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει την επίθεσή της με μια βόμβα γεμάτη καρφιά, στην Τάιμς Σκουέαρ, το πιο κεντρικό σημείο της Νέας Υόρκης, παρακολουθεί η πρώην ντοκιμαντερίστρια Τζούλια Λόκτεβ, στην ιδιαίτερα επίκαιρη αυτή, μινιμαλιστική ταινία της, γυρισμένη το 2006. Η Λόκβετ, που έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία, δεν ενδιαφέρεται να μας παρουσιάσει ποια είναι αυτή η νεαρή καμικάζι, ποιο είναι το παρελθόν της, ποιους υπηρετεί ή γιατί έχει αποφασίσει να θυσιάσει τη ζωή της σε μια τρομοκρατική επίθεση.

 

Με την κάμερα στο χέρι, και χρησιμοποιώντας το στιλ του σινεμά-βεριτέ, καταγράφει με την παραμικρή λεπτομέρεια τις διάφορες στιγμές στη 48ωρη αυτή πορεία (δυο μέρες και δυο νύχτες) της γυναίκας: την άφιξη και το κλείσιμό της σ’ ένα μουντό δωμάτιο ξενοδοχείου, το πλύσιμό της στην μπανιέρα, το πλύσιμο και στέγνωμα των ρούχων της, το κόψιμο των νυχιών, το ντύσιμο, τις πρώτες δοκιμές (το μαντίλι που καλύπτει τα μάτια της, τις χειροπέδες που βάζει), τις ασκήσεις στις οποίες την υποβάλλουν τρία, με μάσκες στα πρόσωπα, μέλη της οργάνωσης, την πίτσα που τρώει, τη μεταφορά της με δεμένα μάτια σ’ ένα μυστικό μέρος, όπου στερεώνουν το δυναμίτη στην πλάτη της, μέχρι το ταξίδι της με λεωφορείο από το Νιου Τζέρσι ώς την Τάιμς Σκουέαρ, όπου πρόκειται να πυροδοτήσει τη βόμβα.

 

Αντίθετα με το πρώτο, και μεγαλύτερο, μέρος της ταινίας, όπου όλα δίνονται με καθαρά ρεαλιστικές σκηνές, με τον ήχο να παίζει τον ίδιο σημαντικό ρόλο με την εικόνα, και με την κάμερα πάντα «κολλημένη» στο πρόσωπο της μυστηριώδους, χωρίς όνομα, αυτής γυναίκας, με τρόπο που σου δημιουργεί νευρικότητα και άγχος (με την ερασιτέχνιδα ηθοποιό Λουίζα Γουίλιαμς να δίνει μια έξοχη, «σιωπηλή» στο μεγαλύτερο μέρος, ερμηνεία), το τελευταίο μέρος, με την άφιξή της γυναίκας στην Τάιμς Σκουέαρ και το ερώτημα που αρχίζει να βάζει ο θεατής (θα προχωρήσει με την ανατίναξη ή όχι), αρχίζει να εισβάλλει το σασπένς, ενώ ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος και νευρώδης, και το περιβάλλον (η Τάιμς Σκουέαρ με τα πλήθη της και τους καλλιτέχνες του δρόμου και τα διάφορα πρόσωπα που «επεμβαίνουν» στην πορεία της και την καθυστερούν) αρχίζει να παίζει ένα, κατά κάποιον τρόπο, ρόλο αποπροσανατολισμού, με το θεατή να κινδυνεύει να βρεθεί με το μέρος της βομβίστριας, δείχνοντας έμμεσα πως με την απολιτική της στάση η ταινία μπορεί να οδηγήσει το θεατή σε λάθος δρόμο, γεγονός που ενισχύεται με το αβέβαιο φινάλε.

Συνολικά πρόκειται για ένα αξιόλογο είδος πειράματος που βάζει μερικά καίρια ερωτήματα.

 

Παρακολουθήστε το τρέιλερ της ταινίας «Ορκισμένη παρθένα»:

 

{source}
<iframe width=»560″ height=»315″ src=»https://www.youtube.com/embed/IQAEWKQ-7oc» frameborder=»0″ allowfullscreen></iframe>
{/source}