Του Βασίλη Διαμαντάκη

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στο λαϊκό μας τραγούδι. Δημοσιογράφος, στιχουργός, ποιητής. Έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν τους τεράστιους ερμηνευτές, στιχουργούς, συνθέτες. Κανένας δεν ήταν όμως πιο κοντά του όσο ο Στράτος Διονυσίου.

Από το 1969 που πρωτοσυνεργάστηκαν με το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» αναπτύχθηκε μια συνεργασία που εξελίχθηκε σε καρδιακή φιλία που κράτησε 21 ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον αδόκητο θάνατο του μέγιστου λαϊκού μας βάρδου το 1990. Σημειωτέον ότι έχουν γεννηθεί και οι δυο τους το 1935.

 

Τέσσερις μήνες από το αναπάντεχο φευγιό του Στράτου, ο Λευτέρης σε ένα συγκλονιστικό από κάθε άποψη άρθρο του, με αφορμή το διπλό συλλεκτικό δίσκο που εξέδωσε  η «Μίνος» στη μνήμη του,  τον Οκτώβριο του 1990, έγραψε τα εξής:

 

«Σκέπτομαι συχνά τον Στράτο Διονυσίου. Κάθε μέρα, θάλεγα. Γιατί γράφω τραγούδια. Λαϊκά. Κι όποιος γράφει λαϊκά τραγούδια, ξέρει τι σημαίνει, να μη μπορεί πια, να λογαριάζει, ανάμεσα στους τραγουδιστές-συνεργάτες του, τον Στράτο.

Ο Διονυσίου ήταν ένα νόμισμα μοναδικό, που δεν θα ξανακοπεί. Είχε τη δική του φωνή. Τον δικό του τρόπο ερμηνείας. Δεν εμιμείτο κανένα παλιότερο συναδελφό του. Δεν ακουμπούσε σε άλλον. Ούτε στον Καζαντζίδη, ούτε στον Μπιθικώτση, ούτε στον Γαβαλά.

Ίσως, μια ιδέα, στον άλλο Στράτο, τον Παγιουμτζή. Αλλά, στο πιο σίγουρο, στο πιο στακάτο, στο πιο αρσενικό.

Υπάρχουν τραγούδια, που κανείς άλλος τραγουδιστής, δεν θα μπορούσε να τα ερμνηνεύσει, όπως ο Στράτος Διονυσίου. Μούρχεται στο νου, ένα δικό μου, με μουσική Μίμη Πλέσσα.

Το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Τραγούδι, που τον καθιέρωσε. Αναρωτιέμαι: ποιος τραγουδιστής, από τους παλιούς, τους νεότερους, τους νεότατους, θα έλεγε, με τον τρόπο που το είπε ο Στράτος, αυτό το τραγούδι; Νομίζω κανείς.

 

Ο Στράτος, ο τραγουδιστής, έρχεται από παλιούς καιρούς, αυθεντικούς. Είναι μάγκας. Έχει μετρημένες κουβέντες. Μιλάει στα ίσα. Υποφέρει, αλλά δεν κραυγάζει. Φοράει κοστούμι και γραβάτα και πανταλόνι με τσάκιση. Είναι ξυρισμένος και καθαρός, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του.

Όλ αυτά μαζί –κι άλλα πολλά- υπάρχουν στη φωνή του Διονυσίου. Και σ΄ αυτό που λέμε «ερμηνεία». Ο Στράτος, όταν τραγουδάει, δεν παίζει. Δεν περνάει σύρριζα απ΄ το τραγούδι. Μπαίνει στην καρδιά του. Κι αυτό, το καταλαβαίνεις. Βλέπεις καθαρά, πως έχεις να κάνεις μ΄ έναν άνδρα που αγαπάει, προδόθηκε, πονάει, διασκεδάζει. Χωρίς υπερβολές και ψευτίσματα.

 

Ο Διονυσίου, ως τραγουδιστής, είχε «βαριά σκιά». Δεν ήταν περαστικός. Ούτε περιστασιακός. Ήταν ένα ποτάμι. Ένα βουνό. Ένα δέντρο. Πιστεύω, πως είναι ένας από τους πέντε μεγαλύτερους λαϊκούς τραγουδιστές των 50 τελευταίων χρόνων, στον τόπο μας.

Αθήνα, Σεπτέμβρης 1990

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ»