Απεργούν την Τετάρτη οι αρχαιολόγοι

Πρώτη φορά από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους παρακάμπτεται (επί της ουσίας καταργείται) ο αρχαιολογικός νόμος που προβλέπει τον έλεγχο και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς πριν από κάθε οικοδομική-οικονομική δραστηριότητα.

Αυτό επιχειρείται με το νομοσχέδιο «Νέο θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και άλλες διατάξεις» του υπουργείου Οικονομικών που ψηφίζεται σήμερα από τη Βουλή, για να ανοίξει το δρόμο των επενδύσεων χωρίς εμπόδια.

 

Το περιεχόμενο αυτού του νομοσχεδίου βρίσκει αντίθετους τους αρχαιολόγους, που κήρυξαν 24ωρη απεργία για αύριο Τετάρτη (30/11/2016) και συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 11 π.μ. τόσο στο υπουργείο Πολιτισμού στην Αθήνα όσο και στο Αρχαιολογικό Μουσείο θεσσαλονίκης.

 

Σε ανοικτή επιστολή του ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων προς τα μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η αρχαιότερη υπηρεσία του ελληνικού κράτους (ιδρύθηκε το 1829 από τον Ιωάννη Καποδίστρια), μερίμνησε για την ολοένα και πιο ολοκληρωμένη προστασία των αρχαιοτήτων, σύμφωνα και με την επιταγή του άρθρου 24 του Συντάγματος».

 

Ωστόσο, «με το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου «Νέο θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση οικονομικήςς δραστηριότητας και άλλες διατάξεις», αυτή η πορεία προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, για πρώτη φορά στη διάρκεια της ζωής του ελληνικού κράτους, αντιστρέφεται. Το σχέδιο νόμου, που έρχεται να ρυθμίσει την άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων, δεν λαμβάνει ουδόλως υπ’ όψιν του, στο πνεύμα και σε όλες τις διατυπώσεις του, τις αρχαιότητες και συνολικά την πολιτιστική κληρονομιά ως παράγοντα που επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα.

 

Αυτό γίνεται σαφές ήδη από το άρθρο 1, όπου αναφέρεται ρητώς ότι από τις διατάξεις του δεν θίγεται η πολεοδομική, χωροταξική και περιβαλλοντική νομοθεσία, ενώ η αρχαιολογική νομοθεσία δεν αναφέρεται πουθενά σε όλο το Γενικό Μέρος του σχεδίου νόμου (κεφ. Α΄-Ζ΄). Ειδικότερα, προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται από τις διατάξεις του υπό συζήτηση νόμου ή άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (άρθρο 3, παρ. 2), εγκαινιάζοντας έτσι την ανυπαρξία ελέγχου και εκτίμησης της επίδρασης των σύγχρονων δραστηριοτήτων στο πολιτιστικό περιβάλλον. Επιπλέον, πολλοί είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων ο υπό συζήτηση νόμος καθιστά αδύνατο τον έλεγχο και την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος.

 

Για παράδειγμα, οι διατάξεις του θεσμοθετούν, μεταξύ άλλων, μία διαδικασία υπαγωγής δραστηριοτήτων σε καθεστώς απλής γνωστοποίησης της έναρξής τους (δηλαδή έναρξη της δραστηριότητας με προϋπόθεση την απλή γνωστοποίησή της στις αρχές), στην οποία δεν συμμετέχει με κανένα τρόπο το υπουργείο Πολιτισμού (άρθρα 5, 7), που είναι όμως το μόνο υπουργείο που έχει την αρμοδιότητα και την τεχνογνωσία να εκτιμήσει τους κινδύνους που πιθανώς εγκυμονεί μια δραστηριότητα για το πολιτιστικό περιβάλλον.

 

Σύμφωνα με το ίδιο σχέδιο νόμου, ο κίνδυνος βλάβης της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν συνιστά λόγο υπαγωγής κάποιας δραστηριότητας σε καθεστώς προληπτικού ελέγχου για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (άρθρο 7). Επιγραμματικά το κατατεθέν σχέδιο νόμου στη γενική του σύλληψη δεν λαμβάνει υπόψη:

α) Την προστασία των μνημείων της χώρας, τον κατεξοχήν φορέα προστασίας τους που είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία και το θεσμικό πλαίσιό τους, αγνοώντας την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας στο θέμα τόσο της πληθώρας των μνημείων της όσο και, επακόλουθα, της πολυπλοκότητας του αρχαιολογικού έργου, το οποίο επηρεάζει σημαντικά και μια σειρά οικονομικών δραστηριοτήτων.

β) Την ουσιαστική διευκόλυνση της οικονομικής δραστηριότητας των πολιτών, όταν, στις περιπτώσεις που γίνεται η έναρξή της χωρίς την έγκριση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, θα κληθεί ο ιδιώτης επενδυτής να αντιμετωπίσει εκ των υστέρων μια σειρά από ελέγχους που μπορεί να καταστήσουν ακόμη και ανενεργή την επιχείρηση. Υπάρχει επομένως το παράδοξο, ενώ ο σκοπός του σ/ν είναι η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, να λειτουργήσει τελικά ως τροχοπέδη στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας.

γ) Το μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της πολιτιστικής κληρονομιάς ως παράγοντα που επηρεάζει την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων, δεδομένου ότι οι αρχαιότητες δεν είναι εκ των προτέρων γνωστές στο σύνολό τους, αλλά συχνά εντοπίζονται με αφορμή τις δραστηριότητες αυτές.

δ) Την αδιάρρηκτη σχέση ανάμεσα στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, σύμφωνα με τους σύγχρονους ορισμούς τους, όπως τεκμηριώνονται από όλους τους διεθνείς φορείς και όπως ορίζεται και στο Σύνταγμα της χώρας. Η διάρρηξη αυτής της σχέσης καθιστά ανενεργό το δικαίωμα του πολίτη να απολαμβάνει στην ολότητά του το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον».

 

Και καταλήγει: «Οι διατάξεις του υπό συζήτηση νόμου καθιστούν τη Ελλάδα ανεξέλεγκτο πεδίο, από άποψη αρχαιολογικού ελέγχου και προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αν οι διατάξεις του εφαρμόζονταν ήδη, πολλά π.χ. από τα μνημεία που έφερε στο φως η εντατική αρχαιολογική έρευνα των τελευταίων δεκαετιών στη Μακεδονία δεν θα κοσμούσαν τα μουσεία μας, ούτε θα αποτελούσαν αντικείμενα διατριβών και επιστημονικών συγγραμμάτων. Θα είχαν καταστραφεί εν κρυπτώ και μέρος τους θα διακινείτο παράνομα σε ιδιωτικές συλλογές του εξωτερικού».