Της Ζωής Τόλη

Στο θέατρο «Πόρτα» απολαύσαμε μια εξαιρετική παράσταση μεστού αλληγορικού και συμβολικού λόγου με τίτλο «Η δίκη του Κ.», σε διασκευή και σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου.

Το φιλοσοφικό αυτό δυστοπικό μυθιστόρημα του Κάφκα -παρότι ημιτελές- αποδόθηκε με τρόπο ρωμαλέο μέσα σ’ ένα μίνιμαλ σκηνικό, το οποίο υποστήριξε με ευρηματικότητα, αφενός μεν το σκοτεινό μύθο του έργου, αφετέρου το moto των συντελεστών του θεάτρου που δεν είναι άλλο από τη ρήση του Μπέκετ: «Μπροστά σου το χειρότερο ώσπου ν’ αρχίσεις να γελάς».

 

Η υπόθεση αφορά στη σύλληψη του Γιόζεφ Κ., ενός ανώτερου τραπεζικού υπαλλήλου, από όργανα μιας ακαθόριστης Αρχής, χωρίς ποτέ να του διευκρινιστεί ή να του αποδοθεί κατηγορία. Έτσι ξεκινά ο εφιάλτης του Γιόζεφ, γιατί ενώ τον αφήνουν ελεύθερο, τον διαβεβαιώνουν ότι κάποτε θα δικαστεί. Από εκεί και έπειτα η ζωή του γίνεται παράλογη και κωμική, όταν η ανάκριση στην οποία υποβάλλεται ανατρέπει κάθε ισορροπία, μετατρέποντας τις όποιες καταφάσεις σε αντιφάσεις.

 

123 dikikafkaΤο μαύρο χιούμορ, λοιπόν, που διαπνέει το έργο, απορρέει από την επισφαλή συνθήκη ότι όλα είναι ρευστά και τίποτε δεν είναι στέρεο ή οικείο και συνάμα φανερώνει την ανοιχτή κριτική του συγγραφέα στη δύναμη της εξουσίας. Ο πρωταγωνιστής μάχεται με τον εαυτό του -αυτοενοχοποιείται- αλλά και με το γραφειοκρατικό μηχανισμό, αγωνιώντας να οριοθετηθεί ξανά μέσα σ’ ένα χαοτικό, κολασμένο και γκροτέσκο περιβάλλον.

 

Η περιγραφή της ανθρώπινης τραγικότητας και του αισθήματος ενοχής ερμηνεύονται αξιόλογα από το καστ των ηθοποιών, με τον Μιχάλη Συριόπουλο να ξεχωρίζει ως Γιόζεφ Κ. και τον Σωκράτη Πατσίκα ως δικηγόρο. Ο τελευταίος μαζί με το ζωγράφο και τον ιερέα ωθούν τον ήρωα σε λαβύρινθο και τον βυθίζουν στην αγωνία και τον τρόμο του εξωπραγματικού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το έργο εξελίσσεται σε θρίλερ με έντονα κωμικά στοιχεία.

 

Ο σκηνοθέτης διαχειρίστηκε αριστοτεχνικά το υλικό του αξιοποιώντας και την άποψη του Μίλαν Κούντερα ότι το μείγμα ελαφρύτητας – βαρύτητας, κωμικού – θλιβερού, λογικού – παράλογου που χαρακτηρίζουν όλο το μυθιστόρημα δημιουργούν μια απαράμιλλη ομορφιά.

 

Τα εκφραστικά μέσα των ηθοποιών -εξαίρετη η Σ. Πάσχου στην επιμέλεια κίνησης- λιτά, με φρεσκάδα μινιμαλισμού εξασφαλίζουν ροή, χείμαρρο εικόνων και δραματική ένταση.

Ο Μιχάλης Συριόπουλος είναι καταπληκτικός, ταυτίζεται με το ένδυμα του ρόλου, ερμηνεύει με υποκριτική χάρη και αυτοτέλεια και χρησιμοποιώντας κατ’ εξοχήν το πρόσωπό του εδραιώνει τη δραματουργική πυκνότητα.

 

Σκηνική δεινότητα -άνεση, πειστικότητα- διακρίνει τους Σωκράτη Πάτσικα και Ειρήνη Μπούνταλη.

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, επίσης ταλαντούχοι και αυθεντικοί, συνεισφέρουν ολιστικά στη χειμαρρώδη εξέλιξη της πλοκής και ιδιαίτερα στην αισθητή παρουσία του μαύρου χιούμορ, ως ανώτερης εξέγερσης του πνεύματος (Μπρετόν, 1935).

 

Αξιοσημείωτη η τελευταία φράση του Γιόζεφ Κ. «σαν το σκυλί», γιατί δείχνει ότι η μοναδική αξία και αλήθεια είναι η συναίσθηση της αξιοπρέπειας. Ο θεατής συμμετέχει και μαγεύεται όταν αντιλαμβάνεται την ανάμειξη φιλοσοφικής στάσης απέναντι στο ακατανόητο με τη λεπτή αίσθηση της πικρής σάτιρας.

 

Σκηνικά, κοστούμια και φωτισμός είναι εξαιρετικά, υποβλητικά και ταιριαστά στο ύφος του θεατρικού έργου.

«Η δίκη του Κ.», του Θ. Μοσχόπουλου και της ομάδας του, επιβεβαιώνει αυτό που ο μελετητής του Κάφκα Franz Baumer είπε: «Ο Κάφκα δεν αρθρώνει κάποιο πολιτικό δόγμα, αλλά μια πνευματική κατάσταση και μια κριτική ευαισθησία που το κύριο όπλο της είναι η ειρωνεία και το χιούμορ».