Της Ζωής Τόλη

Στο θέατρο «Άνεσις» συνεχίζεται η πετυχημένη παράσταση «Έγκλημα και Τιμωρία» του Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, σε διασκευή-σκηνοθεσία Λεβάν Τσουλάτζε, με έναν εξαιρετικό θίασο.

«Όλοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά κανένας δεν σκέφτεται να αλλάξει τον εαυτό του» διατύπωσε ο μεγάλος κλασικός δημιουργός. Το εμβληματικό αυτό μυθιστόρημα, γραμμένο το 1866, εμπνεύστηκε ο σημαντικός Ρώσος συγγραφέας από την επικαιρότητα της εποχής, όταν ένας φοιτητής σκότωσε ένα γέροντα με κίνητρα σχεδόν ομόλογα με του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος Ρασκόλνικοφ (ένας φτωχός πρώην φοιτητής της Νομικής στην Πετρούπολη). Ο ήρωας του έργου δολοφονεί τη γριά τοκογλύφο που τον δάνειζε και την αδελφή της που έτυχε να είναι μάρτυρας της εγκληματικής πράξης. Κίνητρο ήταν η ληστεία, αλλά φαίνεται πως ο Ρασκόλνικοφ επεδίωξε να υπερβεί τα ηθικά και κοινωνικά εσκαμμένα, δοκιμάζοντας τον ίδιο του τον εαυτό, εάν δηλαδή ανήκει στην κατηγορία εκείνων των χαρισματικών ανθρώπων που ξεχωρίζουν από τους συνηθισμένους, τους κοινούς.

 

Η φιλοσοφία του διατυπώνεται με ακραίες θέσεις, διαχωρίζει τους πολίτες σε ικανούς και ανίκανους, νομίζει πως έχει το δικαίωμα (δρώντας ως υπεράνθρωπος) να παρακάμπτει ή να εξαφανίζει τους δεύτερους για να ωφεληθεί το σύνολο με γνώμονα το καθαρό, το υγιές, το καινούργιο.

 

Κατά τον Τόμας Μαν, το μυθιστόρημα αυτό είναι το μεγαλύτερο όλων των εποχών. Και βέβαια έχει δίκιο, αφού το έργο είναι μια μελέτη πάνω στη συνείδηση, την ηθική και την πίστη των ανθρώπων και αφορά τις κοινωνικές τάξεις και τις μεταξύ τους διακρίσεις της εποχής εκείνης στην Πετρούπολη, αλλά και κάθε εποχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι σχολίασε για το «Έγκλημα και Τιμωρία»: «Εδώ αναπτύσσεται η συνολική διαδικασία του εγκλήματος. Ο δολοφόνος βασανίζεται από άλυτα προβλήματα και απρόσμενα συναισθήματα. Θείοι και ανθρώπινοι νόμοι ζητούν να τους καταβληθεί αντίτιμο. Και, στο τέλος, αναγκάζεται να παραδοθεί, ούτως ώστε παρότι ίσως πεθάνει στη φυλακή, να μπορεί να χαρεί τη συντροφιά των άλλων πλασμάτων. Τον οδηγεί σ’ αυτό η αίσθηση ότι απομονώθηκε από την υπόλοιπη ανθρωπότητα».

 

2 eglima anesis

 

Για τον ιδεαλιστή φοιτητή η υπακοή και η συμμόρφωση στους νομικούς κανόνες δεν συμπορεύεται πάντα με τον ηθικό κώδικα, καθώς η τοκογλύφος νομικά ήταν κατοχυρωμένη, αλλά ηθικά συντελούσε στην κοινωνική αδικία και ανισότητα, γιατί εκμεταλλευόταν τους πελάτες της. Εδώ παρουσιάζεται το ερώτημα εάν το νόμιμο ταυτίζεται με το ηθικό, ένα πάντα επίκαιρο φιλοσοφικό δίλημμα.

 

Ο σπουδαίος Ρώσος μυθιστοριογράφος καταπιάνεται με σοβαρά υπαρξιακά ζητήματα τα οποία αναλύει σε βάθος, οδηγώντας το θεατή στα μονοπάτια σκέψης ενός ιδιαίτερα ευφυούς, χαρισματικού και ευαίσθητου νέου, από χαμηλό κοινωνικό στρώμα, με συγγραφικές ικανότητες. Το αριστούργημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι είναι μια κατάβαση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, ταυτόχρονα μια αναδίπλωση του συγγραφέα προς θέσεις πιο συντηρητικές πολιτικά και θρησκευτικά και ένας ύμνος στις παραδοσιακές αξίες της αγροτικής Ρωσίας.

 

11 anesisΤο διπλό φονικό ο δράστης το καλύπτει με το περίβλημα μιας ιδιότυπης δικαιοσύνης που τον οδηγεί κατευθείαν σε μοναχικό και εφιαλτικό μονόδρομο. Αν και πλημμυρίζει από αντιφατικές σκέψεις και αμφίσημα επώδυνα συναισθήματα, μετά τη δολοφονία η έννοια της ηθικής ανατρέπεται, καθώς η διαφορά ανάμεσα στο καλό και το κακό χαλαρώνει στη σκέψη και τη δράση του, ωθώντας τον σε λαβύρινθο ενοχικών εμμονών και παραισθήσεων (θολώνει το μυαλό του). Στο τέλος, καταφέρνει να περιορίσει την αλαζονεία του και συνειδητοποιεί μέσω του ανακριτή Πορφύρη (Ιεροκλής Μιχαηλίδης) την ηθική του ευθύνη και μέσω της αγάπης της Σόνιας (Αννίτα Κούλη) την αξία της εξιλέωσης. Γι’ αυτό μεταστρέφεται, ομολογεί και ζητά την τιμωρία του.

 

Ο Τάσος Ιορδανίδης υποδύεται τον Ρασκόλνικοφ με υποκριτική αυτοτέλεια, εκπληκτική πειστικότητα, με σωστές κορυφώσεις και με εύπλαστη τεχνική εξασφαλίζει την αναγκαία δραματικότητα μέσα σε πολυδιάστατη σκηνική ισορροπία. Ενδεικτική η μέθεξή του με την αγαπημένη του Σόνια, την αδελφή του Ντούνια, το συμφοιτητή του Ραζουμίχιν και τον Μαρμελάντοφ.

Ο Πορφύρης Πετρόβιτς ενσαρκώνεται από τον στιβαρό και ταλαντούχο Ιεροκλή Μιχαηλίδη, ο οποίος παίζει με επιδεξιότητα και μέσα στο ερμηνευτικό του κέντρο το δύσκολο ρόλο του πανούργου ανακριτή με το αστυνομικό δαιμόνιο. Γνωρίζει από την αρχή τον ένοχο, διατυπώνει την άποψη ότι το πρόβλημα του φοιτητή είναι η ευφυΐα του και εκτελεί το στρατηγικό του σχέδιο μέχρι να αναγκάσει το δράστη να ομολογήσει. Δείχνει να θαυμάζει την οξύνοια και τον τρόπο σκέψης του φοιτητή.

 

 

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί δημιουργούν ένα μωσαϊκό χαρακτήρων με στέρεο σκηνικό εύρος. Άμεσος και σπαρακτικός ο έμπειρος Θοδωρής Κατσαφάδος (Μαρμελάντοφ), γλυκιά και αέρινη, εκφραστικά παιχνιδιάρα, φρέσκια παρουσία η Σοφία Πανάγου (Ντούνια), αξιοπρεπής και συνειδητοποιημένη στο ρόλο της, χωρίς ιδιαίτερες κορυφώσεις η Αννίτα Κούλη (Σόνια), παρότι το κείμενο ευνοούσε κάτι βαθύτερο. Δυναμικός, πειστικός, χειμαρρώδης, αστείος ο Δημήτρης Καπετανάκος (Ραζουμίχιν), κυνικός και σαρκαστικός ο Δημήτρης Διακοσάββας στο διπλό του ρόλο (γριά τοκογλύφος – μεταρρυθμιστής Λούζιν).

Μόνη ένσταση κάποιες υπερβολές στις ερμηνείες του Κατσαφάδου και του Διακοσάββα εκπλήσσουν ως μη αναμενόμενες, χωρίς όμως να επηρεάζεται ολιστικά η δυναμική της παράστασης.

 

Η σκηνοθεσία ευρηματική και αβανταδόρικη διαχειρίστηκε τον πλούτο αυτού του δραματοποιημένου μυθιστορήματος με έξοχο τρόπο. Ο Λεβάν Τσουλάτζε επιμελήθηκε επίσης τους φωτισμούς και τη μουσική, τα σκηνικά είναι του Σταύρου Λίτινα (εξαιρετικά, ευφάνταστα), τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη και η μετάφραση από τα γεωργιανά της Χάτια Γκόσουα.

 

Η βαθιά μελέτη της ανθρώπινης ψυχής και των σκοτεινών νόμων που τη διέπουν καθιερώνει το αριστούργημα του Ρώσου συγγραφέα ως μια διαχρονική και πάντα επίκαιρη λογοτεχνική ανατομία του υποσυνείδητου, γραμμένη το 1866, σε μια εποχή που ο όρος υποσυνείδητο δεν είχε ακόμη επινοηθεί.

Μια παράσταση που αξίζει.