Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η δύναμη του σεξ και το χαμένο αμερικανικό όνειρο, σε δύο θεατρικές παραστάσεις που παρακολουθήσαμε στο Μπρόντγουεϊ.

Τις διαβολικές ερωτικές παγίδες που επινοούν η μαρκησία Ντε Μερτέιγ και ο κόμης Ντε Βαλμόν, στο επίμαχο την εποχή του μυθιστόρημα «Οι επικίνδυνες σχέσεις» του Λακλός (γραμμένο το 1782), τις παρακολουθήσαμε παλιότερα σε τρεις πολύ καλές, η κάθε μια για διαφορετικούς λόγους, ταινίες: «Επικίνδυνες σχέσεις» του 1959, σκηνοθετημένη από τον Ροζέ Βαντίμ (με τον Ζεράρ Φιλίπ και τη Ζαν Μορό) του 1988, σκηνοθετημένη από τον Στίβεν Φρίαρς (με τον Τζον Μάλκοβιτς και την Γκλεν Κλόουζ) και, με τον τίτλο «Βαλμόν», το 1989 του Μίκλος Φόρμαν (με τον Κόλιν Φερθ και την Ανέτ Μπένινγκ). Μου ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο να παρακολουθήσω στο Μπρόντγουεϊ, στο θέατρο Booth, την παραγωγή που σκηνοθέτησε η Αγγλίδα Τζόζι Ρουρκ, με τον Λιβ Σράιμπερ και την Τζάνετ ΜακΤι στους ρόλους του περιβόητου αυτού, μοχθηρού ζευγαριού.

 

Ακριβώς η παρουσία των δύο αυτών ηθοποιών, τεράτων θα έλεγα, στη σκηνή, με τα μανιχαϊστικά τους σχέδια και τις συνεχείς συγκρούσεις (με την υποβόσκουσα ερωτική έλξη, που αρνούνται να παραδεχτούν αλλά που καθορίζει τις καταστροφικές πράξεις τους), είναι το κύριο ατού τής παραγωγής που απολαύσαμε – και η οποία ξεκίνησε από το Donmar Warehouse του Λονδίνου. Η σαθρή ατμόσφαιρα της εποχής, με τον αγώνα εξουσίας μέσα από τα διάφορα σεξουαλικά παιχνίδια (ο Ντε Σαντ και τα βιβλία του δεν απέχουν και πολύ), με τους γεμάτους σεξουαλικά υπονοούμενα, συχνά διαβρωτικούς, διαλόγους (η διασκευή είναι του Κρίστοφερ Χάμπτον), μεταδίδεται μέσα από το σατανικό στοίχημα που βάζουν μεταξύ τους τα δύο σεξουαλικά αυτά «όρνεα», οι δύο πρώην (ίσως και μελλοντικοί) εραστές και νυν συνωμότες, με τον Βαλμόν να αναλαμβάνει να κερδίσει τον έρωτα της μαντάμ Ντε Τουρβέλ (Μπριγκίτε Σόρενσεν), ενώ, παράλληλα αναλαμβάνει, για δική του ικανοποίηση, να ξελογιάσει την αθώα και σεξουαλικά άπειρη Σεσίλ (μια πολύ καλή ερμηνεία από την ελληνικής καταγωγής Έλενα Καμπούρις).

 

Η μονομαχία ανάμεσα στους δύο βιτσιόζους ανταγωνιστές εκτυλίσσεται στα πολυτελή, κομψά, ψυχρά σαλόνια της αριστοκρατίας, με τη σύγκρουση να διεξάγεται μέσα από σεξουαλικά υπονοούμενα και φαινομενικά άσχετες παρατηρήσεις, με τον Σράιμπερ και την ΜακΤι να μετατρέπουν σταδιακά τους διαλόγους τους σε φλόγες έτοιμες να βάλουν φωτιά στα ίδια τα θεμέλια της ήδη διεφθαρμένης κοινωνίας τους. Μια άγρια στην πραγματικότητα μονομαχία που θα οδηγήσει σε τραγωδία, την οποία ο Λακλός (και ο διασκευαστής του, Χάμπτον) αναπτύσσει διακωμωδώντας την, με τη σκηνοθέτρια Τζόζι Ρουρκ να την εκμεταλλεύεται για να κάνει ένα φεμινιστικό σχόλιο πάνω στις γυναίκες της εποχής, που μοναδικό τους όπλο ήταν το σεξ.

 

2 ninos brod

 

Στην Αμερική του χαμένου ονείρου

Μιαν άλλη, όχι και τόσο γνωστή, πλευρά της Αμερικής μάς παρουσιάζει ο Στίβεν Κάραμ στη μελαγχολική δραματική κωμωδία του «The Humans» («Τα ανθρώπινα όντα»), το άλλο έργο που είδα στο Μπρόντγουεϊ στο Θέατρο της Χέλεν Χέις. Ένα έργο που ξεκίνησε αρχικά οφ-Μπρόντγουεϊ και που η επιτυχία του το οδήγησε τελικά στο Μπρόντγουεϊ, με αποτέλεσμα να αποσπάσει το βραβείο Τόνι καλύτερου θεατρικού έργου του 2016. Πρόκειται για την Αμερική των απλών εκείνων ανθρώπων, απογόνων μεταναστών, που αναζητούσαν το αμερικανικό όνειρο και που τελικά αναγκάστηκαν να βολευτούν με ό,τι λιγοστό κατόρθωσαν στη χώρα των «ίσων ευκαιριών» και του ελεύθερου εμπορίου και άγριου ανταγωνισμού.

 

Το έργο εκτυλίσσεται την Ημέρα των Ευχαριστιών, σε ένα υπόγειο διαμέρισμα του Μανχάταν (στην περιοχή της Τσάιναταουν), όπου μαζεύεται για το παραδοσιακό γεύμα η οικογένεια Μπλέικ. Μια ιρλανδέζικης καταγωγής μικροαστική οικογένεια, με τον πατέρα, τη μητέρα και τη σε αναπηρική καρέκλα γιαγιά, που πάσχει από άνοια, να καταφτάνουν από την επαρχία για να περάσουν τη μέρα με τα παιδιά τους. Η μάζωξη γίνεται σε ένα θλιβερό υπόγειο, που έχει νοικιάσει η μικρότερη κόρη με το σύντροφό της, και στο οποίο, εκτός από τους γονείς και τη γιαγιά, έχουν έρθει και οι δύο άλλες, μεγαλύτερες αδερφές της. Στο διαμέρισμα αυτό, με δύο πατώματα που συνδέονται με μια ελικοειδή σκάλα, με ένα και μοναδικό παράθυρο που βλέπει σε ένα φωταγωγό γεμάτο αποτσίγαρα («εσωτερική αυλή», σύμφωνα με την κόρη), με τα πρόσωπα να ανεβοκατεβαίνουν τη σκάλα προετοιμάζοντας το δείπνο των Ευχαριστιών, παρακολουθούμε τις συζητήσεις των μελών της οικογένειας: συζητήσεις για τις δουλειές τους, τα δάνεια, τις αρρώστιες τους (μία από τις κόρες πάσχει από κολίτιδα), τα συναισθηματικά τους προβλήματα και, πάνω από όλα, το χρήμα.

 

Τις διανθισμένες με άφθονο χιούμορ πρώτες σκηνές, με τα πρόσωπα να δείχνουν να απολαμβάνουν τη σύναξη και να γιορτάζουν με ιρλανδέζικη διάθεση τη μέρα (με τραγούδια ιρλανδέζικα και διάφορες ιρλανδέζικες παραδόσεις), διαδέχονται άλλες όπου αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια διαδοχικά τα άλλα πιο σημαντικά, δραματικά σε κάποιες περιπτώσεις, προβλήματα των μελών της οικογένειας. Ήδη από τη σιωπηλή σε ένα μεγάλο βαθμό παρουσία του πατέρα, που οι αφηρημένες κινήσεις και το βλέμμα του αρχίζουν να υπονοούν τα υποβόσκοντα προβλήματά του, ο θεατής αισθάνεται πως οι Μπλέικ δεν είναι καθόλου όπως φαίνονται. Η αρχική ηρεμία δίνει τη θέση της σε διάφορες συγκρούσεις και αποκαλύψεις μυστικών, με το φινάλε να δίνει μια σκοτεινή χροιά στην όλη εξέλιξη της ιστορίας.

 

Εκείνο που αφήνει μια αχτίδα φωτός στο έργο είναι, από τη μια, η προσέγγιση του συγγραφέα στα πρόσωπά του, προσέγγιση τρυφερή, ανθρώπινη, με πραγματική αγάπη για το καθένα από αυτά, αλλά και με αγάπη (παρά τις διαφορές τους) του καθενός από την οικογένεια για τον άλλο, και, από την άλλη, οι εξαίρετες ερμηνείες όλων των ηθοποιών, ερμηνείες συνόλου, με τον καθένα να μπαίνει κυριολεκτικά στο πετσί του ρόλου του. Από εκείνους πάντως που αληθινά με συγκίνησαν αξίζει να αναφέρω τον Ριντ Μπέρνι στο ρόλο του πατέρα (βραβείο Τόνι για το ρόλο του), της Λόρεν Κλάιν στο ρόλο της γιαγιάς και της Τζέιν Χούντισελ στο ρόλο της μητέρας.