Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες, είχε πει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, αλλά τα τελευταία χρόνια η απάθεια και η ατομική βολικότητα γκριζάρουν το πορτρέτο μας. Πριν από λίγες μέρες συμπληρώθηκαν 75 χρόνια από μια απλή ηρωική πράξη που για πολλούς είναι άγνωστη.

Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, 27 Απριλίου 1941, η πρώτη τους δουλειά ήταν να στείλουν ένα απόσπασμα υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς για να κατεβάσει τη Γαλανόλευκη από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και να υψώσει τη σβάστικα. Δεξιά ο Παρθενώνας, αριστερά οι Καρυάτιδες. Από την ελιά της Αθηνάς οι Γερμανοί αντικρίζουν στο ακραίο σημείο τού βράχου της Ακρόπολης τη γαλανόλευκη σημαία που θ’ αντικατασταθεί από τον αγκυλωτό σταυρό. Η εθνική σημαία με το μεγάλο σταυρό στη μέση λάμπει και τα χρώματά της τονίζουν και τονίζονται από τον Παρθενώνα που στέκει αγέρωχος και όμορφος όπως πάντα.

Εκεί, στη θέση Καλλιθέα, στο ανατολικό σημείο του Ιερού Βράχου, ο επικεφαλής του αποσπάσματος ζήτησε από τον εύζωνα που φρουρούσε τη σημαία μας να την κατεβάσει και να την παραδώσει.

 

Ο απλός αυτός φαντάρος, όταν στις 8:45 το πρωί έφθασαν μπροστά του οι κατακτητές της χώρας μας και με το δάκτυλο στη σκανδάλη των πολυβόλων τους τον διέταξαν να κατεβάσει το εθνικό μας σύμβολο, δεν έδειξε κανένα συναίσθημα. Δεν πρόδωσε την τρικυμία της ψυχής του. Ψυχρός, άτεγκτος και αποφασισμένος… απλά αρνήθηκε! Οι ώρες της περισυλλογής, που μόνος του είχε περάσει δίπλα στη σημαία, τον είχαν οδηγήσει στη μεγάλη απόφαση. «ΟΧΙ»!

Αυτό μονάχα πρόφερε και τίποτε άλλο. Μια απλή λέξη, με πόση όμως τεράστια σημασία και αξία. Η ελληνική μεγαλοσύνη σε όλη την απλή μεγαλοπρέπειά της κλεισμένη μέσα σε δύο συλλαβές!

 

Ο λοχαγός Γιάκομπι διέταξε ένα Γερμανό στρατιώτη να το πράξει. Ο στρατιώτης την κατέβασε κι αφού με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του τη δίπλωσε πολύ προσεκτικά, την παρέδωσε στα χέρια του Έλληνα φρουρού.

Ο εύζωνας κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα με κατεβασμένο κεφάλι το διπλωμένο γαλανόλευκο πανί πάνω στα χέρια του. Και ύστερα τυλίχτηκε με τη σημαία, έτρεξε ώς την άκρη του Ιερού Βράχου και μπρος στα μάτια των εμβρόντητων Γερμανών ρίχτηκε μ’ ένα σάλτο στον γκρεμό, βάφοντας το εθνικό μας σύμβολο με το τίμιο αίμα του.

 

Οι Γερμανοί σκύβουν πάνω από το κενό: 60 μέτρα πιο κάτω κείτεται ο εύζωνας, νεκρός πάνω στο βράχο, σκεπασμένος με το σάβανο πού διάλεξε. Οι δύο Γερμανοί αξιωματικοί, που είναι επικεφαλής των εμπροσθοφυλακών, ο αρχηγός ιππικού Γιάκομπι και ο λοχαγός Έλσνιτς της 6ης ορεινής μεραρχίας, χρησιμοποιούν το ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών για να στείλουν μήνυμα στον Χίτλερ:

«Μάιν Φίρερ, στις 27 Απριλίου, στις 8 και 10, εισήλθαμε εις τας Αθήνας, επί κεφαλής των πρώτων γερμανικών τμημάτων στρατού, και στις 8 και 45 υψώσαμε τη σημαία τού Ράιχ πάνω στην Ακρόπολη και στο Δημαρχείο. Χάιλ, μάιν Φίρερ». 

 

Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρέωσε την προδοτική κυβέρνηση Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της σημαίας μας υπέστη έμφραγμα από τη συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει.

Όμως οι στρατιώτες και οι επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος είχαν συγκλονιστεί απ’ αυτό που είδαν και δεν κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Στις 9 Ιουνίου η είδηση δημοσιεύθηκε στην «Daily Mail» με τίτλο: «A Greek carries his flag to the death» (Ένας Έλληνας φέρει τη σημαία του έως το θάνατο).

Η θυσία του Έλληνα στρατιώτη έγινε αιτία να εκδοθεί διαταγή από το Γερμανό φρούραρχο να υψώνεται και η ελληνική σημαία δίπλα στη γερμανική. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, εκεί στα Αναφιώτικα κάτω από τον Ιερό Βράχο, ζούσαν ακόμα αυτόπτες μάρτυρες, που είδαν το παλικάρι να γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα μάτια τους τυλιγμένο με τη Γαλανόλευκη. Και κάθε χρόνο, στο μνημόσυνό του στις 27 Απριλίου, άφηναν τα δάκρυά τους να κυλήσουν στη μνήμη του. 

 

Μια προσωπική έρευνα του αντιστασιακού Χαράλαμπου Ρούπα, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα της Αιγιαλείας» (12 Μαΐου 2006), για το γεγονός:

«Εγώ και οι φίλοι μου, περίεργοι και αργόσχολοι συνταξιούχοι, αρχίσαμε να ψάχνουμε στην Πλάκα μέσα στα παραδοσιακά ταβερνάκια και καφενεία, μήπως βρούμε κάποιο γεροντάκι που να μας έλεγε κάτι το σχετικό. Όλοι γνώριζαν το περιστατικό, αλλά μας έλεγαν, “άκουσα… μου είπαν…”, δηλαδή αυτά που γνωρίζαμε κι εμείς. Τελικά, ψάχνοντας και κάνοντας με υπομονή την έρευνά μας, βρήκαμε μία γριούλα που μας είπε: “Πηγαίνετε κάτω στου Μακρυγιάννη, κι εκεί ζει ένας πρώην τσαγκάρης. Αυτός είναι ο γιος τού παγοπώλη ο οποίος με το καροτσάκι του πήρε το νεκρό στρατιώτη, και τον επήγε στο Α’ Νεκροταφείο και τον έθαψε”.

 

Τελικά, συναντήσαμε τον γερο-τσαγκάρη. Δυσκολευθήκαμε όμως να του δώσουμε να καταλάβει το τι θέλαμε να μας πει, διότι ούτε άκουγε κι ούτε έβλεπε καλά. Στο τέλος, συγκινημένος, μας είπε:

“Εκείνη την ημέρα είχαμε κλεισθεί στα σπίτια μας, όπως κι όλη η Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 16 χρονώ. Ακούσαμε στο δρόμο μία γριά που στρίγκλιζε. Πεταχτήκαμε τότε στο δρόμο δύο-τρεις, για να δούμε το τι συμβαίνει, και τότε είδαμε το τραγικό αυτό θέαμα: Ένα χιλιοστραπατσαρισμένο πτώμα ντυμένο στο χακί και μία σημαία γύρω του ματωμένη. Χαρτιά, πορτοφόλι κ.λπ. δεν βρέθηκαν επάνω του, εκτός από ένα δελτάριο που έγραφε το όνομά του. Το δελτάριο το κράτησε ένας φίλος του πατέρα μου. Επειδή ο πατέρας μου κι εγώ μοιράζαμε κολόνες πάγου στα σπίτια, είχαμε ένα καρότσι. Το έβαλαν το παλληκάρι μέσα μαζί με τη σημαία, το σκέπασαν με μία κουβέρτα και το πήγαν μαζί με το φίλο του στο Α΄ Νεκροταφείου και το έθαψαν.

Εκεί βρήκαν έναν παπά και του είπαν τι είχε συμβεί. Αυτός τους πήγε σε έναν ανοικτό τάφο, τύλιξαν το παλληκάρι με ό,τι είχε μείνει από τη σημαία, είπε και δύο-τρία λόγια ο παπάς και το παράχωσαν. Εκείνο όμως που πρέπει να σας τονίσω, αυτό το τραγικό περιστατικό από στόμα σε στόμα το είχε μάθει όλη η Αθήνα. Ο πατέρας μου φοβήθηκε και δεν με πήρε μαζί του. Εάν πήγαινα κι εγώ, τότε θα σας υπέδειχνα πού ακριβώς είναι παραχωμένο το παλληκάρι. Τον πατέρα μου, τον έχασα τον Ιανουάριο του 1942 στη μεγάλη πείνα”».

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ είναι τ’ όνομα του ευζώνου. Ψιθυρίστε το, έστω και βουβά, μέσα σας,
κάθε φορά που αντικρίζετε τη σημαία μας.

Και κάτι άλλο:
Το να προσπαθεί κάποιος να εξαλείψει μιαν Ιδέα, είναι σαν να προσπαθεί να… συνθλίψει τον αέρα με μια μυγοσκοτώστρα…

Κι ΕΜΕΙΣ οι ΕΛΛΗΝΕΣ είμαστε… πλήρεις ΙΔΕΩΝ…

Ειδικά σήμερα, που οι σύγχρονες Ερινύες μετατρέπουν σε εφιάλτη το όνειρο του Έλληνα για να τον κάνουν άβουλο αμνό, πειθήνιο όργανο.

Η λήθη είναι το μεγαλύτερο και το πιο αναίμακτο όπλο κατάκτησης, άλλωστε!