Tης Μαρίας Δήμου

Πώς μπορεί να είσαι ξένος στην πατρίδα σου; Πώς γίνεται να σε ξεχωρίζουν και να σε στιγματίζουν οι πατριώτες σου; Τουρκόσποροι, ξενομερίτες…

Παλιολλαδίτες οι δικοί μας. Ήρθαν απ’ την Εύβοια λίγο πριν τον πόλεμο. Φτωχοί, άκληροι, ξένοι, δαχτυλοδειχτούμενοι. Ήρθε πρώτα ο Γιώργος, φαντάρος, έκανε τη θητεία του. Παντρεύτηκε ντόπια, ήξερε γράμματα, ήταν λογιστής του καιρού εκείνου, μπήκε στο φόρο, στο Δήμο. Κάλεσε και την αδερφή του και το γαμπρό του με τα παιδιά. Μωρά ακόμα ήρθαν στην Κομοτηνή, έμειναν στα Οβραίικα, πίσω από το τείχος, εκεί στην Αθανασίου Διάκου.

 

Πήρε το γαμπρό κοντά του, προσπάθησε να τον βοηθήσει ο Γιώργος. Μα ο Σταύρος δύσκολος άνθρωπος, παράξενος, αλλόκοτος, δε στέριωσε σε δουλειά. Φτώχεια και των γονέων. Ξενόπλενε η Σταυρούλα, δούλευε σ’ όποιο σπίτι έβρισκε, σε χωράφια, σε μπαξέδες. Τ’ αγόρια, τσομπανάκια στα γουρούνια του γείτονα, εξασφάλιζαν τη βούκα της ημέρας. Ξένοι, άκληροι, στιγματισμένοι…

 

Κι ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή κι οι Βούλγαροι. Επιτάχθηκε το σπίτι που έμεναν. Στριμώχθηκαν σ’ ένα δωμάτιο στον κάτω όροφο κι επάνω ο Βούλγαρος αξιωματικός. Οι παλιολλαδίτες μπήκαν στο στόχαστρο. Να γραφτούν Βούλγαροι, να μπουν στο βιβλίο των κατεχόντων, να αποτελέσουν υπόδειγμα και παράδειγμα για τους υπόλοιπους.

– Αφού γράφτηκε ο παλιολλαδίτης που είναι από την κάτω Ελλάδα, από την «καθαρή» Ελλάδα, τρομάρα του, εσείς τι θα κάνετε; Εσείς τουρκοσπόροι, Αρβανίτες…
Το παράδειγμα να υπάρχει…

 

Και δώσ΄ του ξύλο και βρισιές και κοροϊδίες. Κι η φτώχεια να θεριεύει, κι η πείνα να αφανίζει. Μικρά παιδιά στην ανάπτυξη τ’ αγόρια, νηστικά, πεινασμένα. Ούτε ένα χωραφάκι στο χωριό, ούτε μια αυλή στην πόλη για κανένα χόρτο. Πείνα, πείνα…

 

Κάποτε η κυρα-Σταυρούλα κατάφερε να βρει δυο χούφτες σιτάρι. Ήταν Θεριστής κι απ’ τα χωράφια μάζεψε τ’ απομεινάρια του σταριού με τ’ άχυρα ανακατεμένα. Καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού και τα ‘χε στην ποδιά της. Ξεχώριζε το στάρι να το αλέσει, να κάνει χυλό για τα παιδιά της. Ξεχώριζε σπυρί σπυρί με τα ακροδάχτυλα, τα μάτια δε βοηθούσαν.

 

platanigeramos

 

Η πείνα της πήρε την όραση, αβιταμίνωση είπαν πολύ αργότερα οι γιατροί. Ξεχώριζε η κυρα-Σταυρούλα το σπυρί το σιτάρι κι ήλπιζε να ξεγελάσουν την πείνα τους. Μάταιος κόπος, φρούδα ελπίδα. Στο λεπτό τα σπυριά το στάρι βρέθηκαν στο δρόμο, στο χώμα, σκόρπια, χαμένα. Το χέρι του Βούλγαρου τράβηξε την ποδιά της, τινάχτηκαν τα στάρια στον αέρα, σκόρπισαν, χάθηκαν. Το γέλιο του αντήχησε στο σοκάκι. Κατέβηκε τα σκαλιά του σπιτιού ο Βούλγαρος του πάνω ορόφου και χάθηκε στο στενό της Αθανασίου Διάκου. Άλλη μια μέρα πείνας στο σπίτι, άλλη μια μέρα με το στομάχι άδειο.

 

Κι όσο η κατοχή κρατούσε, τόσο η πείνα τους θέριζε. Ο Στέλιος, δεκατριών χρόνων αγόρι, μεγάλωνε σαν όλα τα παιδιά της οικογένειας, παράταιρα με την ηλικία του. Οχι βούκα, ούτε ψίχουλο δεν υπήρχε στο σπίτι. Κι όταν η γειτόνισσα άφηνε την τελευταία της πνοή με μία βούκα μπομπότα στο στόμα, ο Στέλιος την άρπαξε για να νικήσει εκείνος το θάνατο που παραφύλαγε.

 

Πόση απελπισία μπορεί να νιώσει κάποιος, πόσο φόβο και πόση αγωνία για τη ζωή τη δική του αλλά και τον παιδιών του. Ο Σταυρός ήταν αυτός που ήταν κι όλοι υπέφεραν και δυστυχούσαν. Η κατοχή, η φτώχεια, η δυστυχία, η μοναξιά του ξενομερίτη. Άγρια πράγματα, αγριεύουν τους ανθρώπους. Τσομπανάκια τα παιδιά με καλαμποκόφυλλα για παπούτσια μάζευαν κλαδιά για το άναμμα του φούρνου της γειτονιάς, μήπως κι ο φούρναρης τους κάνει το χατίρι και τους δώσει μία φέτα ψωμί παραπάνω από το δελτίο. Πόσα αντέχει ο άνθρωπος είναι θαυμαστό κι άξιο απορίας.

 

Τον Μάρτιο του ΄43 όμως ξημέρωσε μια διαφορετική μέρα στη γειτονιά. Πέμπτη 4 του μήνα ξημερώματα μάζεψαν τους Εβραίους της πόλης. Ξαφνικά κι απροειδοποίητα τα σπίτια άδειασαν από ανθρώπους. Οι Βούλγαροι αστυνομικοί κι οι υπάλληλοι του Υπ. Εξωτερικών μπήκαν στα σπίτια, πήραν τους Εβραίους της Κομοτηνής, 684 στον αριθμό. Σε λίγες μέρες οδηγήθηκαν στην Πολωνία. Ο θάνατός τους φρικτός.

 

Τα σπίτια άδειασαν εκείνο το ξημέρωμα από ανθρώπους αλλά τα πράγματά τους εξαφανίστηκαν τις επόμενες μέρες. Δεν ξέρω αν ο πόλεμος κι η φτώχεια κάνουν τόσο σκληρούς τους ανθρώπους. Οι γείτονες δεν περίμεναν την επιστροφή των αιχμαλώτων. Κάτι τους έδινε τη βεβαιότητα της μόνιμης απουσίας τους.

 

Τα δυο μικρά αγόρια εκείνο το πρωί του Μάρτη είδαν από την ανοιχτή πόρτα του εβραϊκού σπιτιού μια κατσαρόλα με φασόλια πάνω στη σόμπα. Ακόμα άχνιζε. Στοίχειωσε αυτή η κατσαρόλα στη μνήμη τους. Αυτό πήραν από το άδειο από ανθρώπους σπίτι. Μια κατσαρόλα φασολάδα που μέχρι το θάνατό τους μνημόνευαν μαζί με όσα προηγήθηκαν αλλά κι ακολούθησαν εκείνες τις μέρες, εκείνα τα χρόνια της κατοχής.

 

Η φασολάδα και το ξύλο για την εγγραφή στους βουλγαρογραμμένους έρχονταν και ξανάρχονταν στη μνήμη τους. Οι περιουσίες των Εβραίων και το βιβλίο των βουλγαρογραμμένων ακόμα στοιχειώνουν την πόλη…