Eμφύλιος, επαρχία. Δύο νεαροί παλαιστές, αδερφικοί φίλοι, καλούνται από τη στρατολογία προς κατάταξη. «Βάλε μια υπογραφή», λέει ο αξιωματικός στον πρώτο δίνοντας του δήθεν αδιάφορα ένα χαρτί. Όταν βλέπει πως ο νεαρός αναρωτιέται τι είναι αυτό που πρέπει να υπογράψει, τον πιέζει: «Έλα, αργήσαμε, γρήγορα!». «Μα τι είναι αυτό;», επιμένει με αφέλεια ο παλαιστής. «Παραλαβή υλικού…», απαντά με μια υποψία ειρωνείας ο αξιωματικός. Ο νέος άντρας, με δυσκολία αλλά επιμονή, αρχίζει να διαβάζει: «Αποκηρύσσω…». Αμέσως, καταλαβαίνει… «Αλλιώς;». «Μακρόνησο και βάλε» του λέει χαμογελώντας ο αξιωματικός. Το παιδί δεν υπογράφει. Και τον σπάνε στο ξύλο. Αυτόν, που στο παρελθόν, έχει συντρίψει θηρία στο ριγκ… Ο φίλος του, έτοιμος να ορμήσει, παρακολουθεί από απόσταση και στη θέα του συντρόφου του να συντρίβεται από την εξουσία, χωρίς να αντιδρά στο ελάχιστο, απελπίζεται. Οι δυό τους σύντομα ακολουθούν την πορεία χιλιάδων άλλων στην Μακρόνησο. Όμως δεν σταματούν να παλεύουν. Με έναν διαφορετικό τρόπο πια…

Παρακολουθώντας την ταινία «Παλαιστές», των Κώστα Σταματόπουλου και Σήφη Στάμου που μεθαύριο Τρίτη (3/11) το βράδυ (λίγο μετά τις 9 μ.μ.) θα προβληθεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Δράμας και του καθιερωμένου του ταξιδιού στην Αθήνα (Τριανόν, μέχρι την Τετάρτη 4 Νοεμβρίου), παρέα με άλλες εξαιρετικές ταινίες της φετινής σοδειάς, αναρωτιόμουν πως γίνεται δύο ντερέκια μέχρι εκεί πάνω, δυο παλαιστές, να μην παλεύουν, την κρίσιμη στιγμή -έστω για την τιμή των όπλων, έστω κι αν η μάχη αυτή έχει ήδη κριθεί.

Συζητώντας με τον Σήφη, που παρέα με τον Κώστα αποτελούν μέλη μιας δυναμικής κολεκτίβας ονόματι «Λοκομοτίβα» (μέλη της είναι επίσης η Θεοδοσία Γραμματικού και ο Χρήστος Γιάννος) συνειδητοποίησα αυτό που ήδη ένοιωθα μέσα μου, καθώς παρακολουθούσα την ταινία. Γιατί, μπορεί να είναι μια φτωχή, no budget παραγωγή, όμως αγγίζει ευαίσθητες χορδές χιλιάδων Ελλήνων και ξυπνά οικογενειακές μνήμες: εγώ ας πούμε βλέποντάς την θυμήθηκα τους δικούς μου παππούδες (τον Αλέκο Ξένο και την Άννα Ξένου, μουσικό και ηθοποιό αντίστοιχα), αγωνιστές στην Εθνική Αντίσταση, και πόσο υπέφεραν επι χρόνια αρνούμενοι να υπογράψουν δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης του κομμουνισμού. Κανείς δεν τους έδινε δουλειά χωρίς υπογραφή. Και όμως δεν υπέγραφαν. Ήταν θέμα τιμής.

Μιλώντας λοιπόν στη Δράμα με το Σήφη, έναν έξυπνο νεαρό σκηνοθέτη (ο Κώστας, δεν μπόρεσε να είναι μαζί μας διότι εκείνες τις μέρες έγινε μπαμπάς!), συνειδητοποίησα πως στο παράλογο και αμείλικτο αυτό σκηνικό της εποχής, όταν Έλληνες στρέφονταν εναντίον Ελλήνων, και μάλιστα αυτών των Ελλήνων που πριν ελάχιστο μόλις καιρό πολέμησαν με σθένος τον Κατακτητή, η πάλη παίρνει μια άλλη διάσταση. Αυτή του αγώνα. Οι δυο νεαροί παλαιστές, που έχουν συνηθίσει στις επευφημίες του κοινού τους, όπως δύο μικρά αγοράκια που φουσκώνουν από υπερηφάνεια όταν βάζουν κάτω τον κακό της τάξης, αίφνης συνειδητοποιούν πως αυτός ο αγώνας είναι πολύ διαφορετικός. Και πολύ πιο σοβαρός. Θέλει στρατηγική, επιμονή και σχεδιασμό. «Συνειδητοποιούν», όπως μου λέει και ο Σήφης, «πως εδώ δεν είναι νταηλίκι, δεν είναι μυϊκό το θέμα. Πως η υπεροχή είναι στο πνεύμα. Και βέβαια, μην αντιδρώντας, ο ήρωας προστατεύει ταυτόχρονα και τον φίλο του, που έχει μια παιδιάστικη παρορμητικότητα. Όντας πατρικός απέναντί του δεν θέλει να τον ξεσηκώσει».
Ίσως η στιγμή αυτή να ήταν και η στιγμή της δικής τους πραγματικής ενηλικίωσης…

 

«Έρχονται άνθρωποι που βλέπουν την ταινία, και μας λένε ο καθένας τη δική του ιστορία: συγγενών τους που δεν υπέγραψαν, που κατέληξαν στην εξορία… Ηταν ο δικος μας φόρος τιμής στους αλύγιστους», μου λεει ο Σήφης.
Φυσικά, υπήρξαν και οι άλλοι, που λύγισαν για να γλιτώσουν. «Δεν μπορείς βέβαια να τους διαγράψεις. Η πίεση να υπογράψουν ήταν τεράστια. Όμως δεν μπορώ να μην σκεφτώ τα λόγια του Λουντέμη: «Ο άνθρωπος έκανε να περπατήσει εκατομμύρια χρόνια. Δεν θα τον ξαναρίξω εγώ στα τέσσερα…».

 

Είναι πράγματα που δεν πρέπει να κλείνουμε στο συρτάρι, υποστηρίζει ο Σήφης Στάμου. «Εμείς παλεύουμε ως σκηνοθέτες ενάντια στη λήθη. Κάνουμε στρατευμένο σινεμά. Δυστυχώς σήμερα η πολιτική τοποθέτηση είναι ταμπού. Δεν πουλάει. Όποιος όμως δεν ξέρει την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει. Ακόμα και το πώς ερωτευόμαστε είναι αντανάκλαση των συνθηκών της ζωής μας»…

 

«Οι παλαιστές», είναι μια αληθινή ιστορία σε σενάριο του συγγραφέα Θωμά Μανόπουλου (βασισμένο σε ένα ανέκδοτο διήγημά του). Είναι η πρώτη απόπειρα παραγωγής ταινίας μικρού μήκους από το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Λαυρίου, με την κινηματογραφική Ομάδα «ΛΟΚΟΜΟΤΙΒΑ» και τον Χρήστο Γιάννου. Παίζουν οι Γιώργος Πέππας, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Δημήτρης Τζουμάκης και Κώστας Σαρδέλης. Την μουσική έγραψε ο Τασος Καρακατσάνης.
Την παραγωγή διευκόλυνε το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο και ο Βαγγέλης Κουτσούμπας με το καΐκι του που ταξίδεψε (για άλλη μια φορά) προς τη Μακρόνησο.