Του Γιάννη Παγουλάτου
Ο Ιμπραήμ και ο Κιουταχής υπήρξαν ίσως οι πιο ικανοί στρατηγοί του σουλτάνου, κατά την Ελληνική Επανάσταση. Όταν ανέλαβαν όμως από κοινού την πολιορκία του Μεσολογγίου, η συνεργασία τους μόνο αγαστή δεν ήταν. Ο ένας έβλεπε τον άλλον περισσότερο ως ανταγωνιστή παρά ως σύμμαχο.

Η αντιζηλία τους διήρκεσε για πολύ καιρό μετά την Ελληνική Επανάσταση και κορυφώθηκε όταν οι δύο άνδρες βρέθηκαν ξανά στο πεδίο της μάχης, αυτή τη φορά σε αντίπαλα στρατόπεδα.

Ο Μεχμέτ Ρεσίτ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Κιουταχή, γεννήθηκε στη Γεωργία το 1780 και ήταν γιος Χριστιανού Ορθόδοξου ιερέα. Όντας ακόμα έφηβος εξισλαμίσθηκε και οδηγήθηκε δούλος στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να υπηρετήσει στο σαράι. Εκεί, απέσπασε την εύνοια του σουλτάνου για την ευφυΐα του και άρχισε να συμμετέχει στη δημόσια ζωή της αυτοκρατορίας. Το 1809 διορίστηκε διοικητής της Κιουτάχειας, από όπου πήρε και το προσωνύμιο Κιουταχής. Κατά την Ελληνική Επανάσταση αναδείχθηκε σε έναν από τους ικανότερους Οθωμανούς στρατιωτικούς διοικητές, λαμβάνοντας μέρος σε πολλές μάχες. Τον Απρίλιο του 1825 άρχισε να πολιορκεί το Μεσολόγγι, η κατάληψη του οποίου ήταν απαραίτητη για τον έλεγχο της Στερεάς Ελλάδας. Η πόλη όμως παρέμενε απόρθητη, καθώς οι Έλληνες απέκρουαν όλες τις επιθέσεις του Κιουταχή, οδηγώντας τον σε αδιέξοδο.

Ο Ιμπραήμ ήταν θετός γιος του Μεχμέτ Αλή, ενός Τουρκαλβανού έμπορου, πολιτικού και στρατιωτικού από την Καβάλα, ο οποίος έγινε ηγεμόνας της Αιγύπτου και την κατέστησε ουσιαστικά ανεξάρτητη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Ιμπραήμ είχε γεννηθεί κι αυτός στην Καβάλα, το 1789, και ήταν επίσης αλβανικής καταγωγής. Όταν ο σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση, ο Μεχμέτ Αλής (ή Μοχάμετ Αλή πασάς) ανέθεσε την αποστολή αυτήν στο γιο του. Ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο τον Φεβρουάριο του 1825, σημειώνοντας μια σειρά από στρατιωτικές νίκες κατά των Ελλήνων. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς έφτασε στο Μεσολόγγι για να βοηθήσει τον Κιουταχή που, όπως αναφέρθηκε, πολιορκούσε ανεπιτυχώς την πόλη από τον Απρίλιο. Ήταν η αρχή μιας αντιζηλίας η οποία θα έμενε στην ιστορία.

Από την πρώτη στιγμή που ο Ιμπραήμ πάτησε το πόδι του έξω από το Μεσολόγγι ήταν απροκάλυπτα υπεροπτικός απέναντι στον Κιουταχή, τον οποίον αντιμετώπιζε σαν να ήταν κατώτερος ιεραρχικά. Η σχέση τους παρέμεινε τεταμένη καθ’ όλη την διάρκεια της πολιορκίας, κάτι που υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό τις κοινές προσπάθειες Οθωμανών και Αιγυπτίων. Αντικρίζοντας τις οχυρώσεις του Μεσολογγίου, ο Ιμπραήμ γύρισε και είπε ειρωνικά στον Κιουταχή: «αυτόν τον φράχτη δεν μπορείς να ρίξεις;». Συνεχίζοντας δε στο ίδιο αλαζονικό ύφος, εκτίμησε ότι θα κυρίευε το Μεσολόγγι το πολύ σε δεκαπέντε ημέρες. Ο Ιμπραήμ «θα τραβούσε το σχοινί» ακόμα περισσότερο και θα γινόταν πιο προκλητικός. Αδιαφορώντας για κάθε κανόνα δεοντολογίας πρότεινε να αναλάβει μόνος του τις επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων, χωρίς την βοήθεια του Κιουταχή. Ο τελευταίος κατάπιε την προσβολή και δέχτηκε, αποσύροντας τις δυνάμεις του. Η πολιορκία κατέστη αιγυπτιακή υπόθεση.

Ο Ιμπραήμ είχε πολλούς λόγους να διακατέχεται από υπερβολική αυτοπεποίθηση. Δεν ήταν μόνο οι στρατιωτικές νίκες που είχε πετύχει αλλά και η πίστη του στην ανωτερότητα του αιγυπτιακού στρατού. Μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, τα εξουθενωμένα ευρωπαϊκά κράτη προέβησαν σε μεγάλες περικοπές των αμυντικών τους δαπανών. Αυτό είχε αποτέλεσμα να μείνουν άνεργοι χιλιάδες επαγγελματίες στρατιωτικοί, οι οποίοι άρχισαν να αναζητούν την τύχη τους ως μισθοφόροι στην Ασία, την Αφρική αλλά και την αμερικανική ήπειρο. Ο Μοχάμετ Αλή πασάς προσέλαβε πολλούς από αυτούς και τους χρησιμοποίησε για να εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις του. Οι Αιγύπτιοι στρατιώτες εκπαιδεύονταν πλέον από Γάλλους και άλλους Ευρωπαίους αξιωματικούς, που εφάρμοζαν όλα όσα είχαν μάθει πολεμώντας υπέρ ή κατά του Ναπολέοντα. Έτσι, όταν ο Ιμπραήμ έφτασε έξω από το Μεσολόγγι, είχε να αντιπαρατάξει μια δύναμη η οποία είχε ελάχιστη σχέση με τα οθωμανικά άτακτα «ασκέρια» του Κιουταχή. Ο αιγυπτιακός στρατός ήταν οργανωμένος σε τάγματα, είχε ομοιόμορφες στολές, πολεμούσε σε παράταξη και έφερε ευρωπαϊκό οπλισμό.

Εντούτοις, τα πράγματα δεν πήγαν καλά για τον Ιμπραήμ. Οι δεκαπέντε ημέρες πέρασαν και ο «φράχτης» δεν είχε ακόμα πέσει. Το Μεσολόγγι άντεχε τον σφοδρό βομβαρδισμό του εχθρικού πυροβολικού ενώ οι Έλληνες πραγματοποιούσαν σύντομες εξορμήσεις, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Αιγυπτίους. Ήταν η σειρά του Ιμπραήμ να ταπεινωθεί. Τον Φεβρουάριο του 1826 αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια του Κιουταχή, ο οποίος επανήλθε θριαμβευτικά στις θέσεις μάχης των πολιορκητών. Όλον αυτόν τον καιρό εξάλλου, ο σουλτάνος προσπαθούσε μέσω απεσταλμένων να συμφιλιώσει τους δύο διοικητές. Οι κοινές προσπάθειες Οθωμανών και Αιγυπτίων απέδωσαν τελικά καρπούς και το Μεσολόγγι έπεσε στις 10 Απριλίου 1826, ύστερα από την ηρωική έξοδο των υπερασπιστών του. Παρόλα αυτά, η ευφορία της νίκης δεν μετρίασε την αμοιβαία αντιπάθεια που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στον Ιμπραήμ και τον Κιουταχή.

Η άλωση του Μεσολογγίου ήταν ένα βαρύ πλήγμα για τους Έλληνες, αλλά η επανάσταση συνεχίστηκε έχοντας –ως γνωστόν– αίσιο τέλος. Οι δρόμοι του Ιμπραήμ και του Κιουταχή χώρισαν προσωρινά. Ο πρώτος επέστρεψε στην Αίγυπτο ενώ ο δεύτερος διατέλεσε μέγας βεζίρης της αυτοκρατορίας, αξίωμα αντίστοιχο με αυτό του πρωθυπουργού.

Το 1831 ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Ιμπραήμ εισέβαλε στην Συρία, που βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή, και κατέλαβε αρκετές σημαντικές πόλεις. Στη συνέχεια, προχώρησε ακάθεκτος στην ενδοχώρα της Ανατολίας, σκοπεύοντας να φτάσει ως την Κωνσταντινούπολη. Ο σουλτάνος απέστειλε μια ισχυρή δύναμη για να ανακόψει την προέλαση των Αιγυπτίων. Επικεφαλής της δεν ήταν άλλος από τον Κιουταχή.

 

Στις 21 Δεκεμβρίου 1832, οι δύο αντίπαλοι στρατοί συναντήθηκαν στο Ικόνιο. Οι Οθωμανοί διέθεταν 53.000 άνδρες ενώ οι Αιγύπτιοι 15.000, υστερώντας σημαντικά σε αριθμούς. Παρόλα αυτά, ο Ιμπραήμ ήταν εκείνος που θα γελούσε τελευταίος, καθώς ο στρατός του συνέτριψε τον εχθρό και πέτυχε μια αποφασιστική νίκη. Μετά το τέλος της μάχης, 3.000 Οθωμανοί στρατιώτες κείτονταν νεκροί και άλλοι 5.000 είχαν αιχμαλωτιστεί. Ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Κιουταχής, ο οποίος έζησε την ταπείνωση να συλληφθεί από τον παλιό ανταγωνιστή του. Αντίθετα, ο στρατός του Ιμπραήμ είχε μόνο 262 νεκρούς και 530 τραυματίες. Ο πόλεμος έληξε τελικά το 1833 με νίκη της Αιγύπτου, η οποία απέσπασε από τους Οθωμανούς το μεγαλύτερο τμήμα της Συρίας. Ο Κιουταχής απελευθερώθηκε ύστερα από την μεσολάβηση της Ρωσίας.

Η μάχη του Ικονίου ήταν η τελευταία πράξη της έχθρας Ιμπραήμ και Κιουταχή. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι δύο αντίζηλοι συνέχισαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο δημόσιο βίο των χωρών τους, αλλά αμφότεροι είχαν άσχημο τέλος. Το 1839 ο Κιουταχής πέθανε στην Σεβάστεια από φλεγμονή στον εγκέφαλο, κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των εξεγερμένων Κούρδων. Ο δε Ιμπραήμ ανήλθε στο θρόνο της Αιγύπτου στις 2 Μαρτίου 1848, μόνο και μόνο για να πεθάνει από φυματίωση στις 10 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς.