Του Βασίλη Διαμαντάκη

Ο τραγικός θάνατος του 24χρονου ανερχόμενου σταρ Ισπανού αναβάτη Λουίς Σάλομ στο ΜotoGP, στα ελεύθερα δοκιμαστικά του γκραν πρι της Βαρκελώνης το μεσημέρι του περασμένου Σαββάτου, μας επαναφέρει στις μνήμες όλων μας κάθε φορά τη συγκλονιστικότερη τραγωδία που έχει βιώσει ο μηχανοκίνητος αθλητισμός στα χρονικά του: τον απροσδόκητο χαμό  του Άιρτον Σένα την Κυριακή της Πρωτομαγιάς του 1994 την ηλιόλουστη εκείνη ημέρα στην πίστα της Ίμολα, στο γκραν πρι του Σαν Μαρίνο, στην Ιταλία.

Όταν συγκεντρωνόταν στο τιμόνι, μπορούσε να ανεβάσει τις διανοητικές του λειτουργίες σε άλλες, άγνωστες σφαίρες. Δεν κατάφερνε να περιγράψει με λόγια αυτό που του συνέβαινε και που μερικές φορές τον τρόμαζε κι αυτόν τον ίδιο. «Παίρνω μια στροφή, ενώ νοερά είμαι ήδη στην επόμενη» έλεγε. Η αναλυτική του ικανότητα ήταν υπερφυσική και ο τρόπος που οδηγούσε μαγικός για τα εκατομμύρια των οπαδών του, που τον είχαν σαν είδωλο.

 

Όλοι, ειδήμονες και μη, ήταν σίγουροι ότι θα έπαιρνε και τέταρτο παγκόσμιο τίτλο, ίσως και πέμπτο ή και έκτο. Ότι θα ξεπερνούσε γρήγορα και κατά πολύ το ρεκόρ των 51 νικών του Προστ μέχρι το 1993, που είχε. Ότι θα έφτανε το δικό του, προσωπικό, ρεκόρ των 65 pole positions, σε ύψη δυσθεώρητα για τους απλούς πιλότους. Γιατί, αυτός, οδηγικά, ανήκε σε έναν άλλο κόσμο. Ήταν ένας μικρός θεός.

 

Πέρα όμως από τη «θεϊκή» είχε και την ανθρώπινη πλευρά του. Μόνο που φρόντιζε να την κρατάει ερμητικά κλειστή, σε σημείο που να δείχνει απόμακρος και υπερφίαλος. Ακόμα κι από τους φίλους του κρατούσε κάποια απόσταση. Ο Σένα δεν ήταν από αυτούς με τους οποίους μπορούσε κανείς να αστειευτεί. Δεν έδινε το δικαίωμα. Όμως, η ψυχρότητά του αυτή ήταν φαινομενική. Ήταν ένα αμυντικό τείχος, που είχε υψώσει για να προφυλάξει την ιδωτική του ζωή, στην οποία, αντίθετα με άλλους σταρ, έδινε ιδιαίτερη σημασία.

 

Μπορεί να αφιέρωνε όλον του τον εαυτό στο επάγγελμά του, όσο διαρκούσε η αγωνιστική σεζόν, με αποτέλεσμα το περιβάλλον της F1 να τον χαρακτηρίζει μονομανή, αλλά στην ανάπαυλα του χειμώνα και σε όποια άλλη ευκαιρία παρουσιαζόταν, τα εγκατέλειπε όλα, έκοβε κάθε επαφή και έφευγε για τη λατρεμένη του Βραζιλία. Εκεί απομονωνόταν στα απομακρυσμένα κτήματά του, για να ζήσει κοντά στους στενούς του φίλους και κυρίως κοντά στην οικογένειά του, με την οποία διατηρούσε εξαιρετικά στενό σύνδεσμο.

 

Είχε ανάγκη από αυτήν την ανέμελη, οικογενειακή ζωή, για να αποφορτιστεί από την ένταση των αγώνων και να πάρει δυνάμεις για τη νέα σεζόν. Αγνοούσε τα παράπονα της ομάδας του, ότι δεν συμμετείχε στις δοκιμές εξέλιξης ή ότι δεν έκανε οδηγική εξάσκηση, και μόλις έμπαινε στο καινούργιο του μονοθέσιο, κατέρριπτε όλους τους χρόνους που είχαν μοχθήσει οι άλλοι πιλότοι για να πετύχουν.

 

Αυτό το υπερφυσικό ταλέντο του, μαζί με τη βαθιά του πίστη στον Θεό, την οποία δεν δίσταζε να εκδηλώνει σε κάθε στιγμή στη ζωή του, μας έκαναν όλους εμάς να πιστεύουμε ότι ήταν άτρωτος, ότι οι κίνδυνοι του συγκεκριμένου σπορ δεν τον άγγιζαν, δεν τον αφορούσαν. Για αυτό και κανείς δεν μπορεί να πιστέψει μέχρι και σήμερα αυτό που συνέβη την αποφράδα εκείνη ημέρα της Πρωτομαγιάς του 1994. Για αυτό και δεν μπορούμε ακόμα να συνειδητοποιήσουμε τόσες δεκαετίες μετά, ότι η ζωή συνεχίζεται και η Φόρμουλα 1 τραβάει το δρόμο της χωρίς το μεγαλύτερο πιλότο, χωρίς τη σημαντικότερη μορφή που ανέδειξε ποτέ.