Του Θοδωρή Γ. Κανέλλου

Οι επιθέσεις στην πολιτική καρδιά της Ευρώπης δεν μπορεί να προκαλούν έκπληξη –το αντίθετο μάλλον.

Το μικρό Βέλγιο, παρά το ότι φιλοξενεί στην πρωτεύουσά του το κέντρο διοίκησης της Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, δεν έχει ιδιαιτέρως ακμαία οικονομία, μαστίζεται από χρόνια πολιτική αστάθεια και έχει, όπως και η Γαλλία, χαμηλό βαθμό ενσωμάτωσης των μεταναστών και κυρίως της μουσουλμανικής κοινότητας. Επιπλέον, αφού φιλοξενεί την έδρα του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., είναι ίσως ο πιο συμβολικός στόχος για το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο φέρεται να έχει αναλάβει την ευθύνη των επιθέσεων.

 

Μπορεί κανείς να μην το σκέφτεται αμέσως, ωστόσο το Βέλγιο έχει και αυτό, όπως και πολλά μεγάλα κράτη (η γειτονική Γαλλία π.χ.), ακριβώς τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στους ανθρώπους να ριζοσπαστικοποιηθούν, να ασπαστούν δηλαδή πιο φανατικές, πιο σκληρές απόψεις και στάσεις ζωής. Υψηλή ανεργία στους νέους, κυρίως τους μουσουλμάνους, εύκολη διακίνηση όπλων, πολύ καλά δίκτυα επικοινωνιών και μεταφορών, κρατικές υπηρεσίες που δεν είναι οι καλύτερα εξοπλισμένες και, πολύ βασικό, υπηρεσίες μάλλον ράθυμες.

 

Και στο Βέλγιο διασπείρεται η ιδεολογία της βίας, το μίσος, όπως και μια βαθιά συντηρητική ιδεολογία και άποψη για τον κόσμο. Φορέας αυτών είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και στο παρελθόν η χώρα γνώρισε τρομοκρατικές επιθέσεις, που είχαν τις ρίζες τους στη Μέση Ανατολή. Η γειτνίαση της χώρας με τη Γαλλία, τα μεταξύ τους πορώδη σύνορα και το ιστορικό παρελθόν τους, ως προς την αποικιοκρατία, είναι λόγοι για τους οποίους οι βελγικές αρχές δεν θα έπρεπε να επαναπαύονται, αλλά να αγρυπνούν. Πάντα είχαν πληροφορίες ότι η χώρα γίνεται καταφύγιο εξτρεμιστών.

 

Άλλωστε, όπως φάνηκε πολύ πρόσφατα, και με τη σύλληψη του Σαλάχ Αμπντεσλάμ, στο Βέλγιο καταφεύγουν όσοι διώκονται στη Γαλλία. Τα ξένα ΜΜΕ δεν αποκλείουν οι σημερινές επιθέσεις να είναι η απάντηση του Ισλαμικού Κράτους στη σύλληψη αυτή.

 

Αυτά όμως είναι η μία πλευρά του θέματος, που αφορά το Βέλγιο και την τρομοκρατία. Υπάρχει και μια σημαντικότερη οπτική. Πιο πολιτική. Οι σημερινές επιθέσεις επιβεβαιώνουν ότι το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) έχει με επιτυχία καταφέρει να μεταφέρει τον πόλεμο από την Ασία στην Ευρώπη, η οποία έχει μετατραπεί στο πιο εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια της ισλαμικής τρομοκρατίας. Δείχνουν ότι οι ευρωπαϊκές αρχές, παρά τις όποιες επιτυχίες τους στον πόλεμο αυτό, δεν έχουν εξαλείψει την ισλαμική απειλή. Απλώς την περιορίζουν κατά διαστήματα. Οι τρομοκράτες δείχνουν ότι παραμένουν ζωντανοί στον αγώνα τους, στον πολωτικό τους λόγο, στις δολοφονικές τους πρακτικές. Σε επίπεδο τακτικής φαίνεται ότι πια είναι οργανωμένοι σε καλά εξοπλισμένες ομάδες, σε συγκεκριμένες αστικές περιοχές. Και απαντούν με πόλεμο στον πόλεμο.

 

Αλλά πόλεμος δεν είναι μόνον η εξάρθρωση των δικτύων τους στην Ευρώπη ή και αλλού ούτε οι επιχειρήσεις στο έδαφος της Συρίας και στο Ιράκ. Πόλεμος είναι και το αλγεινό πρόσωπο που δείχνει τους τελευταίους μήνες η Ευρώπη απέναντι στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που τρέχουν να σωθούν από τα σαγόνια των ισλαμιστών στις πατρίδες τους. Πόλεμος είναι οι φράχτες, τα συρματοπλέγματα, τα χημικά, τα παιδιά που πνίγονται στη θάλασσα ή που γεννιούνται στις λάσπες.

 

Πόλεμος είναι ο μισάνθρωπος λόγος κάποιων Ευρωπαίων ηγετών, που όταν αντικρίζουν ταλαίπωρους πρόσφυγες ή μετανάστες βλέπουν αριθμούς και απειλές. Πόλεμος είναι και η στάση απομόνωσης των Ευρωπαίων προς την Ελλάδα, η οποία αγωνίζεται, εν μέσω δικής της κρίσης να περισώσει τις ανθρώπινες αξίες. Σε αυτόν τον πόλεμο είναι λογικό να υπάρξει απάντηση.

 

Η Ευρώπη από καιρό έχει χάσει το δρόμο προς τις αξίες που δημιούργησε ο Διαφωτισμός της. Μοιάζει όλο και περισσότερο στην ομοτράπεζή της Αμερική, που χρόνια τώρα έχει αλωθεί από τον σύγχρονο, απάνθρωπο καπιταλισμό.

 

Σε αυτή την αλλοτρίωση, μόνος ευρωπαϊκός φάρος ελπίδας έχει μείνει η Ελλάδα. Με άοκνους φαροφύλακες τους δεκάδες πολίτες που στελεχώνουν διεθνείς και εθνικές υπηρεσίες αρωγής, θυμίζοντας ότι η Δύση μπορεί να έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Αλλά δεν θέλει.