Του Γιάννη Χρονόπουλου*

Το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου τον Σεπτέμβριο του 1939 συντάραξε συθέμελα την ανθρωπότητα. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, η ανθρώπινη ιστορία έγινε μάρτυρας του πιο αιματηρού πολέμου ως τις μέρες μας.

 

Παρά τις ελπίδες πολλών για να αποφευχθεί αυτή η σύγκρουση, ο κόσμος υπέκυψε στο θανατηφόρο εναγκαλισμό του πολέμου, που έμελλε να στοιχίσει τουλάχιστον 60 εκατομμύρια ζωές και τεράστιες καταστροφές στην οικονομική και κοινωνική υποδομή του παγκόσμιου πολιτισμού.

Για την τελική νίκη επιστρατεύτηκαν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις μέσα στην κοινωνία και από τους Συμμάχους και από την πλευρά του Άξονα. Οι επιστήμονες δεν θα μπορούσαν να λείψουν από αυτή τη τιτάνια προσπάθεια. Μία από τις Επιστήμες που συνεισέφεραν τα μέγιστα στον συμμαχικό σκοπό και ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία ήταν η Επιχειρησιακή Έρευνα (Operational Research).

Ορισμός της Επιχειρησιακής Έρευνας

H Επιχειρησιακή Έρευνα αποτελεί κλάδο του μάνατζμεντ και καλύπτει διάφορους επιστημονικούς τομείς, κυρίως εφαρμοσμένα μαθηματικά, στατιστική, φυσική αλλά και κοινωνικές επιστήμες.

Χρησιμοποιεί μαθηματικά και στατιστικά μοντέλα με στόχο να εντοπίσει τις βέλτιστες πιθανές λύσεις σε πολύπλοκα προβλήματα, π.χ. την ιδανική ροή πρώτων υλών σε ένα εργοστάσιο, την κατασκευή χαμηλού κόστους τηλεπικοινωνιακών δικτύων με τέτοιο τρόπο που να εγγυάται συγχρόνως την υψηλή ποιότητα υπηρεσιών ή τη χάραξη των διαδρομών σχολικών λεωφορείων έτσι ώστε ο ελάχιστος ιδανικός αριθμός λεωφορείων να είναι στους δρόμους. Συμπερασματικά, ο στόχος της είναι να βελτιστοποιήσει το μέγιστο (κέρδος, απόδοση παραγωγής, επίδοση τεχνολογιών και εργατικού δυναμικού, κ.λ.π.) ή να ελαχιστοποιήσει τη ζημιά ή το ρίσκο σε μία διαδικασία.

Από τις πιο γνωστές μεθόδους της Επιχειρησιακής Έρευνας είναι η θεωρία των πιθανοτήτων, η θεωρία των παιγνίων, η εξομοίωση (simulation), η θεωρία γραφημάτων, η θεωρία των αποφάσεων και η θεωρία της αναμονής.

(Η Επιχειρησιακή Έρευνα στο A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Εισαγωγή)

Η Επιχειρησιακή Έρευνα έπαιξε πρωταγωνιστικό, αν και σε πολλούς άγνωστο, ρόλο στο σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την εφαρμογή του σχεδιασμού βρετανικής στρατηγικής κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Περιπτώσεις εφαρμογής της Επιχειρησιακής Έρευνας στο στρατιωτικό πεδίο υπήρξαν ήδη στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, οι περιπτώσεις αυτές δεν ήταν μέρος της επίσημης πολιτικής της βρετανικής στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης, αλλά απομονωμένα εγχειρήματα, που εφαρμόστηκαν λόγω του επιστημονικού και ερευνητικού ενδιαφέροντος κάποιων στρατιωτικών.

Πρόσφατες τεχνολογικές ανακαλύψεις, όπως το αεροπλάνο και το υποβρύχιο, επαναστατικοποίησαν τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου και αύξησαν δραματικά τις δυνατότητες ενός στρατού. Η χρήση του αεροπλάνου μείωσε θεαματικά τον χρόνο που χρειαζόταν για να φτάσει ο επιτιθέμενος στον στόχο, αύξησε τις πιθανότητες αιφνιδιασμού και το μέγεθος καταστροφής που θα μπορούσε να προκληθεί. Παρόμοιες επιπτώσεις είχε και η εισαγωγή του υποβρυχίου ως όπλο, ιδίως όσον αφορά την απόκρυψη από τον εχθρό, τον αιφνιδιασμό του και τη γρήγορη διαφυγή του επιτιθέμενου, στοιχεία τα οποία άλλαξαν για πάντα τον πόλεμο στη θάλασσα.

Το 1917, ο λόρδος Τίβερτον, δημοσίευσε μία έκθεση που έμελλε να ασκήσει μεγάλη επιρροή στο τρόπο που θα διεξάγονταν εφ’ εξής οι πολεμικές επιχειρήσεις από αέρα. Σε αυτή την έκθεση παρουσίασε τα αποτελέσματα των μελετών που διεξήγαγε για να διαπιστώσει την αποτελεσματικότητα της τακτικής του μαζικού αεροπορικού στρατηγικού βομβαρδισμού εναντίον στόχων στη Γερμανία.

Το συμπέρασμα του ήταν ότι ακόμα και αεροπορικές βομβαρδιστικές επιχειρήσεις υπό το φως της ημέρας θα είχαν ανακριβή αποτελέσματα λόγω έλλειψης επαρκών μέσων πλοήγησης. Επιπλέον, τυχόν κακές καιρικές συνθήκες θα πρόσθεταν ένα ακόμα εμπόδιο. Επομένως, ήταν επιτακτική η ανάγκη για την ανάπτυξη υπηρεσιών ναυσιπλοΐας και μετεωρολογίας υψηλού επιπέδου.

Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, δημοσίευσε μία δεύτερη έκθεση, όπου υποστήριξε ότι ο βομβαρδισμός εργοστασίων παραγωγής πολεμικού υλικού, ιδιαίτερα των χημικών εργοστασίων, είναι η πλέον ενδεδειγμένη τακτική. Επιπρόσθετα, υπολόγισε τον ιδανικό αριθμό βομβών που χρειάζονται να ριφθούν εναντίον ενός στόχου κάθε φορά, λαμβάνοντας υπόψη του δύο παράγοντες: την συνολική έκταση ενός εργοστασίου και την αναλογία έκτασης που καταλαμβάνουν οι μονάδες παραγωγής αυτού του εργοστασίου.

 

2 λον

 

 

H ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ

Πως οργάνωσαν οι επιστήμονες της Επιχειρησιακής Έρευνας την αεράμυνα της Μεγάλης Βρετανίας – στρατηγικά δόγματα και τακτικές.

Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 ανησύχησε την Βρετανική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Άμεσα δόθηκε εντολή για ταχύτατο εξοπλισμό της RAF. Δύο ήταν οι κυρίαρχες απόψεις όσον αφορά την βρετανική αεροπορική στρατηγική.

Η πρώτη, γνωστή και ως «Δόγμα Τρέντσαρντ», υποστήριζε την ιδέα του αεροπορικού βομβαρδισμού του εχθρού, με κύριους στόχους το ηθικό του πληθυσμού, την αντίπαλη αεροπορία και τη βιομηχανία. Η κεντρική ιδέα ήταν ότι τα βομβαρδιστικά θα κατάφερναν πάντα να παραβιάζουν το εχθρικό εναέριο χώρο. Επομένως, η κατασκευή μεγάλης δύναμης βομβαρδιστικών θα έπρεπε να ήταν άμεση προτεραιότητα.

Η δεύτερη άποψη έθετε ως βασικό στόχο την ανάπτυξη ενός υψηλού επιπέδου συστήματος αεράμυνας. Είχε αμυντική φιλοσοφία και ήταν υπέρ της δημιουργίας ισχυρής δύναμης μαχητικών / καταδιωκτικών και την ανάπτυξη συστημάτων ανίχνευσης και προειδοποίησης, π.χ. ραντάρ.

Η πρώτη άποψη ήταν κυρίαρχη στη RAF και το Υπουργικό Συμβούλιο μέχρι το 1938. Η αναλογία μεταξύ βομβαρδιστικών και μαχητικών ήταν 2:1.

Όμως το υψηλό κόστος παραγωγής και συντήρησης μεγάλης δύναμης βομβαρδιστικών, οι περιορισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες τους και η ανάπτυξη του ραντάρ, οδήγησαν το Υπουργικό Συμβούλιο στην απόφαση να προκρίνει τη ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού συστήματος αναχαίτισης και ανίχνευσης. Ο ρόλος των επιστημόνων της Επιχειρησιακής Έρευνας αποδείχθηκε κρίσιμος στην εξέλιξη αυτή.

Προετοιμασίες για πόλεμο – ο ρόλος της Επιτροπής Τίζαρντ (Tizard)

Το χειμώνα του 1934 ιδρύθηκε η Επιτροπή Επιστημονικής Έρευνας για την Αεράμυνα. Στην ιστορία έμεινε ως Επιτροπή Τίζαρντ, από το όνομα του προέδρου της, Χένρυ Τιζαρντ, βετεράνο πιλότο του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου και διακεκριμένο επιστήμονα. Τα άλλα μέλη της επιτροπής ήταν οι Άλμπερτ Πέρσιβαλ Ρόου, μετεωρολόγος και φυσικός, και οι καθηγητές φυσικής Πάτρικ Μπλάκετ και Άρτσιμπαλντ Χιλ. Η Επιτροπή αυτή θα έμελλε να δημιουργήσει το ραντάρ και να παίξει κρίσιμο ρόλο στη Μάχη της Αγγλίας.

Τα πρώτα δύο χρόνια ξεκίνησαν πειράματα στο Όρφορντνες (Orfordness) και το 1936 μεταφέρθηκαν 15 χιλιόμετρα νοτιότερα στο Μπόουντσευ Μάνορ, μία εξοχική κατοικία στη Κομητεία του Σάφολκ, όπου εγκατέστησαν ένα νέο πειραματικό σταθμό, γνωστό ως ΤRE, συνέχισαν τα πειράματα με άκρα μυστικότητα. Με μεθοδικότητα οργάνωσαν μια αλυσίδα από 20 ραντάρ που κάλυπταν την νότια ακτή της Αγγλίας ανάπτυξαν τρόπους αναχαίτισης κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας και συντόνισαν την ανάπτυξη και τις τακτικές των αντιαεροπορικών όπλων.

Το καλοκαίρι του 1936, σε μία κρίσιμη δοκιμή για το μέλλον του ραντάρ, στο αεροδρόμιο του Μπίγγιν Χιλ, το ραντάρ αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην καθοδήγηση των μαχητικών ενάντια σε εχθρικά βομβαρδιστικά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η Διοίκηση Μαχητικών υιοθέτησε τα ραντάρ μετά την επιτυχία του πειράματος αυτού. Επιπλέον, είχε προβλεφθεί ότι οι γερμανικές ημερήσιες επιθέσεις θα αποτύχουν και ότι οι Γερμανοί θα στραφούν σε τακτικές νυχτερινής επίθεσης, ώστε να εκμεταλλευθούν την περιορισμένη ορατότητα των πιλότων μαχητικών τη νύχτα. Γι’ αυτό το σκοπό, κατασκευάστηκαν ραντάρ μικρού μεγέθους, που τοποθετήθηκαν πάνω σε νυχτερινά μαχητικά και βοηθούσαν στον εντοπισμό των εχθρικών βομβαρδιστικών μέσα στη νύχτα.

Παρόλα αυτά, η Επιτροπή Τίζαρντ προκάλεσε έναν κυκεώνα πολιτικών διαμαχών. Οι υποστηρικτές της πολιτικής για την ανάπτυξη μεγάλης δύναμης βομβαρδιστικών, με πρωτεργάτη τον καθηγητή Λίντερμαν και επιστημονικό σύμβουλο του Τσώρτσιλ στην δημόσια «εκστρατεία» που ξεκίνησε ο τελευταίος το 1934 για την ανάγκη ενίσχυσης της βρετανικής αεράμυνας, εξέφραζαν ζωηρές αντιρρήσεις για την τακτική χρησιμότητα του ραντάρ

. Ειδικότερα, ο Λίντερμαν πρότεινε την τοποθέτηση ναρκών αέρος, (νάρκες, τοποθετημένες σε μπαλόνια συνδεδεμένα με το έδαφος) ως αποτρεπτική τακτική, αντί για το ραντάρ. Μάλιστα o Τσώρτσιλ κατάφερε να πείσει το Υπουργικό Συμβούλιο να διαλύσει την Επιτροπή Τίζαρντ το 1936. Όμως, τα εξαιρετικά αποτελέσματα των ερευνών της, την επανέφεραν στην ενεργή δράση. Αναπτύχθηκε ένα υπερσύγχρονο σύστημα επικοινωνιών βασισμένο στο ραντάρ. Το σύστημα αεράμυνας περιλάμβανε έλεγχο πτήσεων μέσω ραδιοεπικοινωνίας, πύργους ραντάρ 105 μέτρων για την ανίχνευση εχθρικών αεροπλάνων σε μεγάλο υψόμετρο και πύργους ραντάρ 55 μέτρων για την ανίχνευση εχθρικών αεροπλάνων σε μικρό υψόμετρο και παρατηρητές εδάφους.

Οργάνωση της προστασίας των πολιτών και των κτιρίων από αεροπορικές επιδρομές.

Οι γερμανικές αεροπορικές επιδρομές εναντίον του Λονδίνου κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συνειδητοποίηση των τεράστιων δυνατοτήτων που μπορούσε να παράσχει το αεροπλάνο ως όπλο και διεθνή επεισόδια, όπως η αεροπορικός βομβαρδισμός της Γκουέρνικα κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο έκαναν τους Βρετανούς να αντιληφθούν ότι ήταν αναγκαία η οργάνωση ενός αποτελεσματικού συστήματος προστασίας του πληθυσμού και των υποδομών της χώρας από αεροπορικές επιδρομές.

Γι’ αυτό το σκοπό, ιδρύθηκε το Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας. Oι επιστήμονες που εργάσθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση, απασχολήθηκαν με την επίλυση προβλημάτων σχετικών με τις απώλειες και τον ψυχολογικό αντίκτυπο στον πληθυσμό και την κατασκευή και παροχή ικανού αριθμού καταφυγίων. Περίπου 120 επιστήμονες πήραν μέρος στην έρευνα αυτή υπό την εποπτεία του Τζον Ντέσμοντ Μπέρναλ.

Οι πρώτες αεροπορικές επιθέσεις του πολέμου δεν ήταν πολλές. Ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν ως στατιστικό δείγμα για να μελετήσουν τα μεγέθη και τους τύπους βομβών, τις συνέπειες των βομβαρδισμών πάνω στα κτίρια και τις τακτικές της Λουφτβάφε. Τα συμπεράσματα από αυτές τις μελέτες ήταν χρήσιμα για την κατασκευή πιο ανθεκτικών καταφυγίων. Τα πρώτα καταφύγια δεν ήταν αποτελεσματικά διότι στερούνταν πρακτικότητας και το υλικό κατασκευής τους δεν ήταν ανθεκτικό σε πολλούς τύπους βομβών.

Πολλοί Λονδρέζοι εμπιστεύονταν το μετρό του Λονδίνου ως καταφύγιο. Η Κυβέρνηση ήταν υπέρ αυτής της λύσης λόγω του δυσβάσταχτου κόστους κατασκευής ενός εκτεταμένου δικτύου καταφύγιων. Όμως ανησυχούσε για το ενδεχόμενο να διαπεράσει μία βόμβα το μετρό και να εκραγεί. Οι ανθρώπινες απώλειες θα ήταν τεράστιες και η Κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να αναλάβει τέτοιο πολιτικό κόστος. Έπρεπε λοιπόν, να αξιολογηθεί το μέγεθος αυτού του κινδύνου. Μια ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής τον σερ Ντέρμαν Κριστόφερσον συνέλεξαν πληροφορίες από προηγούμενους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, όπως το μήκος του ίχνους που άφηναν πάνω στη γη και το βάθος διείσδυσης των βομβών. Κατέληξαν ότι το μετρό του Λονδίνου μπορούσε να αντέξει τις γερμανικές βόμβες. Επίσης, επιβεβαίωσαν ότι πολυώροφα κτίρια από τούβλο ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό εκτεθειμένα από κτίρια με ατσάλινο σκελετό. Επομένως, δεν υπήρχε ανάγκη για τη κατασκευή περισσότερων καταφυγίων.

 

3 λο

 

 

Η Επιχειρησιακή Έρευνα στην Διοίκηση Αντιαεροπορικών Όπλων

Οι Βρετανοί γνώριζαν ότι η άρτια εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που παρείχαν τα αντιαεροπορικά όπλα ήταν απαραίτητη για την άμυνα της χώρας. Είχαν αναπτύξει τα πλέον σύγχρονα αντιαεροπορικά όπλα και ραντάρ της εποχής αλλά αντιλήφθηκαν ότι τα αποτελέσματα δεν ήταν εφάμιλλα. Ο στρατηγός Πάιλ ζήτησε την βοήθεια ενός εκ των σημαντικότερων φυσικών επιστημόνων και πρωτεργατών της Επιχειρησιακής Έρευνας και πρώην αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού, τον Πάτρικ Μπλάκετ. Αυτός ίδρυσε την Ομάδα Επιχειρησιακής Έρευνας της Διοίκησης Αντιαεροπορικών Όπλων. Μέλη της αποτέλεσαν επιστήμονες των οποίων οι ειδικότητες κάλυπταν ένα μεγάλο φάσμα. Η ομάδα αυτή έμεινε στην ιστορία ως ο ‘’Θίασος του Μπλάκετ’’ (Blackett Circus). Γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι τα συστήματα διασύνδεσης μεταξύ των αντιαεροπορικών και των ραντάρ ήταν ανεπαρκώς συντονισμένα. Το πρόβλημα λύθηκε με τη κατασκευή ενός χειροκίνητου συστήματος «εξομάλυνσης» για τα ραντάρ. Ο νέος μηχανισμός βελτίωσε την καθοδήγηση των αντιαεροπορικών από τα ραντάρ.

Ωστόσο, υπήρχαν 120 αντιαεροπορικά όπλα, τα οποία δεν ήταν εφοδιασμένα με ραντάρ. Αυτά ήταν ανεπτυγμένα σε 30 πυροβολαρχίες των 4 όπλων και κάλυπταν όλες τις περιοχές του Λονδίνου. Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα ήταν φτωχά. Μετά από εκτενείς στατιστικές και μαθηματικές αναλύσεις, προτάθηκε η ανάπτυξη των 120 αντιαεροπορικών σε 15 πυροβολαρχίες, καθοδηγούμενα από ραντάρ. Επίσης συνέστησαν ως βέλτιστο αριθμό βλημάτων για να καταρριφθεί ένα βομβαρδιστικό τα 4.000 αντί των 20.000 βλημάτων που ήταν η έως τότε πρακτική. Τέλος, ανακάλυψαν τα αίτια πίσω από τα φαινομενικά «φτωχά» αποτελέσματα των αντιαεροπορικών πυροβολαρχιών της ενδοχώρας σε σχέση με τις παράκτιες αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες. Η εξήγηση ήταν απλή: Οι πυροβολαρχίες της ενδοχώρας μπορούσαν να ισχυριστούν επιτυχία σε καταρρίψεις μόνο για τα εχθρικά αεροπλάνα των οποίων είχαν βρεθεί τα συντρίμμια. Αντίθετα, οι παράκτιες πυροβολαρχίες ισχυρίζονταν επιτυχίες ακόμα και για αεροπλάνα των οποίων τα συντρίμμια δεν βρέθηκαν ποτέ (γιατί απλά είτε αυτά κατέπεσαν στη θάλασσα είτε επέστρεψαν, έστω και χτυπημένα, στη βάση τους).

Βελτίωση των δυνατοτήτων του ραντάρ και συνεισφορά της Επιχειρησιακής Έρευνας στην χάραξη αμυντικής αεροπορικής στρατηγικής.

Στα πρώιμα στάδια εφαρμογής του ραντάρ, παρουσιάστηκαν διάφορα λειτουργικά προβλήματα. Για παράδειγμα, οι σταθμοί ραντάρ μπορούσαν να ανιχνεύσουν μεγάλες εισερχόμενες αεροπορικές επιδρομές αλλά ήταν ανήμποροι να εντοπίσουν τις μικρές. Παρά τις προσπάθειες διάφορων επιστημόνων, υπήρξε μόνο μερική βελτίωση.

Αντίθετα, τα αποτελέσματα ήταν πιο ενθαρρυντικά για τις προσπάθειες βελτίωσης των μεθόδων αναφοράς και αξιολόγησης πληροφοριών που προέρχονταν από τα ραντάρ. Μία ομάδα Επιχειρησιακής Έρευνας υπό τον καθηγητή Έρικ Γουίλιαμς ανέλαβε αυτό το έργο. Τα δεδομένα τους βασίζονταν στην παρατήρηση και ανάλυση του τρόπου διεξαγωγής των γερμανικών αεροπορικών επιδρομών. Οι σταθμοί ραντάρ που ήταν ανεπτυγμένοι στις ανατολικές και νότιες ακτές της Αγγλίας ήταν οι κύριες δεξαμενές συλλογής πληροφοριών. Σε έκθεση τους, που δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1940, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαία η ριζική αναδιοργάνωση της δομής των RDF, η κατάλληλη εκπαίδευση του προσωπικού στις νέες τεχνολογίες καθώς και η κατασκευή αιθουσών επιχειρησιακού «φιλτραρίσματος», δηλαδή αξιολόγησης των δεδομένων που συνέλεγαν οι σταθμοί ραντάρ και προώθησης αυτών των δεδομένων προς τις διοικήσεις των μοιρών καταδιωκτικών. Η Διοίκηση Μαχητικών υιοθέτησε αυτές τις εισηγήσεις και η αποτρεπτική ικανότητα της RAF αυξήθηκε κατακόρυφα.

Η Ομάδα Επιχειρησιακής Έρευνας της Διοίκησης Μαχητικών κατασκεύασε μικρές συσκευές ραντάρ αναχαίτισης από αέρος, ώστε να μπορούν τα νυχτερινά μαχητικά να εντοπίζουν τα εχθρικά βομβαρδιστικά μέσα στη νύχτα. Επίσης, ανέπτυξε τεχνικές αναγνώρισης φίλιων ή εχθρικών αεροπλάνων (IFF), αποτελεσματικής χρήσης προβολέων εντοπισμού και αναδιοργάνωσε αποδοτικά τις ομάδες μηχανικών εδάφους, αρμόδιες για επισκευές ζημιών που είχαν προκληθεί κατά τη διάρκεια αερομαχιών.

Ωστόσο, οι επιστήμονες της Ομάδας αυτής δεν ήταν απασχολημένοι μόνο με την επίλυση τακτικών προβλημάτων αλλά είχαν συμβουλευτικό ρόλο και σε θέματα στρατηγικής υψίστης σημασίας.

Για παράδειγμα, ο διοικητής της Διοίκησης Μαχητικών, σερ Χιούγκ Ντάουντινγκ τους ζήτησε να αξιολογήσουν τις επιπτώσεις στην αμυντική ικανότητα της Διοίκησης του στη περίπτωση που το Πολεμικό Συμβούλιο αποφάσιζε την αποστολή μαχητικών μοιρών στη Γαλλία. Ανησυχούσε ότι τέτοια εξέλιξη θα αποδυνάμωνε την Διοίκηση του και επομένως την αεράμυνα της Βρετανίας. Η υπόθεση του ενισχύθηκε από τις μελέτες των επιστημόνων του. Μετά από ανάλυση των δεδομένων σχετικά με τον αριθμό καθημερινών απωλειών σε φίλια αεροπλάνα και τους ρυθμούς αναπλήρωσης των απωλειών, έγινε φανερό ότι τέτοια απόφαση θα επιβάρυνε την Βρετανική άμυνα. Μάλιστα, η κατάσταση θα γινόταν μη αναστρέψιμη αν ο ρυθμός απωλειών ήταν διπλάσιος και ο ρυθμός αναπλήρωσης παρέμενε στάσιμος.

Ωστόσο, το Πολεμικό Συμβούλιο αποφάσισε την αποστολή έξι μοιρών στην Γαλλία για να δοθούν ανάσες στους απελπισμένους Γάλλους. Αυτές οι μοίρες ανακλήθηκαν όταν έγινε φανερό ότι η Γαλλική ήττα ήταν αναπόφευκτη. Αν και η έκκληση του Ντάουντινγκ για παραμονή των βρετανικών μαχητικών στο πάτριο έδαφος δεν έγινε δεκτή από το Πολεμικό Συμβούλιο, η συγκεκριμένη υπόθεση κατέστησε σαφές στις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές ότι η Επιχειρησιακή Έρευνα μπορούσε να προσφέρει πολλά και σε θέματα στρατηγικής.

* Ιστορικός – Κοινωνιολόγος, Διευθυντής των Εκδόσεων Historical Quest.