Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

 

Της Μαρίνας Κουρμπέλα (marinakourbela@gmail.com)

Τι γυρεύει μια αρχόντισσα, μόνη, μέσα στη νύχτα; αναρωτήθηκε. Είχε μεγάλο ανάστημα, περπατούσε με το κεφάλι ψηλά, και ας έτσουζε το κρύο, με ανάλαφρα βήματα, λες και πατούσε σε μπαμπάκι, και χωρίς να κοιτάζει δεξιά, αριστερά.

Μόλις πήγαινε να μαζέψει το σκοτάδι. Οι δρόμοι της πόλης άδειοι από ανθρώπους. Ερημιά. Η ίδια, νυσταγμένη, εδώ περπάταγε, εκεί βρισκόταν. Γύριζε από μια φίλη, που φρόντιζε το νεογέννητο και αδιάθετο εγγονάκι της. Άγρυπνη είκοσι ώρες και, αλλά δεn τo ΄βαλε κάτω.

 

Αποφάσισε να πάει από κοντά. Αν με αντιληφθεί, σκέφθηκε, θα πω την αλήθεια, και ας παραξενευτεί. Κάθε φορά που λέω τέτοιες αλήθειες, πολλοί παραξενεύονται αλλά προσφέρω. Έτσι, έχοντας τακτοποιήσει τα της απόφασης, επιτάχυνε το βήμα για να πλησιάσει την αρχόντισσα.

 

Εκείνη, στο τέλος του δρόμου που βαδίζανε, στάθηκε μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Όταν άνοιξε, φάνηκε ένας άνδρας μετρίου αναστήματος, να τρίβει τα μάτια του, όπως κάνουν οι αγουροξυπνημένοι.

 

Συγγνώμη, είπε, έφυγε, και γύρισε φορώντας ένα μακρύ σακάκι, που κάλυπτε τις πιτζάμες του.

– Θέλετε κάτι; τη ρώτησε. Περάστε.

– Ναι, απάντησε η κυρία. Κάτι θέλω, αλλά θα μείνω έξω. Εχω να πάω και αλλού, και βιάζομαι να προλάβω.

– Ποια είστε;

– Είμαι η Μητέρα σου, και ήρθα να σου πω πως με ξεχάσατε. Όπως ξέχασε και ο αδελφός σου τα αδέλφια του.

 

Ο άνδρας στην πόρτα πήγε κάτι να πει, να αντιδράσει, αλλά η κυρία συνέχισε, χωρίς να προσέξει τις αντιδράσεις του.

 

– Κάποτε, συνέχισε, δείχνατε σεβασμό, αγάπη και δέος, και όταν το έφερνε η περίσταση με δοξάζατε, και μένατε και εσείς δοξασμένοι. Τώρα, μόνο να κλαίω μπορώ, και ξέρεις πότε κλαίει μια μάνα για τα παιδιά της;

– Όχι, είπε σα χαμένος, ο άνθρωπος της πόρτας.

– Κλαίει όταν βλέπει τα παιδιά της να καταστρέφονται, και ακόμη χειρότερα, να αυτοκαταστρέφονται. Κάθε ημέρα. Σας παρατηρώ, όταν δαγκώνει ο ένας τον άλλον, Μου κόβετε τη σάρκα μου, και ψάχνω ντροπιασμένη να κρυφτώ κάπου.

 

– Όταν πολεμούσατε τον εχθρό, έτρεμα για τον καθένα σας και πονούσε η καρδιά μου, αλλά με υπερασπιστήκατε, υπεραπιστήκατε τα δικά σας ιερά και όσια. Ο καθένας και όλοι μαζί. Αδέλφια, φωνάζατε, και όλοι μαζί πέφτατε στο κυνήγι του εχθρού, και νικήσατε. Έμεινα ολόκληρη και δοξασμένη, από τη δικιά σας τη δόξα.

Ο άνθρωπος στην πόρτα κάτι, φαίνεται, πως είχε καταλάβει και άρχισε να κλαίει.

– Ο άλλος, ψέλλισε, αυτός.

 

– Ποιος άλλος. Ο άλλος είναι ο αδελφός σου, λιγότερο καλός εδώ, περισσότερο καλός εκεί. Να μοιράζετε αυτά που κάνετε, σε ό,τι μπορεί ο καθένας καλύτερα. Είσαστε όλοι και όλες παιδια μου, αγαπημένα, και σας χρειάζομαι όλους.

– Γιατί ήρθατε σήμερα; τη ρώτησε.

– Σας βλέπω χρόνια τώρα να δαγκώνετε ο ένας τον άλλον. Να με μοιράζετε. Τρώτε τη σάρκα μου. Άμα χαθώ, χαθήκατε, και άμα χαθείτε εσείς χάνομαι και εγώ, αφού παύω να είμαι μάνα. Ήρθα σήμερα για να προλάβω το κακό. Να σας θυμίσω πως είμαι η μάνα όλων σας. Δεν είμαι δύο η τρεις Ελλάδες, πράσινη, μπλε, κόκκινη, κίτρινη. Σοβαρευτείτε. Μία είμαι. Αν δε με σώσετε όλοι μαζί δε σώζομαι.

– Μα εμείς κυβερνάμε καλύτερα, τόνισε ο άνθρωπος της πόρτας.

– Δεν υπάρχει κυβέρνηση χωρίς χώρα. Υπάρχουν εντολές από αλλού για όλους σας και αυτές δε λογαριάζουν, πλέον, εμένα. Θα κυβερνήσετε, αφού πρώτα με σώσετε.

– Δηλαδή;

– Δεν έχω να σου πω άλλα. Να πας να βρεις τα αδέλφια σου. Όλα. Είσαστε όλοι παιδιά μου, και σας αγαπώ. Να τους πεις πως δεν περισσεύει κανένας, είμαι η δικιά σας μάνα, και περιμένω να με σώσετε. Αυτό είναι εντολή!

 

Η κυρία έφυγε. Γύρισα προς το μέρος του ανθρώπου της πόρτας, και τον είδα να μένει εκεί, ακίνητος, μέχρι που στρίψαμε στη γωνία του δρόμου και δεν μπορούσα πλέον να δω.

Σταμάτησε σε μια άλλη πόρτα, όχι μακριά από την προηγούμενη. Μπροστά στεκόταν ένας οπλισμένος φύλακας.

– Θέλω να δω τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, του είπε.

– Ποια είστε; Πώς σας λένε;

– Ελλάδα!

Ο φύλακας χτύπησε την πόρτα, είπε κάτι και σε λίγο φάνηκε ο ιδιοκτήτης.

– Καλημέρα, είπε στην κυρία. Τι θέλετε;

– Θα σας ρωτήσω, αν θέλετε να βλάπτουν εσάς και τη χώρα σας.

– Βέβαια, όχι, είπε σε σπασμένα ελληνικά ο ιδιοκτήτης. Αυτό θέλετε να μάθετε;

– Ναι, και να σας ζητήσω να πείτε στους συμπατριώτες σας, πως τα δικά μου παιδιά με αγαπούν, θα κάνουν ό,τι μπορούν για να με σώσουν, αλλά και ότι σέβονται εσάς και τη δική σας χώρα. Καλημέρα σας.

 

Γύρισε χωρίς άλλη κουβέντα και έφυγε.

Αρχισε μόλις να γλυκοχαράζει.

Πηγή: Blog:marina anastas.kourbela