Της Ν. ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ

«Ονειρεύομαι ένα Μουσείο όπου να εκθέσω όλες τις λέξεις μέσα σε γυάλινες προθήκες. Ταξινομημένες κατά είδη κι όλη τη μέρα προσιτές στον επισκέπτη (φτάνει μονάχα αυτός να «μην εγγίζει»): Οι μικρές αποξηραμένες λέξεις, οι στρογγυλές, οι κρυσταλλικές, οι προδομένες κι εκείνες που παρεφρόνησαν…».

Ονειρεύεται ένα Μουσείο με όλους τους σημερινούς ποιητές φύλακες με στολή και κασκέτο «θέση αμειβόμενη και σίγουρη, ύστερα από τόσες αβεβαιότητες και δοκιμασίες» γράφει ο Γιάννης Χ. Παπαϊωάννου στο νέο βιβλίο του «Η άλλη εκδοχή, μια διαφορετική ανάγνωση εικαστικών και άλλων ερεθισμάτων» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μωϋσή και Ραχήλ Καπόν. Πρόκειται για μια συλλογή 40 κειμένων. Δεν είναι διηγήματα αλλά σπαράγματα από εικόνες- που φέρει ο ίδιος, ως διδάκτωρ της Αρχιτεκτονικής και μελετητής της Ιστορίας της Τέχνης, μάθημα που δίδαξε επί 30 χρόνια στη Σχολή Βακαλό.

 

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, μια περίπτωση εξαιρετικά ευαίσθητου ανθρώπου και ποιητή (βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών), δείχνει στο βιβλίο αυτό ότι με την ίδια επιμέλεια που ερευνά τα αρχαία σπόλια στα σύγχρονα μνημεία, καταγράφει σκέψεις και σχόλια γύρω από παλιά κείμενα, μνημειώδη έργα τέχνης και αντικείμενα. Ξεχωρίζω «Το γράμμα του Αριστόδικου προς τον Διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου»:

¨ «Κύριε Διευθυντά, επιτρέψτε μου να σας απασχολήσω με μια περίπτωσή μου (που σίγουρα δεν είναι η μοναδική), άσχετο αν εγώ πρώτος ανάμεσα στους τροφίμους του Ιδρύματός σας έρχομαι να ανακινήσω ένα θέμα τεράστιας υπαρξιακής σημασίας. Ονομάζομαι Αριστόδικος, ανήκω στην τελευταία ομάδα Κούρων, κατάγομαι από την Ανάβυσσο και έχω αριθμό μητρώου 3938. Οπως θα ξέρετε ασφαλώς, είχα μείνει για πάρα πολλούς αιώνες θαμμένος στη σιωπή της εύφορης πατρικής μου γης (…).

pap 2

Στη συνέχεια η ιστορία μου είναι επίσης γνωστή: Tο 1943, το υνί ενός αρότρου τραυματίζει ακούσια το πρόσωπό μου, και ανασύρομαι μέσα σε ιαχές ανακάλυψης και φλύαρους ύμνους, προς μια δημοσιότητα και αναγνώριση που – μην το θεωρήσετε έπαρση και βεντετισμό – δεν με αφορούν καθόλου στην ουσία. «Καθαρίζομαι», ευπρεπίζομαι και στήνομαι στο ρόλο ενός φετίχ-σύμβολο του καλού και αγαθού σε έναν πλανήτη που σπαράζεται.

 

 

Κύριε Διευθυντά,

Είμαι ένα είδος Κάσπαρ Χάουζερ στον εκθεσιακό σας χώρο. (…) Σεις που είστε ευαίσθητος και διανοούμενος ελπίζω να με καταλαβαίνετε. Θέλω να επιτρέψω πάλι πίσω σε ένα χωράφι, στην ερημιά, σε ογδόντα πόντους λάκκο. Δίχως σήμα κανένα επάνω μου, – δίχως καν το όνομα «Αριστόδικος». Συνημμένα σας εσωκλείω αποσπασματικά ένα κείμενο του του συναδέλφου σας κ. Δοντά, εφόρου στο Μουσείο της Ακρόπολης που έμμεσα αλλά με σαφήνεια, συνηγορεί για το αίτημά μου:

 

Στα βορειοδυτικά του Ερεχθείου είναι ένας λάκκος ανοιχτός. Εδώ βρέθηκαν στα 1886 με τις ανασκαφές, οι πιό πολλές από τις Αρχαϊκές Κόρες. Κάπου σ΄αυτή την περιοχή θα πρέπει να ήταν στημένες πριν καταστραφούν από τον στρατό του Ξέρξη, το καλοκαίρι του 480 π.Χ. Οταν γύρισαν νικητές οι Αθηναίοι στον τόπο τους, τις μάζεψαν ευλαβικά και τις έθαψαν εδώ για να κοιμηθούν τον αιώνιο ύπνο τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαίοι δεν προσπάθησαν να τις επισκευάσουν και να τις ξαναστήσουν, όπως θα κάναμε σήμερα. Για εκείνους τα αγάλματα ήταν όχι μουσειακά είδη, αλλά κάπως σα λείψανα προσφιλών τους προσώπων από μάρμαρο, ζωντανά, όπως οι άνθρωποι».