Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με τη λήξη του φετινού 18ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης έληξε και μια περίοδος των φεστιβάλ -ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας- που διοργανώθηκαν τα τελευταία χρόνια από μια σειρά καλλιτεχνικών διευθυντών, όπου στόχος δεν ήταν ένα καλλιτεχνικό φεστιβάλ με συγκεκριμένους στόχους αλλά ένα φεστιβάλ μεγαλομανών, υπερφορτωμένο με ταινίες, αμέτρητες εκδόσεις και αδικαιολόγητη σπατάλη χρημάτων.

Το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, κατ´ αρχάς, από τότε που ξεκίνησε διαρκούσε, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, δέκα μέρες, τη στιγμή που κανένα ξένο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ (μαζί και τα πιο γνωστά) δεν ξεπερνά τις 6 με 7 μέρες σε διάρκεια. Ενώ, ο αριθμός ταινιών αυξανόταν συνεχώς εκεί που έπρεπε να γίνεται μια καλύτερη επιλογή, με λιγότερες ταινίες (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει υποβιβασμό της ποιότητάς του) και πολύ λιγότερα έξοδα, σε μια περίοδο μάλιστα οικονομικής κρίσης -και δεν αναφέρομαι στην πρόσφατη διοργάνωση αλλά σε όλες των τελευταίων έξι χρόνων.

 

Όσο για το φεστιβάλ μυθοπλασίας του Νοεμβρίου, εκεί είναι που τόσο οι σπατάλες όσο και οι λαθεμένες καλλιτεχνικές κατευθύνσεις οδήγησαν στο μαρασμό του θεσμού, που διαπιστώσαμε τα τελευταία χρόνια, γεγονός που παραδέχεται και το μεγαλύτερο τμήμα των ανθρώπων του χώρου.

 

Πριν από την περίοδο της οικονομικής κρίσης αλλά και μετά, ο προϋπολογισμός αυξανόταν ανεξέλεγκτα (κάποια περίοδο τα έξοδα είχαν ξεπεράσει τα 5 εκατομμύρια ευρώ, με τους εκάστοτε διευθυντές να ξοδεύουν ακόμη και τμήμα του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς), οι ετήσιες εκδόσεις έφταναν τις 12 (!), ποσό με το οποίο μπορούσε άνετα να καλυφθεί εξ ολοκλήρου ένα άλλο φεστιβάλ, ενώ αρκετοί από τους ξένους καλεσμένους δημοσιογράφους, για τους οποίους καλύπτονταν όλα τα έξοδα (εισιτήρια και διαμονή, συχνά και διατροφή) είτε καλύπτονταν δημοσιογραφικά από άλλους συμπατριώτες τους είτε κάλυπταν το φεστιβάλ σε αμφισβητούμενα έντυπα και έρχονταν εδώ μόνο για διακοπές.

Σπατάλες ακόμη με πληρωμές «κάτω από το τραπέζι», για επισκέψεις από διάσημους καλεσμένους, όπως εκείνη της 24ωρης επίσκεψης της Κατρίν Ντενέβ, που, πριν από την ένταξή μας στο ευρώ, πληρώθηκε με 15 εκατομμύρια δραχμές!

 

Στις μεγάλες σπατάλες πρώτη θέση κατέχει και ο αριθμός των ταινιών. Εκεί που φεστιβάλ όπως αυτά των Κανών, του Βερολίνου και της Βενετίας, ο αριθμός των ταινιών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα δεν ξεπερνά τις 100 ταινίες, το δικό μας φεστιβάλ, στη μεγαλομανία του να τα ξεπεράσει, για να αποδείξει πως είναι αντάξιο των μεγάλων αυτών φεστιβάλ (πράγμα που οι διευθυντές του τόνιζαν και στις εισαγωγικές τους ομιλίες!), έφτανε, ακόμη και πέρσι, στο απόγειο της κρίσης, τις 250 με 270 ταινίες (!), αυξάνοντας έτσι απαράδεκτα το budget του (σε ενοίκιο και δικαιώματα ταινιών, μεταφορικά, μεταφράσεις και προβολή υποτίτλων κ.ά.).

 

2 festival

 

Όσο για την καλλιτεχνική πλευρά του, σίγουρα οι ταινίες ήταν όλες καλλιτεχνικής αξίας, δεν υπήρχε όμως κάποιο συγκεκριμένο στίγμα, μια κατεύθυνση -αντίθετα, στόχος ήταν να εντυπωσιάσουμε με τον αριθμό των ταινιών, με τα αμέτρητα τμήματα και αφιερώματα και τις πολλαπλές εκδόσεις. Ενώ, ο ελληνικός κινηματογράφος, τόσο στα πρώτα χρόνια του θεσμού, στη δεκαετία του ’60, όσο και στη δεκαετία του ’90, όταν το φεστιβάλ μετατράπηκε από ελληνικό σε διεθνές, είχε την πρώτη θέση, στη συνέχεια παραμερίστηκε, με αποτέλεσμα, τα τελευταία χρόνια, αρκετοί Έλληνες δημιουργοί να αρνούνται να συμμετάσχουν με ταινίες τους σε αυτό.

 

Και δεν είναι μόνο οι δημιουργοί που αποκλείστηκαν αλλά και οι Έλληνες κριτικοί με την απαράδεκτη στάση του διευθυντή που για αρκετά χρόνια συνέχιζε μια «σύγκρουση» εκεί που έπρεπε να προτείνει τρόπους για μια πλατύτερη συνεργασία μαζί τους.

 

Είναι τώρα η ευκαιρία, με την πρόσφατη αλλαγή της διεύθυνσης, για μια ριζική αναδιοργάνωση του θεσμού και να τεθούν νέοι στόχοι που θα αναδείξουν τόσο τον ελληνικό κινηματογράφο όσο και τον ευρωπαϊκό, του οποίου ο ελληνικός αποτελεί αναπόσπαστο και ζωντανό τμήμα του. Σε αρκετά ξένα διεθνή φεστιβάλ, η εθνική κινηματογραφία κατέχει εξέχουσα θέση, ενώ, παράλληλα με τη διεθνή κριτική, μια δεύτερη κριτική επιτροπή απονέμει τα δικά της βραβεία στην εγχώρια παραγωγή.

 

Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα μπορούσε, και πρέπει, να διοργανώνεται και ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα, με τιμητικά βραβεία, ενώ το μισό χρηματικό βραβείο του Χρυσού Αλέξανδρου, βραβείο που ήδη απονέμεται σε ξένη ταινία, να απονέμεται και σε ελληνική παραγωγή. Ακόμη, όπως συμβαίνει και στα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης χρειάζεται επιτέλους να αρχίσει μια γόνιμη συνεργασία με τους Έλληνες κριτικούς στη διοργάνωση παράλληλων προγραμμάτων, σεμιναρίων, συζητήσεων και άλλων παρεμφερών εκδηλώσεων. Ας μην ξεχνάμε πως από τα πρώτα χρόνια του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μερικοί από τους καλύτερους διευθυντές του (όπως συμβαίνει και στα περισσότερα διεθνή) ήταν κριτικοί.