Ο Ζακ Ριβέτ, από τους στυλοβάτες της γαλλικής νουβέλ βαγκ, που ξεκίνησε την καριέρα του στα περίφημα «Κινηματογραφικά Τετράδια» (Cahiers du cinema), μαζί τους Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Φρνασουά Τριφό και Κλοντ Σαμπρόλ, πέθανε σε ηλικία 87 χρονών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ρομέρ υπέφερε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

Ο Ριβέτ αρχίζει την κινηματογραφική του καριέρα με δυο μικρού μήκους ταινίες, που γυρίζει στην περίοδο 19149-1950, ενώ, στη συνέχεια, εργάζεται, για ένα διάστημα, βοηθός του Ζαν Ρενουάρ και του Ζακ Μπεκέρ. Το 1953 αρχίζει παράλληλα να γράφει κινηματογραφικές κριτικές στο περίφημο κινηαμτογραφικό περιοδικό Cahiers du cinema (τα «Κινηματογραφικά Τετράδια» που τότε διεύθυνε ο Αντρέ Μπαζέν), και όπου τότε έγραφαν και οι Φρανσουά Τριφό, Κλοντ Σαμπρόλ και Ερίκ Ρομέρ, για να αναλάβει, στην περίοδο 1963-1965. τη διεύθυνση του περιοδικού.

 

Ηταν ο πρώτος από τους δημιουργούς της νουβέλ βαγκ, μαζί με τον Σαμπρόλ, που σκηνοθέτησαν ταινία μεγάλου μήκους, Ο Ριβέτ ξεκίνησε το 1958, με λιγοστά χρήματα (από δάνειο που πήρε από τα Cahiers), και βγήκε στους δρόμους του Παρισιού με κάμερα των 16 χιλστμ., για να γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Το Παρίσι μας ανήκει» («Paris nous appartient»), που όμως κυκλοφόρησε το 1960, μετά την επιτυχία των ταινιών του Τριφό («Τα 400 χτυπήματα») και του Γκοντάρ («Με κομμένη την ανάσα»). Ηταν μια αρκετά μεγάλη σε διάρκεια (135 λεπτά) ταινία, από τις εμβληματικές ταινίες του νέου κύματος, φιλοσοφική ματιά πάνω στη ζωή μιας ομάδας Παριζιάνων κι ενός εκπατρισμένου Αμερικανού (μια θεατρική ομάδα που κάνει πρόβες του σεξπιρικού «Περικλή»), στην οποία εμφανίζονταν και άλλοι σκηνοθέτες της νουνέλ βαγκ (Γκοντάρ, Σαμπρόλ και Ζακ Ντεμί) και που συνδύαζε τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα του φιλμ νουάρ με ένα λυρισμό αλλά και μια αυτοσχέδια άνεση (από τα βασικά στοιχεία της νουβέλ βαγκ).

 

Μερικές από τις καλύτερες, ταινίες του ξεπερνούσαν τη διάρκεια των συνηθισμένων ταινιών: «Ο τρελός έρωτας» (L’ amour fou, 1969), μια διάρκειας 4 ωρών ταινία, με θέμα τη σχέση θεάτρου-πραγματικής ζωής, πρώτη στροφή του σκηνοθέτη σε καινοτομίες, αυτοσχεδιασμούς και απόρριψη των γνωστών κωδίκων του συμβατικού σινεμά, «Out 1: Noli me Tangere» (1971), διάρκειας 13 ωρών, είδος Αγίου Δισκοπότηρου για τους σινεφίλ, πειραματική ταινία, ταυτόχρονα σινεμά-βεριτέ και ψυχογραφικής μελέτη, γυρισμένη σε φιλμ των 16 χλστμ., όπου, για μια ακόμη φορά, το θέατρο και οι πρόβες παίζουν σημαντικό ρόλο, μέσα από τα οποία ο Ριβέτ (με τη βοήθεια του Ρομέρ που εδώ ερμηνεύει τον κύριο πρωταγωνιστή του) καταγράφει τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις μιας ολόκληρης γενιάς, «Celine et Julie vont en bateau» (1974), τρίωρη ταινία, από τις πιο «εμπορικές» του, με θέμα τους κινδύνους της αφήγησης ιστοριών, μέσα από την ιστορία δυο νεαρών γυναικών που μπλέκονται στις ιστορίες που αφηγούνται, ταινία δοσμένη με χιουμοριστική ματιά.

 

Η πιο προσιτή, και πιο εμπορική, ταινία του παραμένει η τετράωρης διάρκειας «Η ωραία καβγατζού» (La belle noiseuse», Μέγα Βραβείο των Κανών), μια δοσμένη με λεπτότητα, εικαστικά πανέμορφη, διασκευή μιας ιστορίας του Μπαλζάκ («Το άγνωστο αριστούργημα»), μια ακόμη έρευνα γύρω από την τέχνη, τη ζωή και το σεξ, μέσα από την ιστορία ενός διάσημου, ηλικιωμένου ζωγράφου που η ζωή του αποκτά καινούρια σημασία χάρη στη σχέση του με το γυμνό, όμορφο μοντέλο του. Η τελευταία σημαντική ταινία του, παραγνωρισμένη δυστυχώς από τους περισσότερους κριτικούς, παραμένει το «Ne touches pas la hache» (2007), άλλη μια διασκευή από έργο του Μπλζάκ, μια ιστορία έρωτα με φόντο την αριστοκρατική Γαλλία στις αρχές του 19ου αιώνα, ταινία δοσμένη με ξεχωριστή χάρη και ευαισθησία.