Της Ζωής Τόλη

Είδαμε τη «Σκακιστική Νουβέλα», του Στέφαν Τσβάιχ, στο θέατρο Άλμα, σε σκηνοθεσία Μαριλίτας Λαμπροπούλου και μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου, με ερμηνευτή τον Γιάννη Νταλιάνη.

Το αριστούργημα αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Στοκχόλμη το 1943, μετά από το θάνατο του συγγραφέα.

Μία παράσταση που πρωτοπαίχτηκε το 2013 στο Φεστιβάλ Αθηνών, υπό τον τίτλο «Λάθος κίνηση» και επαναλήφθηκε στο θέατρο Πορεία, αποσπώντας εγκωμιαστικές κριτικές.
Η ιστορία διαδραματίζεται πάνω σε ένα πλοίο που διασχίζει τον Ατλαντικό, μεταφέροντας ευρωπαίους επιβάτες στη Λατινική Αμερική, οι οποίοι αναζητούν μια ελπιδοφόρα ζωή, μακριά από το μένος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.

Ο Αυστροεβραίος Τσβάιχ, μετά τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου, αυτοκτόνησε μαζί με τη γυναίκα του στη Βραζιλία, στις 23/02/1942, όπου κατέφυγαν ως αυτοεξόριστοι, μακριά από τη βία και την ιδεολογική σύγχυση της Ευρώπης.

Στη θεατρική διασκευή συνεργάστηκαν οι Μαριλίτα Λαμπροπούλου, Γιάννης Νταλιάνης και Θοδωρής Τσαπακίδης. Η παραγωγή ανήκει στη Zero gravity, 5η εποχή.
Η διασκευή αφορά σε ένα έργο που όλα τα πρόσωπα ρισκάρει να τα ενσαρκώσει ένας μόνο ηθοποιός , με τέτοιο υποκριτικό εκτόπισμα που ξεχωρίζει. Η πολυφωνική αυτή ερμηνεία, υποστηρίζει το κλασικό σύγγραμμα του Στέφαν Τσβάιχ, με σεβασμό, μέτρο και ειλικρίνεια, χωρίς υπερβολές και περιττά στολίδια.

Παρακολουθήσαμε ένα μονόλογο, ζωντανό, ανθρώπινο, ένα ύμνο στην ικανότητα του ανθρώπου να επιβιώνει, κάτω από εξαιρετικά ακραίες συνθήκες. Πρόκειται για μια σκηνική δράση, όπου ο θεατής νιώθει τη διαμάχη του πνεύματος απέναντι στη βαρβαρότητα, του παλαιού αξιακού κόσμου που εκπροσωπεί ο δρ. Μπ. και του σύγχρονου σκοτεινού κόσμου της ωμής δύναμης, που εκπροσωπεί ο παγκόσμιος Σέρβος πρωταθλητής στο σκάκι, Μίρκο Τσέντοβιτς.

Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου κτίζει μια κατασκευή ποιοτική, ρέουσα, ενδύοντας τον καταιγισμό των εικόνων με ένταση και λυρικό ηχόχρωμα. Η σκηνοθέτιδα, με δραματική ευαισθησία, αναπτύσσει σκηνικά το πορτρέτο του δρ. Μπ., πρώην κρατούμενου των ναζί, ο οποίος διχάζεται, όπως και ολόκληρη η Ευρώπη κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

 

Μόνος σε ένα άδειο δωμάτιο ξενοδοχείου, μη μπορώντας να κρατηθεί από τη λογική, φλερτάρει σοβαρά με την τρέλα. Ένας άνθρωπος που έμαθε να παίζει σκάκι σε φαντασιακή σκακιέρα, ενάντια στον εαυτό του, όταν τον είχαν στην ιδιόμορφη αυτή απομόνωση, για να έχει επαφή με την πραγματικότητα. Αυτός ο απάνθρωπος περιορισμός που προικονομεί τη φυλάκιση και δυσκαμψία του πνεύματος, αποτυπώνεται, με σαφήνεια σε όλη τη διάρκεια της θεατρικής πράξης. Δείχνει το αδιέξοδο του νου, όταν οι εμμονές γίνονται μανία και πώς η τελευταία οδηγεί στην απώλεια του εαυτού, στην ψύχωση.

Οι «διάλογοι», μεστοί από συμβολισμούς και μηνύματα, αποκτούν φιλοσοφικές διευρύνσεις. Θέτουν ερωτήματα γύρω από την ελευθερία, τον πόλεμο, την εξουσία, το πνεύμα, την ύλη, το χρήμα και το αίσθημα του ανήκειν.

Ο Γιάννης Νταλιάνης, έμπειρος ηθοποιός σκιτσάρει όλους τους χαρακτήρες με ευπροσηγορία, ευστοχία και συνέπεια. Γίνεται ο καθρέφτης τους με εκφραστική πολυδιάστατη διαφάνεια και επιδεξιότητα. Λόγος, κίνηση και έκφραση πυροδοτούν το ενεργειακό πεδίο, καθώς με ώριμη ερμηνεία αποδίδει εύπλαστα το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά.

Σκηνικά – λευκές πλαστικές καρέκλες -, με το λιτό συμβολισμό τους και απλά κοστούμια επιμελείται ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης. Τον κατάλληλο ηχητικό σχεδιασμό φροντίζει ο Σταύρος Γασπαράτος και τα λειτουργικά φώτα ανήκουν στο Νίκο Σωτηρόπουλο.

Μικρές ενστάσεις υπάρχουν, όχι όμως ικανές να περιορίσουν την εμβέλεια του κειμένου. Ίσως εάν οι ήρωες ήσαν τρεις, το αποτέλεσμα να ήταν περισσότερο αισθητικά επιτυχές και η γενική εικόνα της παράστασης πιο πλούσια, συσχετιζόμενη πάντα με το χειμαρρώδες νοηματικό περιεχόμενο του συγγραφικού δημιουργήματος, που έτσι θα γινόταν πιο εύληπτο.

Η «Σκακιστική νουβέλα», κύκνειο άσμα του συγγραφέα, είναι μια τολμηρή διαμαρτυρία απέναντι στο φασισμό, τον εξαναγκασμό στην υποδούλωση, μία αποκαλυπτική εκμυστήρευση, του Στέφαν Τσβάιχ, πριν την αυτοχειρία του.

Το θεματικό κέντρο διακηρύσσει τη διαρκή πάλη του φωτός ενάντια στο σκοταδισμό, του ψεύτικου έναντι του αληθινού και του φόβου έναντι του θάρρους, σε οποιοδήποτε χωρόχρονο πάνω στον πλανήτη.

Ένας αξιόλογος μίνιμαλ μονόλογος, με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ επικοινωνεί ελεύθερα με το κοινό, άμεσα και αυθόρμητα. Ένας πολυσχιδής προβληματισμός γύρω από τη μνήμη και τη λήθη, την αρμονία και την παραφωνία, την «φυσική» τάξη και αταξία, τη ζωή και το θάνατο.
«Τιο φως θα έλθει, αλλά θα χρειαστεί να προηγηθεί μια πολύ μαύρη νύχτα», λέει ο δρ. Μπ., λίγο πριν πεθάνει, εκπέμποντας μια δόση αισιοδοξίας..».

«Σκακιστική νουβέλα», μία καλοδουλεμένη θεατρική δουλειά, με τη δική της ιδιάζουσα «λάμψη» και διαχρονικότητα, σε ένα ζοφερό πολεμικό σύμπαν στα μέσα του 20ου αιώνα.