Του Παύλου Μεθενίτη

Σήμερα, 11 Δεκεμβρίου, κλείνει ένας χρόνος από το δεύτερο θάνατο της Ελευθεροτυπίας. Εάν ήταν ανοιχτή φέτος, το καλοκαίρι του 2015, θα έκλεινε σαράντα χρόνια ζωής από τον Ιούλιο του 1975 που πρωτοκυκλοφόρησε.
Προσωπικά, δεν είχα πολλά χρόνια στην εφημερίδα – γύρω στα πέντε συνολικά, οπότε, τυπικά, δεν δικαιούμαι δια να ομιλώ, και πολύ περισσότερο να νεκρολογώ αυτή την σπουδαία, ανεπανάληπτη εφημερίδα. Ωστόσο, δυο λόγια μπορώ να τα πω, γιατί πιστεύω πως πρόλαβα να κοινωνήσω με το πνεύμα που πλανιόταν στους διαδρόμους του κτιρίου της Μίνωος. Για τα άλλα, τα σοβαρά και τεκμηριωμένα, δηλαδή για τους λόγους που έκλεισε, για το ποιος ευθύνεται και σε ποιο βαθμό, άλλοι είναι αρμοδιότεροι εμού να μιλήσουν. Άλλωστε, για το μπαταμπούμ της Ελευθεροτυπίας έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες – λίγες από αυτές ειλικρινείς και πονεμένες, ενώ πολύ περισσότερες είναι οι εμπαθείς, που η χαιρέκακη ικανοποίηση των συντακτών τους για την διακοπή έκδοσης της Ελευθεροτυπίας δεν κρύβεται πίσω από το φερετζέ της αντικειμενικότητας.

 

Τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται, κι η Ελευθεροτυπία έπεσε και τσακίστηκε άσχημα από πολύ ψηλά, από την κορυφή όπου την είχαν ανυψώσει οι αναγνώστες της, που μεγάλωσαν και ωρίμασαν μαζί της. Ένας ιστορικός της αναγνώστης ήμουν κι εγώ – μπορεί, έφηβος ων, να είχα αγοράσει το πρώτο φύλλο της, κι ήταν η μόνη εφημερίδα που μπορούσα να διαβάσω, με την έννοια της οικειότητας. Όπως μπαίνεις στο σπίτι σου, όπως κάνεις έρωτα με ένα αγαπημένο σώμα, όπως βυθίζεσαι σε ένα στίχο ή σε μια ιστορία, που ποτέ δεν έχασαν τη γοητεία τους, έτσι και αυτή η εφημερίδα ήταν το χάρτινο σπίτι της γενιάς μου, αυτής της πολυθρύλητης και ξεσκισμένης γενιάς της Μεταπολίτευσης.

 

Oταν αξιώθηκα να περάσω τις πύλες της ως συνεργάτης, και αργότερα ως συντάκτης στο μισθολόγιό της, ένιωσα υπερήφανος. Κάπως σαν τον πιστό μουσουλμάνο, που επιτέλους αξιώνεται όχι μόνο να κάνει το προκύνημά του στη Μέκκα, αλλά και να μετοικήσει στην ιερή του πόλη. Ναι, όταν πήγα εγώ, η τροχιά της είχε αρχίσει να είναι καθοδική, ωστόσο πρόλαβα να εγκλιματιστώ σ’ αυτό το μοναδικό μικροκλίμα των γραφείων της, που την έκανε ό,τι ήταν. Στην εφημερίδα επικρατούσε μια αίσθηση παιγνιώδους ελευθερίας, κάτι το αστραφτερό και παιχνιδιάρικο και μαχητικό, κάτι απροσδιόριστο και φευγαλέο, σαν μυρωδιά, σα λάμψη, που σε έκανε, εκεί που δούλευες τρελαμένος κοπανώντας τα πλήκτρα του κομπιούτερ, ξαφνικά να σκας στα γέλια, να τινάζεσαι επάνω και να λες στον συνάδελφό σου ένα καλαμπούρι, και μετά να σηκώνεσαι και να παίζεις σφαλιάρες μαζί του ανταλάσσοντας ατάκες για την επανάσταση, τον κυβισμό και το πού φτιάχνονται τα καλύτερα σουβλάκια. Ήταν κάτι μοναδικό αι ανεπανάληπτο αυτό το κλίμα στην Ελευθεροτυπία, ήταν σαν παιδική χαρά για μεγάλους, αλλά μεγάλους νοήμονες κι ευαίσθητους. Καμία σχέση με άλλα μεγάλα μαγαζιά του χώρου, όπου σοβαροφανείς γραβατωμένοι συνάδελφοι, με κακτάκια πάνω στο πεντακάθαρο γραφείο τους τοποθετημένα καταλλήλως ώστε να αξιοποιείται θετικά το φενγκ σούι του χώρου, δάγκωνε ο ένας το λαρύγγι του άλλου, αλλά με αβρότητα.

 

Αυτό το ελευθεροτυπικό πνεύμα εμψύχωνε τους συντάκτες, και από τη μύτη της γραφίδας τους, περνούσε και στους αναγνώστες. Που εδώ κι ένα χρόνο έχουν μείνει, απ’ ό,τι λένε οι ίδιοι, δημοσιογραφικώς άστεγοι. Συχνά, αυτοί οι ιστορικοί αναγνώστες με ρωτούν εάν η εφημερίδα θα αναστηθεί για δεύτερη φορά. Δε ξέρω. Όταν περνώ καμιά φορά έξω από τη Μίνωος και βλέπω το κτίριο να καταρρέει αργά, και φαντάζομαι τη σκόνη να καλύπτει τα γραφεία, και τις αφίσες να ξεκολλάνε αργά από τα γυάλινα χωρίσματα, τότε απογοητεύομαι, η καρδιά μου κρυώνει, και αισθάνομαι το οριστικό, το τελεσίδικο του θανάτου. Πάει και τελείωσε, η εφημερίδα πέθανε, λέω, από μέσα μου, και μεταθανάτια ζωή δεν υπάρχει. Ζούμε μονάχα μια φορά – άνθρωποι, ζώα, λουλούδια, ζώα, εφημερίδες και πλανήτες, κι άλλη ευκαιρία δεν υπάρχει, ας το χωνέψουμε αυτό, για να ζήσουμε όσο μας απομένει με αξιοπρέπεια.
Άλλες φορές πάλι, νιώθω πως αυτό το εωσφορικό πνεύμα της Ελευθεροτυπίας, αυτό που φέρνει την αυγή, το φως, το βλέπω να αστράφτει στιγμιαία πίσω από τις βρόμικες τζαμαρίες της εισόδου. Λες; αναρωτιέμαι. Αφού αναστήθηκε άπαξ, γιατί να μην το ξανακάνει;