Όσοι φοβήθηκαν την πεντάωρη διάρκεια της όπερας του Ρίχαρτ Βάγκνερ «Λόενγκριν», που παρουσίασε η Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής, έχασαν. Για τους κουρασμένους Αθηναίους από τις σκοτούρες της οικονομικής κρίσης και μιας ακόμη ατελέσφορης διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, η μεγαλειώδης μουσική του Βάγκνερ, μαζί με το ονειρικό λιμπρέτο που έγραψε ο ίδιος πριν να συνθέσει τη μουσική, ήταν απόλαυση απογειωτική.

Κατά περίεργο τρόπο την αίσθηση αυτή είχε πριν από 114 χρόνια και ο 20χρονος τότε Νίκος Καζαντζάκης όταν παρακολούθησε, το 1903, την αθηναϊκή πρεμιέρα του έργου στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών. Μετά την παράσταση έγραψε σε ένα φίλο του: «Χθες κι εγώ ήμουν λυπημένος, χωρίς να ξέρω γιατί. Πάω λοιπόν κι εγώ αμέσως στο μελόδραμα. Επαίζετο ο Λόενγκριν του Βάγκνερ… Άκουσες ποτέ την όπερα αυτή; Α, έχασες φίλε μου. Είναι κάτι ονειρώδες, φανταστικόν η μουσική του! Ξεχνάς όλον τον κόσμον, όλους τους πόνους και μαγεμένος αφήνεις την ψυχή σου να κυκλώνεται από κύματα αρμονίας».

Έντεκα χρόνια πιο πριν, το 1892, είχε παρακολουθήσει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μια ιταλική παράσταση του δημοφιλούς αυτού γερμανικού μελοδράματος ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Κι ήταν τόσο ισχυρή η επίδραση του έργου στην ψυχοσύνθεσή του που τον ενέπνευσε να γράψει, όχι ένα, αλλά δύο ποιήματα: «Λόενγκριν» (1898) και «Υποψία» (1898).

Το έργο διαπραγματεύεται το θέμα της απόλυτης και άνευ όρων πίστης στην αγάπη. Ο ιππότης Λόενγκριν ζητά από την αγαπημένη του, που έχει προηγουμένως σώσει από βέβαιη καταδίκη γιατί κατηγορείται αδίκως ότι σκότωσες τον αδελφό της για να πάρει την εξουσία της Βραβάντης, να μη θελήσει να μάθει το όνομά του και την προέλευσή του. Αυτή γοητευμένη από τη γενναιότητά του, του το υπόσχεται, αλλά μετά τη γαμήλια τελετή, όπου ακούγεται το γνωστό σε όλους μας «Εμβατήριο του γάμου», την τρώει η περιέργεια να μάθει ποιος είναι, φοβούμενη πως μια μέρα θα εξαφανιστεί όπως ήρθε με μια βάρκα πάνω σε έναν λευκό κύκνο. Η αποκάλυψη της ταυτότητάς του σημαίνει χωρισμό γιατί ανήκει στο Τάγμα Ιπποτών του Αγίου Δισκοπότηρου στους οποίους απαγορεύεται η σχέση με γυναίκες. Έτσι, όταν υποχρεώνεται να πει ποιος είναι, πρέπει να φύγει.

Στην υπόθεση συνδέονται μεσαιωνικοί θρύλοι, αρχαιοελληνικοί μύθοι (ο Δίας με τον κύκνο), ιστορικά πρόσωπα και χριστιανικές παγανιστικές αντιλήψεις. Το μείγμα δημιουργεί την αίσθηση ενός παραμυθιού που κινείται όμως σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Βρισκόμαστε στο 900 μ.Χ. όταν ο βασιλιάς Χάινριχ φθάνει στη Βραβάντη για να στρατολογήσει άνδρες, καθώς το βασίλειό του δέχεται επίθεση από τους Ούγγρους.

Την όπερα αυτή την ανέβασε για τελευταία φορά η Λυρική Σκηνή πριν από 52 χρόνια (Ιανουάριος 1965). Η τωρινή παράσταση αποτελεί μια νέα παραγωγή της προερχόμενη από την Εθνική Όπερα της Ουαλίας και το Θέατρο Βιέλκι – Εθνική Όπερα Πολωνίας.

 

Τη διεύθυνση της Ορχήστρας έχει ο χαρισματικός Μύρων Μιχαηλίδης, ο οποίος είχε την ιδέα να τοποθετήσει τις τρομπέτες και τα υπόλοιπα πνευστά στα δύο θεωρεία δεξιά κι αριστερά της αίθουσας «Αλεξάνδρα Τριάντη» δημιουργώντας μια αίσθηση ξεσηκωτική. Η πρόσφατη αποχώρησή του πολύ επιτυχημένου Μύρωνα Μιχαηλίδη από τη διεύθυνση της ΕΛΣ, του χάρισε ένα μεγαλύτερο χειροκρότημα από το κοινό.

 

Τις καλύτερες εντυπώσεις άφησαν όχι τόσο ο Βρετανός τενόρος Πίτερ Ουεντ που ερμήνευσε το ρόλο του Λόενγκριν με Έλζα τη Σλοβάκα Γιολάνα Φογκάσοβα, όσο ο Δημήτρης Πλατανιάς στο ρόλο του Τέλραμουντ και η Σουηδή μεσόφωνος Μαρτίνα Ντίκε, στο ρόλο της Όρτρουντ. Η σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του βραβευμένου Βρετανού σκηνοθέτη και σκηνογράφου Άντονι ΜακΝτόναλντ, ενώ πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η χορωδία της Λυρικής.