Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μια σιωπηλή, «με ένα απλανές βλέμμα», όπως αναφέρεται στην ταινία, γιαγιά από το Αφγανιστάν είναι το κύριο πρόσωπο του 27λεπτου, συγκλονιστικού ντοκιμαντέρ «Το Πεδίον του Άρεως, η γιαγιά Νισά και ο Αλή» που γύρισαν οι Άγγελος Κοβότσος, Αννέτα Παπαθανασίου και Αντώνης Τολάκης, που προβλήθηκε στο 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.

Μια γιαγιά, όπως μαθαίνουμε από τις αφηγήσεις της στους τρεις σκηνοθέτες, που ταλαιπωρείται τα τελευταία χρόνια με το μεγάλο, με διάφορες στάσεις, ταξίδι της, που την έφερε τελικά στην Ελλάδα. Θύμα των Ταλιμπάν, που σκότωσαν τον άντρα της και τους πήραν τα χωράφια τους, η γιαγιά Νισά κατέληξε αρχικά στο Ιράν όπου μεγάλωσε τα παιδιά της, με τους 7 γιους της να φεύγουν μόλις μεγαλώσουν για την Ευρώπη και τις τρεις κόρες της να παντρεύονται εκεί, και τους γαμπρούς της τελικά να της ζητούν να φύγει για την Ευρώπη.

 

Άλλοτε με τα πόδια και άλλοτε με άλογα, τραυματισμένη όταν αυτά τη ρίχνουν κάτω στο πέρασμά τους από βουνά, η Νισά θα διασχίσει την Τουρκία και, τελικά, με βάρκα, θα καταλήξει, μαζί με εκατοντάδες άλλους πρόσφυγες, στο Πεδίον του Άρεως (Πεδίο του θεού του πολέμου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι σκηνοθέτες).

 

Η όλη της αξιοπρεπής παρουσία (σε μια στιγμή μόνο δακρύζει για λίγο, όταν θυμάται τα βάσανά της, αλλά κατορθώνει να συγκρατηθεί), η σπαραχτική ιστορία της, με τα λιγοστά, αλλά καθοριστικά λόγια της, μας δίνουν το συγκλονιστικό πορτρέτο της βασανισμένης γυναίκας, ταυτόχρονα πορτρέτο της προσφυγιάς, πορτρέτο όλων αυτών των ανθρώπων, είτε από τη Συρία είτε από το Αφγανιστάν, είτε από αλλού, που με τον πόλεμο, τις σφαγές, τους βιασμούς, τη φτώχεια, αναγκάζονται να αναζητήσουν άσυλο στην Ευρώπη της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, όπως πιστεύουν, για να ανακαλύψουν την άρνηση και την ξενοφοβία πολλών δήθεν δημοκρατικών χωρών.

 

Οι εκμυστηρεύσεις της Νισά είναι τόσο ανθρώπινες, σπαραχτικές, συγκλονιστικές, που πιστεύω πως οι σκηνοθέτες της ταινίας δεν χρειαζόταν να επεκταθούν, όπως έκαναν, σε άλλους πρόσφυγες όπως ο Αλή ή ο Ζεκρολά – έστω κι αν αυτό ήταν δελεαστικό. Πολύ πιο δυνατό θα ήταν το ντοκιμαντέρ τους αν εστιάζονταν αποκλειστικά στη Νισά, που θα μπορούσε άνετα να τους προσφέρει και αρκετά ακόμη λεπτά διάρκειας για να ολοκληρώσουν το συγκλονιστικό αυτό ντοκιμαντέρ τους. Πάντως, ακόμη κι έτσι όπως είναι, η ταινία παραμένει ένα σημαντικό, αποκαλυπτικό για το δράμα των προσφύγων, ντοκουμέντο.

 

 

2 pro

 

Στο «Εγώ, το πρόβλημα», ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Μάρκου αναζητά τρία από τα 500 παιδιά, στην πλειοψηφία τους Ρομά αλβανικής καταγωγής, που η αστυνομία, στην επιχείρηση-σκούπα με αφορμή τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, είχε μαζέψει από τους δρόμους (βασικά από τα φανάρια) και στείλει στο ίδρυμα Αγία Βαρβάρα της Αθήνας, από το οποίο τελικά, το 1998, τα παιδιά εξαφανίστηκαν και κανείς μέχρι σήμερα δεν ξέρει αν αυτά επέστρεψαν στα φανάρια ή δόθηκαν σε κυκλώματα εμπορίας οργάνων.

 

Τα τρία παιδιά, ο Νίκος, ο Αλεξ και ο Τόνι, μιλούν στο φακό για τα χρόνια εκείνα, τους γονείς που τους πούλησαν σε μαφιόζους ή διακινητές, τους διακινητές που τους εκμεταλλεύονταν, τις δυσκολίες και τα βάσανά τους αλλά και τα λιγοστά παιδικά χρόνια (όταν τους δινόταν η ευκαιρία) που πέρασαν στο ίδρυμα καθώς και άλλους χώρους για απροστάτευτα παιδιά.

 

problem

 

Παράλληλα, μιλάνε για τη σημερινή ζωή τους (ο ένας από αυτούς γράφει μουσική κι έχει υιοθετήσει ένα παιδί), καθώς και για την έλλειψη των γονιών τους («δεν θέλω να τους δω», αναφέρει ο ένας, «γιατί το μόνο που θα κάνουν είναι να μου ζητήσουν χρήματα. Αν μου ζητούσαν να μείνω μαζί τους και στην πορεία έβλεπα πως χρειάζονταν χρήματα, βέβαια τότε θα τους έδινα»), που τους πούλησαν (έναν από τους τρεις τον πούλησαν δυο φορές!).

 

Εκείνο που μένει τελικά από το συγκινητικό αυτό ντοκιμαντέρ είναι τα λόγια του ενός, προς το φινάλε της ταινίας, που αναφέρει πως δεν υπάρχει κράτος για να αναλάβει όλα αυτά τα παιδιά: «Να τους πει, πάρε χαρτί, άρχισε να γράφεις, να τα στείλει σχολείο κι αργότερα όταν μεγαλώσουν να τους πει, να τώρα θα σας βρω και δουλειά»!

Ποιος αλήθεια κρατικός φορέας θα απαντήσει στο επιτακτικό αυτό ερώτημα που βάζει η ταινία;