Κάννες Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με ηλιόλουστη μέρα, σε γιορτινή ατμόσφαιρα και εκατοντάδες φαν κατά μήκος της Κρουαζέτ και μπροστά από την είσοδο του Μεγάρου του φεστιβάλ, να περιμένουν για να χειροκροτούν τον διάσημο Αμερικανό σταρ Τζόνι Ντεπ, που διέσχισε το κόκκινο χαλί, για να παραστεί στην προβολή της ταινίας «Ζαν Ντιμπαρί», στην οποία πρωταγωνιστεί, ξεκίνησε χτες το 76ο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών.

Στο κόκκινο χαλί και η σκηνοθέτις της ταινίας, Μαϊάν, και οι υπόλοιποι ηθοποιοί του, καθώς άλλες προσωπικότητες, ανάμεσά τους, η Κατρίν Ντενέβ, μαζί με την κόρη της, Κιάρα Μαστρογιάνι, που ήταν και η οικοδέσποινα της τελετής έναρξης, η Ούμα Θέρμαν, ο Μάικλ Ντάγκλας, η Εμανουέλ Μπεάρ, και τα μέλη των διάφορων κριτικών επιτροπών. Εντύπωση προκάλεσε και η Κιάρα Μαστρογιάνι, που ανεβαίνοντας στη σκηνή για να προσφέρει τον Τιμητικό Χρυσό Φοίνικα στον ηθοποιό Μάικλ Ντάγκλας άρχιζε να τραγουδάει ένα ιταλικό τραγούδι, ενώ στην ομιλία της που ακολουθούσε αναφέρθηκε στην ιστορία της δημιουργίας του φεστιβάλ, που ξεκίνησε την παραμονή του Β´ παγκόσμιου πολέμου ως απάντηση σε ένα φασισμό που ήδη είχε αρχίζει να απλώνεται επικίνδυνα.

Με το γκλάμορ του φεστιβάλ να συνεχίζεται τις επόμενες μέρες με την παρουσία του Χάρισον Φορντ, που με τη νέα του ταινία, Indiana Jones and the Dial of Destiny, αποχαιρετά το ρόλο που τον έκανε διάσημο, καθώς και με τον διάσημο σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορσέζε που, μαζί με τους πρωταγωνιστές του, Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, θα παρουσιάσει τη νέα του ταινία, “Killers of the Flower Moon”. Δυστυχώς όμως δεν θα έχουμε φέτος εδώ τον Γούντι Άλεν, έναν από τους πιο τακτικούς στο παρελθόν επισκέπτες των Καννών, επειδή, εξαιτίας της παλαιότερης στάσης των γυναικών του Metoo# (αν και παρά την αθώωση του Άλεν) ο διευθυντής του φεστιβάλ, Τιερί Φρεμό, αρνήθηκε να προβάλει τη νέα του, γυρισμένη στο Παρίσι, ταινία, Coup de chance.

Την ιδέα για την ταινία την πήρε, όπως ανάφερε η Μαϊβάν, όταν είδε την ταινία « Μαρία Αντουανέτα» της Σοφίας Κόπολα: «Μόλις είδα την Άζια Αρζέντο στο ρόλο της Μαντάμ Ντιπαρί, ένιωσαν μια συνενοχή μ’. Όσο περισσότερο διάβαζα γι’ αυτήν, τόσο περισσότερο το επιβεβαίωνε αυτό και δεν έχει σταματήσει». Με αποτέλεσμα να αναζητήσει ότι γράφτηκε γι’ αυτήν και να εργαστεί και με συγκεκριμένο ιστορικό που είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη ζωή της Ντιπαρί, πριν τελικά αρχίσει να γράφει το σενάριο και να προετοιμάζει την ταινία από το 2016, αποφασίζοντας εκτός από τη σκηνοθεσία να ερμηνεύσει η ίδια (για πρώτη φορά σε ταινία της) το ρόλο της Ντιπαρί.

Όσο για τον Τζόνι Ντεπ, παρόλο που δεν ήταν η πρώτη της επιλογή, η Μαϊβάν εκμυστηρεύεται πως πάντα ήθελε να συνεργαστεί μαζί του σε ταινία του, αν και πίστευε πως αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο αν όχι απίθανο. Και όμως, ο Ντεπ μόλις πληροφορήθηκε από την σκηνοθέτρια πως τον ήθελε για το ρόλο , δέχτηκε σχεδόν αμέσως. Όπως ανάφερε ο ίδιος στο περιοδικό Screen Internafional, «ως Αμερικανός δεν πίστευα πως θα μου ζητούσαν να ερμηνεύσω τον βασιλιά της Γαλλίας. Η Μαϊβάν με επιβεβαίωσε πως με φανταζόταν σ’ αυτό το ρόλο για αρκετό καιρό. Με μια τέτοια επιβεβαίωση από ένα σκηνοθέτη, που σου δείχνουν ότι πιστεύουν ανεπιφύλακτα σε σένα, εξαφανίζουν οποιεσδήποτε αμφιβολίες». Προσθέτοντας πως για το ρόλο του «εμπνεύστηκα από τους ήρωές μου – σταρ του Βωβού κινηματογράφου, όπως ο Λόν Τσάνεϊ, ο Μπάστερ Κίτον και ο Τσάρλι Τσάπλιν».

Η ταινία της Μαϊβάν είναι ένα βιογραφικό δράμα γύρω από τη σχέση της γνωστής εταίρας, ξεχωριστής ερωμένης του βασιλιά Λουδοβίκου του δέκατου πέμπτου της Γαλλίας. Η Μαϊβάν, ύστερα από μια σύντομη εισαγωγή, για τα παιδικά και νεανικά χρόνια της Μαϊβάν, νόθο παιδί ενός μοναχού και μιας μαγείρισσας, που χάρη στη βοήθεια αριστοκρατών για τους οποίους εργαζόταν η μητέρα της, κατάφερε να μορφωθεί και να διαβάζει με μανία βιβλία λογοτεχνίας, θα εγκαταλείψει, μεγαλώνοντας, την επαρχιακή τους πόλη, μαζί με τη μητέρα της, για το Παρίσι, «πρωτεύουσα των ελπίδων και του πόθου».

Εκεί, μεγάλη πια, η Ζαν (με την ίδια τη Μαϊβάν να την ερμηνεύει), θα εκμεταλλευτεί τη γνωριμία και τη σχέση της με τον κόμη Ντιμπαρί και του Δού Ρισελιέ, για να γνωρίσει τον βασιλιά Λουδοβίκο (ρόλο που ερμηνεύει ο Τζόνι Ντεπ). Η σκηνοθέτιδα εστιάζει την αφήγηση της στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Ζαν και τον βασιλιά, σχέση σ’ ένα κόσμο ψεύτικο, με μόνα αληθινά αισθήματα αυτού του πόθου και της πλήρους ηδονής που τους προσφέρουν οι σεξουαλικές ορέξεις τους. Σχέση που κινδυνεύει εξαιτίας των τριών θυγατέρων του βασιλιά και ακόμη περισσότερο με την εμφάνιση της αυστριακής Μαρίας Αντουανέττας, που παντρεύεται τον Δελφίνο, τον κληρονόμο του θρόνου.

Η ταινία είναι γυρισμένη στο στιλ των καλύτερων παραγωγών, με πλούσια εντυπωσιακά ντεκόρ και και κοστούμια, ωραία φωτογραφία και μουσική, που η Μαϊβάν εκμεταλλεύτηκε όσο καλύτερα μπόρεσε. Η σκηνοθεσία της όμως, στο μεγαλύτερο μέρος της, έχει μια θα έλεγα βιασύνη ή προχειρότητα, με ένα σενάριο κάπως ανοικονόμητο, και μερικές όχι ιδιαίτερα ικανοποιητικές ερμηνείες, μαζί κι αυτή του Τζόνι Ντεπ, που έχει μια υποτονικότητα που, αντίθετα, με την αρκετά καλή ερμηνεία της Μαϊβάν, δεν βοηθάει στη δημιουργία της «χημείας» που περιμέναμε. Στις λιγοστές πολύ καλές ερμηνείες αναφέρω εκείνες του Μπενζαμέν Λαβέρν (στο ρόλο του έμπιστου του βασιλιά, ΛαΜπόρντ) και του Μελβίλ Πουπό (στο ρόλο του Κόμη Ντιμπαρί).

Βραβευμένος ήδη με το Χρυσό Φοίνικα το 2018 για την ταινία του «Κλέφτες καταστημάτων», ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Χιροκάζου Κόρε-Έντα επιστρέφει φέτος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ με το «Τέρας», μια το ίδιο εξαιρετική, αν και αρκετά διαφορετική ταινία.

Η ταινία ξεκινά με τη σύγκρουση ανάμεσα σε μια μοναχική μητέρα, τη Σαόρι (Σακούρα Άντο, πρωταγωνίστρια και στην ταινία του, «Κλέφτες καταστημάτων») με τον καθηγητή Χόρι (Εϊτα Ναγκαγιάμα), που θεωρεί υπεύθυνο για την παράξενη συμπεριφορά του μικρού γιου της. Ιστορία που ο Κόρε-Έντα παρουσιάζει και από διαφορετικές πλευρές (στο στιλ του ιαπωνικού αριστουργήματος του Κουροσάβα, «Οι εφτά σαμουράι»). Σχέση στην οποία, όπως ανακαλύπτουμε είναι μπλεγμένος κι ένας άλλος μαθητής.

Με στόχο το ρητό, «τα φαινόμενα απατούν», ο Κόρε-Έντα αναπτύσσει στο πρώτο μέρος, το συμπέρασμα που βάζει η Σαόρι, σχετικά με το τι συνέβη στο σχολείο. Με τα φαινόμενα να δείχνουν πως ο καθηγητής, για κάποιο λόγο, αντιπαθούσε τον γιο της με αποτέλεσμα να τον χτυπήσει βίαια. Η κάθε όμως πλευρά, όπως ανακαλύπτουμε στη συνέχεια, έχει τη δική της»αλήθεια».

Με ένα καλογραμμένο, με ωραίες καταστάσεις, σενάριο, με όμορφο, άνετο στιλ, που θυμίζει τις ταινίες του Όζου, με την εξαιρετική υποβλητική μουσική του Ριουίτσι Σακαμότο (αυτή ήταν και η τελευταία που έγραψε πριν τον πρόσφατο θάνατό του), ο Κόρε-Έντα έφτιαξε και ταινία όπου το σασπένς χρησιμοποιείται έξυπνα και καθόλου υπερβολικά, για να μας φέρει πιο κοντά στα πρόσωπα και να μας αποκαλύψει τα αισθήματα και τους χαρακτήρες τους.

Μια ταινία που συνδυάζει την απλή καθημερινότητα με την ανθρωπιά και το λυρισμό, άλλοτε μέσα από την ειρωνεία (όπως στις σκηνές της περίεργης, κάπως γελοίας, ιεροτελεστίας που χρησιμοποιούν οι καθηγητές και η διευθύντρια στην αντιμετώπιση τους με τη Σαόρι), άλλοτε μέσα από μια σε βάθος εξέταση του ρόλου που παίζουν διάφορες παράλληλες ιστορίες και δράματα στη ψυχολογία των προσώπων (όπως στην περίπτωση της διευθύντριας που έχασε σε ατύχημα τον μικρό της εγγονό), κι άλλοτε μέσα από μια λεπτότητα στην ανάπτυξη των σχέσεων που σταδιακά αναπτύσσονται ανάμεσα στα δυο μικρά παιδιά – σκηνές που δεν αρνείται, όταν χρειάζεται, να τις οδηγήσει στη φαντασία και το όνειρο – όπως σ’ αυτές του ανοιχτού φινάλε.

Στην «Επιστροφή», τη δεύτερη ταινία του διαγωνιστικού, που σκηνοθέτησε η γνωστή μας Γαλλίδα σκηνοθέτιδα Κατρίν Κορσινί (΅Η μεγάλη ρήξη», «Μια αγάπη ανέφικτη»), βρισκόμαστε στην Κορσική, όπου μια αφρικανικής καταγωγής Γαλλίδα, η Κεϊτιντζά, επιστρέφει το καλοκαίρι, μαζί με τις δυο της κόρες, την Τζέσικα και την Φαράχ, δέκα πέντε χρόνια ύστερα από ένα τραγικό συμβάν, για να φροντίζει τα παιδιά μιας πλούσιας Παριζιάνας στην περίοδο των διακοπών τους.

Εκείνο που ενδιαφέρει την Κορσινί είναι οι οικογενειακές σχέσεις αλλά και ο τρόπος ζωής της σημερινής νεολαίας. Με φόντο τις διακοπές κι ένα ζεστό καλοκαίρι, οι σχέσεις, ανάμεσα στις τρεις βασικά γυναίκες, τα αισθήματα, οι αλλαγές, οι επιδράσεις, η ιδιαιτερότητα στο σεξ, παίζει το καθένα το δικό του ρόλο, άλλοτε φέρνοντας κοντά κι άλλοτε απομακρύνοντας τους ανθρώπους. Μια ιστορία που η Κορσινί αφηγείται με αγάπη, με ζεστασιά, με στόχο πάντα τον ίδιο τον άνθρωπο. Μια φαινομενικά απλή, όμορφη, πολύ ανθρώπινη ταινία με πολύ ωραίες ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς.