Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Τελευταία μέρα σήμερα του διαγωνιστικού τμήματος της 74ης Μόστρας του κινηματογράφου της Βενετίας, και Γαλλία, η Κίνα και η Αυστραλία μας πρόσφεραν τρεις εξαιρετικές ταινίες που σίγουρα θα είναι στα φαβορί για κάποια από τα επίσημα βραβεία της φετινής εκδήλωσης.

Τα φλερτ, οι έρωτες και το σεξ μιας ομάδας νεαρών, στη διάρκεια του καλοκαιριού  του 1994, στη Sete, μια μικρή παραλιακή πόλη της Νότιας Γαλλίας,  είναι το θέμα της ταινίας, «Μεκτούμπ, αγάπη μου – canto uno» του τυνησιακής καταγωγής Γάλλου σκηνοθέτη Αμπντελαντίφ Κεσίς, που το 2013 είχε κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα των Κανών για την ταινία του «Το μπλε είναι το πιο ζεστό χρώμα».

Κύρια πρόσωπα, στο γαϊτανάκι το έρωτα στην ταινία του Κεσίς, ο ντροπαλός Αμίν, ένας φιλόδοξος σεναριογράφος που ζει στο Παρίσι αλλά που βρίσκεται προσωρινά στη Σετ, η παλιά του φίλη Οφήλια (με την οποία δείχνει να είναι κρυφά ερωτευμένος), και η οποία, παρόλο που ενώ ο στρατιωτικός αρραβωνιαστικός της εργάζεται στο αεροδρόμιο (έχοντας υπηρετήσει στον πόλεμο του Ιράκ), τα φτιάχνει με τον ξάδερφο του Αμίν, Τονί, ιδιοκτήτη αραβικού ρεστοράν, η Σαρλότ, μια νεαρή τουρίστρια από τη Νίκαια, που έχει ένα περιστασιακό δεσμό με τον Τονί, και διάφοροι άλλοι, φίλοι ή και συγγενείς του Αμίν και του Τονί.

Ο Κεσίς («Η ζωή της Αντέλ», «Μαύρη Αφροδίτη»), από τους πιο σημαντικούς, αξίζει να τονίσω, σκηνοθέτες του σύγχρονου ευρωπαϊκού κινηματογράφου, παρακολουθεί από κοντά τους νεαρούς του ήρωες, κορίτσια και αγόρια, καταγράφοντας τις καθημερινές ασχολίες τους (σε μπαρ, σε ντίσκο, στην παραλία, στο κρεβάτι), με την κάμερα να «ψάχνει» τα πρόσωπα, τα σώματα, ιδιαίτερα τα γυμνά των γυναικών (στοιχείο που συναντάμε και σε άλλες ταινίες του Κεσίς), έμμεσο σχόλιο πάνω στην αρσενική ματιά που καθορίζει τις πράξεις και τις αντιδράσεις των νεαρών πρωταγωνιστών του, με μια κάμερα που με τις κινήσεις, τις γωνίες λήψεις, δημιουργεί την αισθησιακή ατμόσφαιρα που αναζητά ο σκηνοθέτης.

Εκείνο που βασικά ενδιαφέρει τον Κεσίς, στο τρίωρο αυτό ταξίδι του, πάνω στα πρόσωπα και τα κορμιά των νεαρών Γάλλων και Τυνήσιων πρωταγωνιστών του αλλά και με τους ζωντανούς, διαλόγους και τις ωραία τοποθετημένες καταστάσεις, είναι να δώσει μια γεύση από την ανέμελη ζωή (αν και κάπου, στο βάθος, υπάρχει η αίσθηση των συνεπειών του πολέμου του Ιράκ) μιας μερίδας της νεολαίας, στην πορεία της προς την ωρίμανση, λίγο πριν από την επερχόμενη, με τις δικές της απογοητεύσεις, χιλιετία.

Η ταινία «Οι άγγελοι φοράνε λευκά», δεύτερη σκηνοθεσία της Κινέζας Βίβιαν Κου (η πρώτη της ταινία «Δρόμος παγίδα» είχε εντυπωσιάσει στο φεστιβάλ Βενετίας του 2013) καταπιάνεται με τα προβλήματα της γυναίκας στη σύγχρονη, νεοφιλελεύθερη Κίνα μέσα από την ιστορία δυο νεαρών 12χρονων μαθητριών, σε μια μικρή παραλιακή πόλη, που κακοποιούνται σεξουαλικά σε ένα ύποπτο από ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο.

Παγιδευμένα σε ένα κόσμο, όπου το οικονομικό και προσωπικό συμφέρον είναι πάνω από τις όποιες ηθικές αξίες, τα δυο κορίτσια, αλλά και οι διάφορες γυναίκες γύρω τους (η υπεύθυνη στη ρεσεψιόν, που είδε, και τράβηξε με το κινητό της, τον άντρα να μπαίνει στο δωμάτιο των κοριτσιών, η οποία όμως φοβάται ν’ αποκαλύψει την αλήθεια για να μη χάσει τη δουλειά της, η αδερφή της που έχει μπει στα διάφορα «κόλπα», και μια πεισματάρα δικηγόρος που αναλαμβάνει την υπόθεσή του ενός κοριτσιού, αποφασισμένη να ξεσκεπάσει τη διαφθορά και τα «λαδώματα»), αντιμετωπίζουν διάφορα, αξεπέραστα συχνά (όπως ανακαλύπτουμε στη συνέχεια) εμπόδια στην προσπάθειά τους να ρίξουν φως στην υπόθεση.

Η Βίβιαν Κου καταγράφει την πορεία των δυο κοριτσιών χωρίς συναισθηματισμούς, με λεπτότητα, με κριτικό μάτι πάνω σε μια κοινωνία που στηρίζεται στη διαφθορά σε όλα τα επίπεδα, χρησιμοποιώντας ένα ρεαλιστικό στιλ από το οποίο όμως δεν λείπει και μια ιδιαίτερη φροντίδα στο εικαστικό στήσιμο των πλάνων, επιμένοντας στις διάφορες λεπτομέρειες καθώς και στα στοιχεία εκείνα που τοποθετούν τα πρόσωπα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον, φωτίζοντας την όλη πορεία της έρευνας.

Σε μια κοινωνία του φιλελευθερισμού, οι γυναίκες, μας λέει η σκηνοθέτρια, έχουν ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουν για να πάρουν τη θέση που τους αξίζει – όπως το τονίζει και τόσο γλαφυρά η σκηνή με το τεράστιο άγαλμα της Μονρόε με τη φούστα σηκωμένη (από την κλασική σκηνή της ταινίας «Εφτά χρόνια φαγούρα»), να δείχνει τις γυμνές γάμπες της και που οι εργάτες κατεβάζουν για να το κρύψουν κάπου). Πάντως, παρά τους σκοπέλους και τους συμβιβασμούς, το κορίτσι της ρεσεψιόν καταφέρνει τελικά να βρει το θάρρος για να ακολουθήσει το δρόμο της.

Αντι-ρατσιστικό, με πολιτική τοποθέτηση, γουέστερν, είναι το «Sweet Country» του αυτόχθονου Αυστραλού Γουόρικ Θόρντον. Ο σκηνοθέτης μας μεταφέρει στην Κεντρική Αυστραλία, στη δεκαετία του ’20, για να μας αφηγηθεί μια ιστορία Αβορίγινων, παρμένη από ιστορίες των παππούδων του ίδιου και άλλων συμπατριωτών του.

Η ταινία αφηγείται το δράμα ενός μεσήλικα Αβορίγινου που, για λόγους που ανακαλύπτουμε στη συνέχεια (και που δεν περιορίζονται στην αυτοάμυνα) σκοτώνει ένα λευκό, και, έχοντας για ένα διάστημα διαφύγει, μαζί με τη γυναίκα του,  αποφασίζει τελικά να παραδοθεί και να δικαστεί. Δίκη που, όταν αποκαλύπτονται οι αληθινοί λόγοι που αναγκάστηκε να σκοτώσει το λευκό, αθωώνεται, αν και η αθώωσή του εξοργίζει τους ρατσιστές λευκούς, που ετοιμάζονταν να τον κρεμάσουν, και τον δολοφονούν.

Ο Θόρντον (που το 2009 κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα των Κανών για την ταινία του, «Σαμψών και Δαλιδά») στρέφεται στα κλασικά γουέστερν σκηνοθετών όπως ο Πέκινπα, μαζί και σε εκείνα του Σέρτζι Λεόνε («Για μια χούφτα δολάρια», «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος») για να αφηγηθεί την ιστορία του, μέσα από ωραίες εικαστικά εικόνες που θυμίζουν τα καλύτερα αμερικανικά γουέστερν (ο ίδιος έκανε και τον διευθυντή φωτογραφίας), στρέφοντας το ενδιαφέρον του όχι στους συνηθισμένους ήρωες των παλιών γουέστερν αλλά σε αντι-ήρωες, δίνοντας στους αυτόχθονες χώρο να παρουσιάσουν την αληθινή πλευρά της διαστρεβλωμένης στο παρελθόν ιστορίας τους.

Παρά την εντυπωσιακή  παρουσία του ζευγαριού Πενέλοπε Κρουζ και Χαβιέ Μπαρντέμ στην ταινία «Loving Pablo» του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα (βασισμένο στο βιβλίο της δημοσιογράφου Βιρτζίνια Βαλέγιο, «Loving Pablo, Hating Escobar»), το αποτέλεσμα δεν είναι παρά ένας μέτριος συνδυασμός σαπουνόπερας και γκανγκστερικής περιπέτειας, που προσπαθεί ταυτόχρονα να προσθέσει μια ρομαντική πλευρά στην ιστορία του περιβόητου Βολιβιανού βασιλιά των ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ – ήδη στην τηλεόραση, σε παραγωγή της Netflix, είχαμε δει μια αντίστοιχη, μεγαλύτερης βέβαια διάρκειας, σειρά γύρω από τον Πάμπλο και τα κατορθώματά του.

Ο Αρανόα αφηγείται την ιστορία του Πάμπλο μέσα από τη σχέση μιας διάσημης δημοσιογράφου της τηλεόρασης Βαλέγιο (η πάντα ωραία και, κομψά ντυμένη, Κρουζ) και του Πάμπλο (με τον Μπαρντέμ να τονίζει, κάπως υπερβολικά, τη ζωώδικη πλευρά του χαρακτήρα του), με μια σκηνοθεσία επίπεδη, με όλα τα κλισέ, με βασικό του στόχο να έχει τη δράση, που παρουσιάζει με εκτελέσεις και άγριους σκοτωμούς.