Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο Τζον Άσμπερι είναι  πλέον νεκρός, ξαπλωμένος πάνω στα πρώτα φύλλα υποψιασμένα για τον επερχόμενο μαρασμό τους, καθώς το φθινόπωρο γράφει την εισαγωγή του.

Ένα χαϊδεμένο αμάλγαμα από σταγόνες βροχής που στεγνώνουν στην επιφάνειά του αντανακλώντας τις ακτίνες του ήλιου, μία παραμόρφωση σ’ έναν κυρτό καθρέφτη που απεικονίζει τον δημιουργό σ’ ένα σύμπαν πρωτογενούς καταβύθισης, ένας εαυτός καθόλου καθηλωμένος σε ένα κέντρο εμμανούς εμμονής, αλλά αναπεπταμένος στην αέναη κίνηση της ζωής.

Αυτός ήταν ο Αμερικανός ποιητής, πολυβραβευμένος είναι αλήθεια, αλλά καθόλου τιμημένος από το  μπεστσελερίστικο αναγνωστικό κοινό. Ο σύντροφός του ανακοίνωσε τον θάνατό του και ευτυχώς κανένας και καμμία δεν σοκαρίστηκε από αυτή την ανακοίνωση: δεν υπήρχαν δάκρυα σε κουρασμένα από την αϋπνία μάτια, είχε χαθεί ο μελοδραματισμός, είχε κρυφτεί –ευτυχώς- η ανθρωποφαγία, οι βαφτισμένοι διανοητές του facebook  δεν βρήκαν καιρό να ανταλλάξουν βαριεστημένα like.

«[…] Και μετά, όταν σ’ έστειλαν στη γωνιά σου/να γλείψεις τις πληγές σου ανακάλυψες/ότι σου αρέσει το γλείψιμο/τόσο που το πρόσθεσες στο ρεπερτόριο των παρανοϊκών σου χειρονομιών», μεταφράζει ο Στάθης Λειβαδάς («Και τα αστέρια έλαμπαν»). Αυτός είναι ο Τζον Άσμπερι της μοντερνικότητας, ο οποίος έζησε μέχρι τα εννενήντα του για να δει σε επανάληψη τον κόσμο μας να γκρεμίζεται και να ξαναγκρεμίζεται.

Αυτό το γκρέμισμα και το ξαναγκρέμισμα  το αποτυπώνει στην ποίησή του, η οποία δεν δικαιώνει το αμετάβλητο της τραγικότητας που διαπνέει την ποιητικότητα του Τόμας Έλιοτ, καθώς μέσα από δολιχοδρομίες υψηλής αυτοειρωνείας χωρίς να τις θυσιάζει στις ευκολίες του βέβαια αυτοστιγματισμού του, τις οδηγεί έως την λυρική εξάρθρωση του νοήματος των λέξεων. Λέξεις, οι οποίες μπαινοβγαίνουν ως χρηστικά αντικείμενα στην καθημερινή μας επιβίωση, πλην όμως όταν βρουν τον χώρο τους μέσα στα συμφραζόμενα του ποιήματος αυτονομούνται ως εικονίσματα ενός άβουλου θεού που θέλει τον ποιητή να βάλει σε  κίνηση την βούληση  του για δημιουργία.

Σταθμός σ’ αυτή την αδιάπτωση άλωση του ποιήματος ως διαρκούς εν κινήσει γεγονότος, αποτελεί η λυρική σύνθεση «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο» (κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού).  Τιμήθηκε ανάμεσα σε άλλα βραβεία με Πούλιτζερ (1975) και ο πολύς Χάρολντ Μπλουμ δεν δίστασε να  αποκαλέσει το έργο « ‘‘Ερημη Χώρα’’ της μεταμοντέρνας αμερικανικής  ποίησης».

Φανερά επηρεασμένος ο Τζον Άσμπερι από τον πατριάρχη της αμερικανικής ποίησης Ουόλτ Ουΐτμαν, συνομιλεί με τον πίνακα του Φραντσέσκο Παρμιτζανίνο (1503-1540). Σ’ αυτόν ο Ιταλός ζωγράφος, με σκηνικό το εργαστήριο του, προσπαθεί να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του, κοιτάζοντας σ’ ένα κυρτό κάτοπτρο. Μπροστά στο ασμπερικό κάτοπτρο όλα φαντάζουν θρυμματισμένα, παραμορφωμένα, αποδομημένα, ενταφιασμένα, εν τέλει νεκροζώντανα.

Γιαυτό καταφεύγει στο όνειρο όχι ως ψυχολογική απόδραση από το πραγματικό αυτοαναλυόμενος: η ονειρική πραγματικότητα δεν είναι ούτε καταφυγή, είναι το σχήμα που πάει να αποκτήσει το ποίημα και παραμένει ασχημάτιστο, όπως ακριβώς το όνειρο: πάντα αποσπασματικό, ασύνδετο, καθρέφτισμα οιονεί προφητείας, πετάρισμα ελπίδας, ένταση δημιουργικού νου εν φαντασία: «Ο πόνος/Αυτού του εν εγρηγόρσει ονείρου, δεν  μπορεί ποτέ να σβήσει/Το σχέδιο ακόμη διαγράφεται στον άνεμο,/Εκλεκτό, προορισμένο για μένα ολοκληρώνεται/Στην απατηλή λάμψη του δωματίου μου».

Το κρεσέντο του τέλους είναι  ένα ατελές δημιούργημα της στιγμιαίας ενατένισης του όντος, δεν είναι ένα απολίθωμα δόγματος, είναι ο ζωντανός οργανισμός αυτοπροσώπως που πάσχει και παθαίνεται εναερίως.