Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Λήγει σήμερα το διαγωνιστικό τμήμα της 70ης Μπερλινάλε, ενώ, αργά το απόγευμα, η επιτροπή από κριτικούς-μέλη της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) ανακοίνωσε πρώτη τα παράλληλα βραβεία που απονέμει στα διάφορα τμήματα του φεστιβάλ.

Με τη γερμανική ταινία «Ουντίνε» του Κρίστιαν Πέτσολντ να κερδίζει το βραβείο καλύτερης ταινίας του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος για τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να μεταφέρει στη σύγχρονη εποχή μας ένα παραμύθι και να προσφέρει τόσο μια εξαιρετική ερμηνεία από την Πάουλα Μπέαρ όσο και εξαιρετικές εικαστικά εικόνες από τον διευθυντή φωτογραφίας Χανς Φρομ. Με τα υπόλοιπα βραβεία της FIPRESCI να απονέμονται:

– καλύτερης ταινίας στο τμήμα του Φόρουμ: στην ταινία «Ο 20ος αιώνας» του Μάθιου Ράνκιν (Καναδάς)

– καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Πανόραμα»: «Mogul Mowgli» του Μπασάμ Ταρίκ, και

– καλύτερης ταινίας στο Encounters: «Οι μεταμορφώσεις των πουλιών» της Καταρίνα Βασκονσέλος

Η επιβολή της θανατικής καταδίκης αναγκάζει τους ανθρώπους να μετατραπούν σε δολφόνους, μας λέει ο Ιρανός σκηνοθέτης Μοχάμαντ Ρασούλοφ στην εξαιρετική ταινία του, «Το κακό δεν υπάρχει», με την οποία έληξε σήμερα το διαγωνιστικό πρόγραμμα της Μπερλινάλε.

Μέσα από τις τέσσερις, διάρκειας δυόμιση ωρών, ιστορίες που μας αφηγείται («Το κακό δεν υπάρχει», «Εκείνη είπε: ‘Δεν μπορείς να το κάνεις’», «Γενέθλια» και «Φίλησέ με»), ο Ρασούλοφ μας δείχνει πως ότι κι αν οι χαρακτήρες του σ’ αυτές τις ιστορίες αποφασίσουν, αυτό, άμεσα ή έμμεσα, θα επηρεάσει και θα διαβρώσει τις σχέσεις τους. Ο 40άρης Χεσμάτ, στο πρώτο επεισόδιο, ζει μια ήσυχη, ωραία ζωή με τη γυναίκα και τη μικρή τους κόρη. Πίσω όμως από τη φαινομενική ευτυχία τους κρύβεται ένα μυστικό που ανακαλύπτουμε στο τελευταίο πλάνο της ταινίας: ο Χεσμάτ είναι δήμιος στις φυλακές και κάποια στιγμή θα πατήσει το κουμπί που θα ανοίξει την καταπακτή κάτω από τα πόδια πέντε καταδικασμένων σε θάνατο αντρών, σε σκηνές πραγματικά φριχτές.

Στο δεύτερο επεισόδιο, ο Πούγια, ο νεαρός πρωταγωνιστής, που υπηρετεί μια δίχρονη στρατιωτική θητεία, όταν ανακγάζεται να αναλάβει το ρόλο του δήμιου, προτιμά να βρει μιαν άλλη διέξοδο. Ενώ, προς το τέλος του τρίτου επεισοδίου, ανακαλύπτουμε πως ο νεαρός στρατιώτης που έχει πάρει τριων ημερών άδεια για να παρευρεθεί στα γενέθλια της αγαπημένης του, στην οποία σχεδίαζει να κάνειο πρόταση γάμου, είναι στην πραγματικότητα ο εκτελεστής/δήμιος του πιο κοντινού φίλου της οικογένειας.

Σε μια αντίστοιχη δολοφονία οδηγήθηκε, όπως κάποια στιγμή μαθαίνουμε, και ο ετοιμοθάνατος μεσήλικας γιατρός και ερασιτέχνης μελισσοκόμος, που ζει σε μια ειδυλλιακή επαρχία, και ο οποίος έχει καλέσει στο σπίτι του την κόρη του αδερφού του για να της αποκαλύψει ένα μυστικό που έκρυβε εδώ και 20 χρόνια.

Με βάση ένα ωραίο σενάριο, που έγραψε ο ίδιος, ο Ρασούλοφ (βραβείο σκηνοθεσίας το 2017 στο τμήμα «’Ενα κάποιο βλέμμα» των Κανών για την ταινία του «Ένας ακέραιος άντρας») αφηγείται τις ιστορίες του με ωραίες εικαστικά εικόνες, με την κάμερα να καταγράφει τις αντιδράσεις των χαρακτήρων του, να προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις με το ξαφνικό μοντάζ (όπως στο πρώτο επεισόδιο όταν ανακαλύπτουμε το επάγγελμα του πρωταγωνιστή του), ή να θέτει με άμεσο και επιτακτικό τρόπο το πρόβλημα στην ουσία του (όπως στις σκηνές της φυλακής, στο δεύτερο επεισόδιο, με τους συναδέλφους του Χεσμάτ να προσπαθούν να τον πείσουν να αποδεχτεί τις υποχρεώσεις του νόμου και με τον ίδιο να θέτει το θέμα «τι κάνουμε αν ο νόμος δεν είναι δίκαιος;»), ή πάλι να δείχνει τον θλιβερό αντίκτυπο μιας πράξης που ξεκίνησε, υποτίθεται, με καλό σκοπό.

Πίσω όμως τις πράξεις τους, ο σκηνοθέτης βάζει καίρια, ηθικά και φιλοσοφικά ερωτήματα, που σίγουρα δεν ευχαριστούν ιδιαίτερα την ιρανική κυβέρνηση (εξ ου και η απαγόρευση του ταξιδιού του Ρασούλοφ στο Βερολίνο), με τον ίδιο να διερωτάται, «πώς καταφέρνουν οι αυταρχικοί ηγέτες να μεταμορφώνουν τους ανθρώπους σε απλά συστατικά του αυταρχικού μηχανισμού τους; Στα αυταρχικά καθεστώτα, ο μοναδικός στόχος του νόμου είναι η διατήρηση του κράτους και όχι η διευκόλυνση και η ρύθμιση των ανθρωπίνων σχέσεων. Εγώ προέρχομαι από ένα τέτοιο κράτος… Γι’ αυτό και ήθελα να αφηγηθώ ιστορίες που βάζουν το ερώτημα: ως υπεύθυνοι άνθρωποι, μπορούμε να επιλέξουμε όταν ένας αυταρχικός ηγέτης μας ζητά να επιβάλουμε απάνθρωπες διαταγές; Όταν πρόκειται για τα ανθρώπινα συναισθήματα, σε τέτοιες περιπτώσεις αυταρχισμού πού μας αφήνει η διαδυκότητα του έρωτα και της ηθικής ευθύνης;».

Για τους επιζώντες μιας γενοκτονίας ή μιας ατομικής καταστροφής τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα, μας λέει ο γεννημένος στην Καμπότζη και εγκαταστημένος στη Γαλλία ντοκιμαντερίστας σκηνοθέτης Ρίτι Παν («Η χαμένη εικόνα», βραβείο καλύτερης ταινίας στο ‘Ενα κάποιο βλέμμα» των Κανών, 2013, «Εξορία», 2016) στη δεύτερη ταινία του διαγωνιστικού «Ακτινοβολημένα», που είδαμε σήμερα.

Πρέπει να ζεις και να αντιμετωπίζεις την ακτινοβολία, ακόμη και όταν δεν έχεις καμιά προστασία, αυτό πρέπει να το κάνεις για την ανθρωπότητα, μας λέει ο σκηνοθέτης Ρίτι Παν. «Κουβαλάω μαζί μου αυτό τον πόνο. Είναι βαρύς αλλά βγάζει και νόημα. Αποτελεί μέρος του εαυτού μου και δίνει ένταση στο όραμά μου για τον κόσμο. Εκφράζεται μέσα από ότι κάνει και από αυτά που δημιουργώ… Έχουμε κάνει απολογισμό της καταστροφικής τρέλας του 20ου αιώνα; Στην πραγματικότητα, όχι. Τί μάθαμε για τη δυνατότητά μας για να εξαλείψουμε τον εαυτό μας; Σχεδόν τίποτα!»

Με λάιτ-μοτίβ την ατομική έρηξη στη Χιροσίμα και βάση τις διάφορες καταστροφές που έκαναν οι διάφοροι βομβαρδισμοί (στον πόλεμο του Βιετνάμ, τη γενοκτονία στη Καμπότζη), με (συχνά με ποιητική διάθεση) κείμενα και με σπάνια επίκαιρα και υλικό αρχείου (από στρατιωτικές πηγές, φιλμ προπαγάνδας, επιστημονικά πειράματα, εικόνες από στρατόπεδα εξόντωσης, από χιτλερικές φασιστικές παρελάσεις, ιστορικά φιλμ με μαζικούς, φριχτούς θανάτους, κ.ά.), ο Ρίτι Παν έφτιαξε ένα συγκλονιστικό, ιδιαίτερα αναγκαίο στις μέρες μας, ντοκιμαντέρ όχι απλώς για να μη ξεχνάμε το παρελθόν αλλά και να μας υπενθυμίζει πόσο επίκαιρα δυστυχώς είναι όλα όσα βλέπουμε (και που δεν δείχνουν να μας έχουν διδάξει αρκετά)… ΄Ενα ντοκουμέντο που αξίζει να βλέπεται από ένα όσο πιο πλατύ κοινό.