Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η ιστορία του νεαρού Γάλλου από την επαρχία που, στη διάρκεια του ταξιδιού του στο Παρίσι, γνωρίζει κι ερωτεύεται ένα κορίτσι, κόρη Αλγερινών μεταναστών, ενώ με την επιστροφή του στη γενέτειρά του, τα ξαναφτιάχνει με μια παλιά αγαπημένη του, στην ταινία «Το αλάτι των δακρύων» του Γάλλου Φιλίπ Γκαρέλ, που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της 70ης Μπερλινάλε, τόσο θεματικά όσο και με τον τρόπο κινηματογράφησης (μαυρόασπρο φιλμ με μια κάμερα να παρακολουθεί τον νεαρό ήρωα στις περιπλανήσεις του στην επαρχία και το Παρίσι), μου θύμισε τις ταινίες της νουβέλ βαγκ, και ιδιαίτερα εκείνες του Φρανσουά Τριφό.

Ο Λικ του Λογκάν Αντουοφέρμο μοιάζει αρκετά με τον Αντουάν Ντουανέλ του Ζαν-Πιερ Λεό, ιδιαίτερα στις σχέσεις του με τις γυναίκες: έτοιμος να ερωτευτεί, πάντα επιφανειακά, ακόμη και την τρίτη, και όπως πιστεύει, τελευταία φορά, όταν θεωρεί πως βρήκε τον πραγματικό έρωτα, έρωτα που αναγκάζεται να τον μοιραστεί με ένα παλιότερο εραστή της.

Εκείνο που ενδιαφέρει τον Γκαρέλ είναι να σκιαγραφήσει το πορτρέτο του επιπόλαιου, δειλού στην πραγματικότητά, ήρωά του σε μια σύγχρονη εποχή, όπου τα νέα αγόρια, εδώ μιας μικροαστικής τάξης, ασχολούνται περισσότερο με τις μικρές ερωτικές τους περιπέτειες παρά με τον ίδιο τον εαυτό τους ή τους ανθρώπους γύρω τους, είτε τους γονείς είτε τις γυναίκες με τις οποίες έχουν ένα ερωτικό δεσμό (τη δεύτερη, έγκυο, φιλενάδα του, ο Λικ θα εγκαταλείψει χωρίς δεύτερη σκέψη).

Σε μια κοινωνία παγκοσμιοποίησης (ο ξυλουργός πατέρας του είναι από τους τελευταίους του είδους του, όταν ο «πολιτισμός» και οι τεχνολογίες βρίσκουν τρόπους αντικατάστασής του), ο Λικ, από βοηθός του πατέρα του, στρέφεται τελικά σε σπουδές στην ειδική σχολή Boulle του Παρισιού για να ειδικευτεί, τη φορά αυτή με δίπλωμα, στην κατασκευή γραφείων και άλλων επίπλων.

Όλα όσα συμβαίνουν στην ταινία παρουσιάζονται σαν κάτι το απλό και συνηθισμένο, χωρίς εξάρσεις ή συγκρούσεις, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρεται και ο χαρακτήρας του Λικ. Η κάμερα τον ακολουθεί είτε στους δρόμους και τα λεωφορεία, είτε στα χωράφια και τις αυλές των σπιτιών της κωμόπολής όπου ζει με τον πατέρα του, με τον ίδιο απλό τρόπο, ένα φαινομενικά ήρεμο τρόπο που καταγράφει τις σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω του, ιδιαίτερα με τον πατέρα και τα τρία κορίτσια με τα οποία έχει δεσμό.

Εκείνο που σταδιακά αναδύει μέσα από τις σχέσεις αυτές (δυστυχώς επιφανειακές) είναι η αδιαφορία, η έλλειψη πραγματικής επαφής και η θλιβερή μοναξιά στην οποία βουλιάζει ολοένα και περισσότερο ο Λικ. Γιατί, τελικά, ο Λικ είναι ένα μοναχικό, θλιβερό άτομο, που, σε μια αποξενωμένη κοινωνία, έχει χάσει τόσο τα όποια αληθινά αισθήματα όσο και τον προσανατολισμό του.

Στην όλη ατμόσφαιρα της ταινίας, συμβάλλεουν η εξαίρετη μαυρόασπρη φωτογραφία του Ρενάτο Μπέρτα καθώς και οι ερμηνείες των νεαρών, άγνωστών μας πρωταγωνιστών: Λογκάν Αντουοφέρμο (Λικ), Ουλάγια Αμαμρά (Ντζεμίλα), Λουίζ Σεβιλότ (Ζενεβιέβ), Σουχεϊλά Γαικούμπ (Μπέτσι), χωρίς να ξεχνάμε εκείνη του Αντρέ Βιλμ στο ρόλο του πατέρα.

Το μπράβο μου, για την καλύτερη μέχρι στιγμής ταινία, κερδίζει η Αμερικανίδα Κέλι Ράικαρτ («Γουέντι και Λούσι», «Night Moves») για την όμορφη, διανθισμένη με χιούμορ αλλά και λυρισμό, ταινία της, «First Cow» («Πρώτη αγελάδα»). Η ταινία αρχίζει στη σύγχρονη εποχή, με μια νεαρή γυναίκα, να ξεθάβει, στα δάση του Όρεγκον, δυο σκελετούς. Στη συνέχεια, η Ράικαρτ μας επιστρέφει στον 19 αιώνα, και συγκεκριμένα στα 1820, στο Όρεγκον των σκαπανέων, όταν οι άνθρωποι είτε έψαχναν για χρυσάφι είτε προσπαθούσαν, με διάφορους άλλους τρόπους, να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή στη γη, όπως πίστευαν, της επαγγελίας.

Εκεί θα γνωρίσουμε τους δυο πρωταγωνιστές, τον Ότις «Κούκι» (Τζον Μαγκάρο), μέλος μιας ομάδας κυνηγών δερμάτων, και στη συνέχεια, τον Κινγκ Λου (Οράιον Λι), ένα Κινέζο μετανάστη, που ο Ότις ανακαλύπτει γυμνό, κρυμμένο μέσα στους θάμνους και κυνηγημένο από κακούς Ρώσους. Ο Ότις θα τον κρύψει και ανάμεσα στους δυο θα αναπτυχθεί μια μεγάλη φιλία, που είναι και ένα από τα βασικά θέματα της ταινίας (όπως αναφέρει στην αρχή και η ταινία με το  απόσπασμα του Γουίλιαμ Μπλέικ: «το πουλί μια φωλιά, η αράχνη ένα δίχτυ, ο άνθρωπος τη φιλία»).

Με τον Ότις να επιστρέφει στην τέχνη του μάγειρα, όταν στο δάσος, κοντά στην καλύβα τους, ανακαλύπτει την αγελάδα ενός πλούσιο Βρετανού αριστοκράτη, κι αρχίζει να την αρμέγει κρυφά τα βράδια, για να φτιάξει κέικ που γίνονται ανάρπαστα από τους κατοίκους της περιοχής, και με τον Κινγκ Λου, να μαζεύει τα χρήματά τους με στόχο να πάνε κάποτε στο Σαν Φρανσίσκο να ανοίξουν εκεί επιχείρηση και να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη.

Η Ράικαρτ, με τη βοήθεια του συν-σεναριογράφου της Τζόναθαν Ρέιμοντ (που έγραψε και το βιβλίο στο οποίο στηρίχτηκε η ταινία), αναπτύσσει όμορφα και με χιούμορ τα πρόσωπα, τοποθετώντας τα στο περιβάλλον τους, στις απέραντες ανεξερεύνητες περιοχές του Όρεγκον, όταν οι σκαπανείς άνοιγαν τα πρώτα μονοπάτια, καταγράφοντας με ένα έντονο, που σπάνια βλέπουμε στον κινηματογράφο, ρεαλισμό, τους πραγματικούς χώρους .

Οπως για παράδειγμα τις αφιλόξενες, βρόμικες, με τους λασπωμένους δρόμους, πόλεις, τα ατημέλητα, φτιαγμένα στο χέρι ρούχα, τις τρύπιες μπότες, τα νεαρά φτωχά κορίτσια να κάνουν διάφορες αγγαρίες και γενικά ένα Ουέστ όχι εκείνο του μύθου αλλά όπως πραγματικά ήταν), προσφέροντάς μας ένα Φαρ Ουέστ, που μου θύμισε εκείνο στην ταινία του Ρόμπερτ ‘Ολτμαν «MacCabe and Mrs. Miller» (ελληνικός τίτλος «Ο χαρτοπαίκτης και η κυρία»,  με τη φωτογραφία του Κρίστοφερ Μπλάουβελτ, γυρισμένη στο παλιό φορμά, 4:3, της δεκαετίας του ’40, να δημιουργεί τη σωστή ατμόσφαιρα, με τους ατέλειωτους κινδύνους, και την οικονομική ανάπτυξη και εκμετάλλευση,  απλά να υποβάλλονται.