Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Εντυπωσίασε χτες στην 70η Μπερλινάλε η παρουσία του Τζόνι Ντεπ στην Μπερλινάλε, που έφτασε στο Βερολίνο για να παρουσιάσει την ταινία του, «Μιναμάτα» του Άντριου Λέβιτας, γύρω από τη μεγάλη εταιρία υπεύθυνη για τη δηλητηρίαση των κατοίκων της Μιναμάτα στην Ιαπωνία του 1971.

Ο Ντεπ, που είναι και παραγωγός της ταινίας, ερμηνεύει σ’ αυτήν τον διάσημο φωτογράφο (γνωστό για τις πολεμικές φωτογραφίες του) του περιδικού «Λάιφ», Γιουτζίν Σμιθ, που ήρθε σε σύγκρουση με την εταιρία Chisso, η οποία έριχνε τα χημικά απόρρητα στο νερό που έπιναν οι κάτοικοι της Μιναμάτα! «Ήταν σχεδόν αδύνατο να πιστέψει κανείς αυτό που συνέβη στη Μιναμάτα», ανάφερε ο διάσημος ηθοποιός, «γιατί αυτό ήταν κάτι το τρομερό και οι υπεύθυνοι δεν λυπήθηκαν κανένα… Ηταν κάτι το τρομακτικό και πίστεψα πως ήταν μια ιστορία που έπρεπε να αφηγηθούμε…πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να αξιοποιήσει κανείς τη δύναμη των μίντια ή μιας τέχνης, όπως ο κινηματογράφος για να τα αποκαλύψει αυτά…»

Στην ταινία παρακολουθούμε ένα με γένια και γκρίζα μαλλιά Ντεπ, στο ρόλο του Γιουτζίν Σμιθ, που βρίσκεται στην κατιούσα (έχει απομακρυνθεί από τη γυναίκα και τα παιδιά του, έχει αρχίσει να καταρρέει και το έχει ρίξει στο πιοτό), να αρνείται αρχικά την αποστολή που του αναθέτει το Life Magazine, αν και τελικά δέχεται την πρόκληση και φτάνει στη Μιναμάτα για να αντιμετωπίσει τις πιο φρικτές εικόνες, που ήταν το αποτέλεσμα που προκάλεσε στους πολίτες η δηλητηρίαση από υδράργυρο από το γειτονικό εργοστάσιο της εταιρίας Chisso (τα θύματα του δηλητηριασμού είχαν παραμείνει τυφλά, με παραμορφωμένα χέρια και πόδια, δεν μπορούσαν να περπατήσουν, να μιλήσουν ή να φάνε).

Το 1971, την ίδια τη χρονιά της ασθένειας που προκάλεσε τη δηλητηρίαση, οι Ιάπωνες έφτιαξαν ένα συγκλονιστικό, γεμάτο συγκλονιστικές εικόινες φρίκης, ντοκιμαντέρ, σκηνοθετημένο από τον Νοριάκι Τσουτσιμότο, που είχα τότε την ευκαιρία να δω στο φεστιβάλ του Λονδίνου. Εδώ, ο Αμερικανός φωτογράφος και σκηνοθέτης Άντριου Λέβιτας θέλησε να φτιάξει μια ταινία μυθοπλασίας για να μας θυμίσει την τραγωδία.

Παρά την κάπως παρατραβηγμένη επιμονή του στο πρόσωπο του φωτογράφου του (δεν πρέπει να ξεχνάμε πως για πρωταγωνιστή είχε ένα μεγάλο σταρ), ο Λέβιτας κατάφερε, με το δικό του τρόπο, να φτιάξει ένα αρκετά συγκλονιστικό θρίλερ, που σήμερα αποκτά ξεχωριστή επικαιρότητα, ιδιαίτερα με τις διάφορες χημικές και άλλες καταστροφές (ας θυμηθούμε εκείνη του Τσερνόμπιλ, ή άλλες, όπου η BP και η Exxon είναι αναμιγμένες), που εξακολουθούν να συγκλονίζουν τον πλανήτη μας.

Οσο για την προχτεσινή επίσημη έναρξη του φεστιβάλ, αξίζει να αναφέρω πως όλοι οι παρόντες στην τελετή σηκώθηκαν όρθιοι και κράτησαν ενός λεπτού σιγή για τα θύματα της μοιραίας, ρατσιστικής επίθεσης στη γερμανική πόλη Χανάου.

Η τελετή άρχισε με τον Γερμανό παρουσιαστή να υποδέχεται το κοινό σε δώδεκα διαφορετικές γλώσσες, ανάμεσά τους και στα ελληνικά («καλή βραδιά να έχετε», είπε), μιλώντας για περισσότερο από μισή ώρα για τη Μπερλινάλε και το γερμανικό κινηματογράφο, μιμούμενος κάποια στιγμή τον Γερμανό ηθοποιό Πίτερ Λόρε, στην κλασική, εξπρεσιονιστική ταινία του «Μ» (γυρισμένη το 1931), ενώ στη συνέχεια μίλησαν η υπουργός Πολιτισμού (με ένα λόγο για το σινεμά και τον πολιτισμό που οι καλεσμένοιο το υποδέχτηκαν με θερμά χειροκροτήματα και όρθιοι) και ο δήμαρχος του Βερολίνου.

Το γέλιο των παρευρισκομένων προκάλεσε ο Βρετανός ηθοποιός και πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, Τζέρεμι Άϊρονς, με το έμμεσο για το Brexit χιούμορ του, όταν αναφέρθηκε στην ανοχή των Ευρωπαίων να υποδεχτούν ένα Βρετανό ηθοποιό.

Την τελετή που κράτησε μιάμιση περίπου ώρα, ακολούθησε η προβολή της καναδικής ταινίας «My Salinger Year» του Φιλίπ Φαλαρντό. Με την προβολή της ταινίας μας ήρθε και μια δυσάρεστη είδηση: η ιρανική κυβέρνηση αρνήθηκε να ανανεώσει το διαβατήριο του Ιρανού σκηνοθέτη Μοχάμαντ Ρασούλοφ που η νέα ταινία του, «Το κακό δεν υπάρχει» περιλαμβάνεται στο διαγωνιστικό τμήμας της Μπερλινάλε. Η ιρανική κυβέρνηση είχε κατασχέσει το διαβατήριο του σκηνοθέτη το 2017 όταν ο Ρασούλοφ επέστρεψε στην Τεχεράνη μετά την βράβευση της ταινίας του «Ένας ακέραιος άντρας» στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του φεστβάλ των Κανών.

Η ταινία του Φαλαρντό, βασισμένη στα απομνημονεύματα της Τζοάνα Ράκοφ (1914), καταπιάνεται με την ενηλικίωση της Τζοάνα (με την Μάργκαρετ Κουόλι, να προσπαθεί, όχι πάντα με επιτυχία, να ζωντανέψχει τη νεαρή, αφελή «χωριατοπούλα»), ενός νεαρού, με συγγραφικές φιλοδοξίες, κοριτσιού που καταφθάνει στη Νέα Υόρκη στη δεκαετία του ’90 και βρίσκει δουλειά σ’ ένα γραφείο πρακτόρων για τον απομονωμένο στον εαυτό του συγγραφέα Τζέι Ντι Σάλιντζερ.

Η Τζοάνα αναλαμβάνει βοηθός της Μάργκαρετ (μια πολύ καλή Σιγκούρνι Γουίβερ), με κύριο μελήμά της να απαντά στις πάμπολλες επιστολές που στέλλονται στον Τζέι Ντι Σάλιντζερ, που τις τελευταίες δεκαετίες, δεν έχει γράψει άλλο μυθιστόρημα, αλλά και να μιλάει κάθε τόσο στον ίδιο στο τηλέφωνο, με τον «Τζέρι» κάπου-κάπου να τις δίνει και συμβουλές για το πώς πρέπει να ασχοληθεί με το γράψιμο η ίδια.

Εκτός από την πορεία της Τζοάνα προς την ωρίμανση, η ταινία βάζει και το θέμα της τέχνης σε σχέση με την εμπορικότητα, στοιχείο που αντιμετωπίζει στην καθημερινή εργασία της η Τζοάνα και στις συγκρούσεις της με την Μάργκαρετ.

Ο Φαλαρντό προσπαθεί να καλύψει διάφορα επεισόδια (με καλύτερα εκείνα όπου ζωντανεύει τα πρόσωπα που θαυμάζουν τον Σάλιντζερ) καθώς και ιστορίες, που όμως χωλαίνουν τον ρυθμό (ιδιαίτερα σ’ εκείνες που αγορούν τη ρομαντική σχέση της Τζοάνα), χωρίς όμως να εμβαθύνει σ’ αυτές (θα περιμέναμε σε μια σε μεγαλύτερο βάθος παρουσίαση του χαρακτήρα της Τζοάνα, που παραμένει, δυστυχώς, ανώριμη). Με αποτέλεσμα, το ενδιαφέρον να στρέφεται περισσότερο προς την Μάργκαρετ, που η Σιγκούρνι Γουίβερ δίνει με τρόπο εξαιρετικό, τονίζοντας την πολυπλοκότητά της.

Μέτρια αποδείκτηκε η αργεντίνικη ταινία «Ο εισβολέας» της Ναταλίας Μέτα, που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό θρίλερ γύρω από μια γυναίκα, που ντουμπλάρει ξένες (βασικά ιαπωνικές) ταινίες στα ισπανικά και τραγουδά ως σοπράνο σε χορωδία. Υστερα από τον θάνατο του εραστή της σε τραγικό, μυστηριώδες ατύχημα, η ψυχολογική ηατάσταση της ηρωίδας τρης προκαλεί προβλήματα τόσο στα ντουμπλαρίσματά της όσο και στο τραγούδι της στη χορωδία.

Η σκηνοθέτρια κινείται ανάμεσα στον Χίτσκοκ (ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος) και τον Πολάνσκι (οι αναφορές στην «Αποστροφή» είναι ξεκάθαρες), χωρίς όμως το ρυθμό και τη σύνδεση που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα (οι συνδέσεις του φανταστικού και του οενιρικού με την πραγματικότητα δεν δένουν πάντα μςε επιτυχία), με αποτέλεσμα από ένα σημείο κι ύστερα ο θεατής να χάνει το ενδιαφέρον του.

Αντίθετα με την ιταλική ταινία «Κρυμμένος» του Τζιόρτζιο Ντιρίτι, που δίνει με τρόπο αρκετά συναρπαστικό, την ιστορία του Αντόνιο Λιγκαμπούε, ενός μοναχικού καλλιτέχνη της μοντέρνας ζωγραφικής. Ο σκηνοθέτης περιγράφει τη ζωή του Αντόνιο, ιδιαίτερα από την εποχή που το πάθος του για τη ζωγραφική τον μετατρέπει σταδιακά σε ένα εξαίρετο ζωγράφο, ενώ ενδιάμεσα παρακολουθούμε σκηνές από τα δύσκολα, τραυματικά παιδικά του χρόνια, όταν, γιος Ιταλών μεταναστών στην Ελβετία, με το θάνατο της μητέρας του, παραδίδεται σε ανάδοχους γερμανόφωνους γονείς, ενώ, αργότερα, εξαιτίας φυσικών και ψυχικών παθήσεων, διώχνεται, παρά την αντίδρασή του, στην Ιταλία, και συγκεκριμένα σ’ ένα χωριό στην κοιλάδα του Πάδου.

Ο Ντιρίτι καταγράφει με έντονα ρεαλιστικά χρώματα την πορεία του μοναχικού, πάμπτωχου αρχικά ήρωά του (που αρχικά τον εμπαίζουν παιδιά και μεγάλοι), είδος πριμιτίβ ζωγράφου, τόσο στις σκηνές όπου ζωγραφίζει τα διάφορα έματά του, συνήθως ζώα αλλά και άλλες που θυμίζουν τον Μπουνιουέλ (ειδικά όταν ο απεγνωσμένος και, έχοντας απορριφθεί ερωτικά, Αντόνιο φοράει και απολαμβάνει μπροστά στον καθρέφτη γυναικεία ρούχα) αλλά και με τη σύνθεση εικαστικά ωραίων πλάνων (ο Αντόνιο να διασχίζει με μετοσυκλέτα τα πανέμορφα τοπία του Πάδου ή να ακούει μουσική του Μπετόβεν στο γραμμόφωνο που του έχει αγοράσει ο γλύπτης φίλος που τον είχε ενθαρρύνει στη ζωγραφική του), αποσπώντας μια πράγματι έξοχη ερμηνεία από τον Λεονάρντο Καρότσο (στις σκηνές όπου για να ζωγραφίσει τα διάφορα ζώα περνάει στιγμές αγχώδεις και παθιασμένες, προσπαθώντας να μιμηθεί τις κραυγές και τις κινήσεις τους). Ερμηνεία που σίγουρα θα είναι ανάμεσα στα φαβορί για τα βραβεία.