Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μπορεί το διαγωνιστικό τμήμα και οι ελληνικές ταινίες να τραβούν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του φεστιβαλικού κοινού της Θεσσαλονίκης, αλλά, ανάμεσα στα διάφορα άλλα παράλληλα τμήματα του 56ου κινηματογραφικού φεστιβάλ της πόλης, υπάρχει κι ένα, τακτικό τα τελευταία χρόνια, και από τα πιο ενδιαφέροντα από κινηματογραφικής πλευράς, τμήματα της εκδήλωσης: Οι Ειδικές Προβολές που προσφέρουν αριστουργηματικές συνήθως ταινίες από τα διάφορα διεθνή φεστιβάλ.

Στο πρόγραμμα φέτος, στις ταινίες που δεν πρέπει να χάσει κανείς, έχουμε μερικά εξαιρετικά δείγματα από σκηνοθέτες όπως ο Πολωνός Γέρζι Σκολιμόφσκι, ο Ρουμάνος Κορνέλιου Πορεμπόιου, οι Ιάπωνες Ναόμι Καβάζε και Χιροκάζχου Κόρι-Έντα, ο Ταϊλανδέζος Απιτσατπόνγκ Γουιρασεθακούλ, ο Γάλλος Φιλίπ Γκαρέλ, ο Ρώσος Αλεξάντερ Σοκούροφ, ο Ιρανός Γιαφάρ Παναχί και ο Ούγγρος Λάζλο Νέμες.

Εκτός από τη βραβευμένη στις Κάνες ταινία “Ο γιος του Σαούλ” του Νέμες (που αρχίζει να προβάλλεται στις αίθουσες από σήμερα), από τις πρώην ανατολικές χώρες έχουμε την ταινία “11 λεπτά” του Γιέρζι Σκολιμόφσκι (φεστιβάλ Βενετίας) στην οποία ο Πολωνός σκηνοθέτης αφηγείται τα 11 λεπτά από τη ζωή μιας ομάδας ανθρώπων, που μια σειρά από απρόσμενα γεγονότα θα αλλάξει την τύχη τους. «Περπατούμε στο χείλος της αβύσσου», ανάφερε ο ίδιος ο Σκολιμόφσκι, σχολιάζοντας την ταινία του.
«Σε κάθε γωνιά παραμονεύει το απρόβλεπτο, αυτό που δεν μπορούμε να φανταστούμε… Τίποτα δεν είναι βέβαιο – η επόμενη μέρα, η επόμενη ώρα, ακόμη και το επόμενο λεπτό. Ολα μπορούν να τελειώσουν απότομα, με τον λιγότερο αναμενόμενο τρόπο». Αυτή η αβεβαιότητα καθώς και ο ρόλος της τύχης στη ζωή μας θυμίζουν τόσο το περίφημο μυθιστόρημα «Η γέφυρα του Σεν Λουί Ρέι» (1927) του Θόρντον Γουάιλντερ (έχει μεταφερθεί τρεις φορές στον κινηματογράφο), που περιγράφει τις ιστορίες μιας ομάδας ατόμων που πεθαίνουν όταν ένα γεφύρι στο Περού καταρρέει, όσο και την ταινία «Τυφλή τύχη» (1981) του Κριστόφ Κισλόφσκι, συμπατριώτη του σκηνοθέτη.

 

11 min

Ο Σκολιμόφσκι αφηγείται παράλληλα τις ιστορίες των προσώπων του, επιστρέφοντας κάθε τόσο στο ίδιο σημείο για να ακολουθήσει την ιστορία του επόμενου προσώπου (ή των προσώπων), αρχικά με μια καταγραφή απλή, ήρεμη, που δεν μας προετοιμάζει για όσα θα ακολουθήσουν. Καταγραφή την οποία, προς το τελευταίο μέρος της ταινίας, θα αναπτύξει με ένα πιο γρήγορο στιλ, για να μας οδηγήσει στο απρόσμενο, εξαιρετικό φινάλε του.

Τα όνειρα, οι μνήμες, ο έρωτας αλλά και (έμμεσα) η πολιτική κατάσταση στην υπό στρατιωτικό έλεγχο Ταϊλάνδη είναι τα θέματα της θαυμάσιας, ποιητικής ταινίας, «Το νεκροταφείο της λαμπρότητας» (Κάνες – “Ενα κάποιο βλέμμα”) του Απιτσατπόνγκ Γουιρασεθατούλ (Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία για την ταινία του «Ο θείος Μπονμί…»).

Στο επίκεντρο της ταινίας, η μούσα του Απιτσατπόνγκ, Τζεντζίρα Πόνγκπας Γουίντνερ, με την οποία ο σκηνοθέτης είχε συνεργαστεί για πρώτη φορά το 2002 στην ταινία του «Blissfully Yours». Η ταινία μπορεί να πει κανείς πως ανήκει και στους δυο, μια και ο Γουιρασεθακούλ συνδυάζει τα όνειρα (συχνά και τις ιστορίες) της «θείας Τζεντζίρα με τα δικά του όνειρα και τις ιστορίες, για να αφηγηθεί τη σχέση της ηρωίδας του με τους σε κώμα, εξαιτίας μιας μυστηριώδους αρρώστιας, στρατιώτες (ιδιαίτερα μ έναν από αυτούς,, ο οποίος κάθε τόσο ξυπνά για λίγο από το λήθαργό του) που βρίσκονται σ’ ένα παλιό σχολείο που έχει μετατραπεί σε νοσοκομείο.
Μια ταινία όπου το μυστήριο μετατρέπεται σε γοητευτικές, λυρικές εικόνες που ακολουθούν το θεατή για μεγάλο διάστημα και μετά την προβολή της ταινίας.

Στη νέα του ταινία, «Ο θησαυρός» («Ενα κάποιο βλέμμα» των Κανών), ο Ρουμάνος Κορνέλιου Πορουμπόιου στρέφεται σε δυο άτομα που σκάβουν στον κήπο ενός σπιτιού για να βρουν τον θησαυρό που είχε θάψει εκεί, λίγο πριν την επιβολή του κομουνιστικού καθεστώτος, ο παππούς του ενός. Οι δυο άντρες βέβαια δεν θα βρουν το θησαυρό του παππού αλλά θ’ ανακαλύψουν κάτι το εντελώς διαφορετικό, που θα δώσει μιαν άλλη, εκπληκτική στροφή στην πλοκή, μ’ ένα φινάλε που μας λέει πολύ περισσότερα για την αδηφάγο, ματεριαλιστική (ελεγχόμενη από ένα νέο καπιταλισμό) κοινωνία των πρώην κομουνιστικών χωρών από ατέλειωτες σελίδες άρθρων και βιβλίων. Αξίζει να σημειώσω πως η ταινία (που μέχρι στιγμής δεν έχει αγοραστεί από Ελληνα εισαγωγέα) θα προβληθεί στο φετινό 28ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου που αρχίζει στις 26 Νοεμβρίου.

Με τη «Φρανκοφωνία» του (φεστιβάλ Βενετίας), ο Ρώσος Αλεξάντερ Σοκούροφ («Μολώχ», «Ταύρος», «Μητέρα και γιος», «Φάουστ») συνεχίζει το είδος του κινηματογράφου που ξεκίνησε με την ταινία «Ρωσική κιβωτός». Εδώ, τη θέση του Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης παίρνει το Μουσείο του Λούβρου, που ο Σοκούροφ παρουσιάζει στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, μέσα από δυο προσωπικότητες: τον Γάλλο Ζακ Ζογιάρ, διευθυντή τότε του Λούβρου και τον Γερμανό Φρανσισκους Βολφ-Μέτερνιχ, που είχε αναλάβει, εκ μέρους του Χίτλερ, να καταγράψει τους θησαυρούς του μουσείου, θησαυρούς που οι ναζί, αντίθετα με τον Μέτερνιχ, ήθελαν ουσιαστικά να λεηλατήσουν. Ο Σοκούροφ καταγράφει τη συνεργασία των δυο αντρών ενώ παράλληλα περιφέρει την κάμερά του στα δωμάτια του μουσείου, παρουσιάζοντάς μας ορισμένους από τους καλύτερους, και υποτιθέμενους κρυμμένους, πίνακες μέσα από εικόνες που αποκτούν μια ξεχωριστή ομορφιά αλλά και ένα δικό τους μυστήριο, και χρησιμοποιώντας ως «οδηγούς», τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα και τη Μαριάνα, τη γυναίκα που συμβολίζει τη γαλλική επανάσταση και που διαρκώς επαναλαμβάνει τις τρεις λέξεις των επαναστατών: ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.

 

taxi

Στο “Ταξί” (φεστιβάλ Βερολίνου), τρίτη του ταινία που γύρισε ενώ βρίσκεται υπό επιτήρηση (και την απαγόρευση να γυρίσει ταινία για τα επόμενα 20 χρόνια), ο Ιρανός Τζαφάρ Παναχί μπαίνει στο τιμόνι ενός ταξί για να παρουσιάσει μια εικόνα της κατάστασης στη σύγχρονη ιρανική κοινωνία μέσα από τους ανθρώπους (μικρόκοσμο στην πραγματικότητα της κοινωνίας για την οποία θέλει να μας μιλήσει) που ταξιδεύουν σ’ αυτό: ανθρώπους που του δίνουν την ευκαιρία να μας μιλήσει, συχνά με χιούμορ, για απαράδεκτους νόμους, για λαθρεμπόριο βιντεοταινιών, τα καλά και τα κακά της νέας τεχνολογίας και, βέβαια, τη λογοκρισία.

Χαμηλών τόνων είναι η ταινία “Αν” (φεστιβάλ Κανών) της Γιαπωνέζας Ναόμι Καβάζε, μια όμορφη, δοσμένη με ξεχωριστή συγκίνηση και ειλικρίνεια, μελέτη χαρακτήρων, γύρω από μια γριά γυναίκα που προσφέρεται να βοηθήσει στην κουζίνα τον ιδιοκτήτη ενός μικρού αρτοποιείου που σερβίρει “ντορανιάκι” (ένα γλυκό που είναι γνωστό ως “Αν”).

 

sister
Από τις Κάνες έρχεται και η ταινία “Η κόρη του πατέρα μας” (πρωτότυπος τίτλος: “Η μικρή μας αδερφή”) του Χιφροκάζου Κόρε-Έντα. Μια δοσμένη με ειλικρινή συγκίνηση και λυρισμό ταινία που φέρνει στο νου τον κινηματογράφο του μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη Γιασουτζίρο Οζου, γύρω από τρεις αδερφές που, στην κηδεία του αποξενωμένου πατέρα τους σε μια απόμερη, κοντά στη φύση, περιοχή, ανακαλύπτουν μια τέταρτη αδερφή την οποία αποφασίζουν να πάρουν μαζί τους και να τη φροντίζουν.

Τέλος, στη γαλλική, άδικα παραμελημένη στο πρόσφατο φεστιβάλ των Κανών (“Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών”) ταινία του, “Στη σκιά των γυναικών”, ο Φιλίπ Γκαρέλ (“Δεν ακούω πια την κιθάρα”, “Στα σύνορα της αυγής”, “Η ζήλια”) ακολουθεί τα χνάρια των προηγούμενων, επηρεασμένων από τη νουβέλ βαγκ, ταινιών του για να φτιάξει μιαν όμορφη, γεμάτη φρεσκάδα, με στοιχεία σκρούμπολ, κωμωδία ηθών, που εξετάζει τη συζυγική απιστία και καυτηριάζει την υποκρισία ενός άντρα (ενός σκηνοθέτη που γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ για τη γαλλική αντίσταση στη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου) στο σημερινό Παρίσι που εξακολουθεί να φέρνεται στις γυναίκες σαν να ζει στον περασμένο αιώνα.