Στη Νέα Υόρκη θα γίνει την Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου η τελετή παράδοσης 47 ελληνικών κλεμμένων αρχαιοτήτων πρώτης τάξεως που κατασχέθηκαν στα χέρια του Αμερικανού «συλλέκτη» Μάικλ Στάινχαρντ.

Θα τα παραλάβει η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, από τον νέο Γενικό Εισαγγελέα Νέας Υόρκης, Άλβιν Μπραγκ σε μια συμβολική τελετή που σκοπό έχει να καταδείξει το μέγεθος της λεηλασίας αρχαιολογικών θησαυρών που έχει πραγματοποιηθεί σε χώρες με πλούσιο ιστορικό παρελθόν όπως η χώρα μας.

Η συλλογή του Στάϊνχαρτ που γυρίζει πίσω περιλαμβάνει μία εντυπωσιακή μινωική λάρνακα, έναν κορμό Κούρου, μία χάλκινη προτομή γρύπα, κυκλαδικά αγγεία, ειδώλια και χάλκινα ξίφη, τα οποία προέρχονταν από τη Στερεά Ελλάδα, την Κρήτη, τις Κυκλάδες (Πάρο, Νάξο), τη Σάμο και τη Ρόδο. Ενα ολόκληρο μουσείο

Η Λίνα Μενδώνη έχει ήδη αναχωρήσει και θα επιστρέψει με τις αρχαιότητες στις 27 Φεβρουαρίου.

Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Μάικλ Στάινχαρντ δεν είχε μόνο ελληνικές αρχαιότητες. Εχει παραδώσει συνολικά 180 αρχαία από έντεκα χώρες:Ελλάδα, Αίγυπτο, Βουλγαρία, Ιράκ, Ισραήλ, Ιταλία, Ιορδανία, Λίβανο, Λιβύη, Συρία και Τουρκία. Δώδεκα δίκτυα αρχαιοκαπηλίας ενεπλάκησαν μέχρι να φτάσουν τα έργα στα χέρια του.

Με την παράδοση των αρχαιοτήτων, συνολικής αξίας 70 εκατομμυρίων, δεν αντιμετωπίζει ο 80χρονος σήμερα συλλέκτης τον κίνδυνο για περαιτέρω ποινικές διώξεις. Αυτή είναι η συμφωνία που έκανε με τις διωκτικές αρχές της χώρας του με τον όρο ότι δεν θα αποκτήσει πλέον καμία αρχαιότητα ακόμη και από την νόμιμη αγορά έργων τέχνης, κάτι που συνιστά ένα πρωτοφανές είδος ποινής

Για να φτάσουν οι αρχές στον Στάινχαρντ διενήργησαν έρευνα επί τρία χρόνια Η έρευνα διεξήχθη από το Γραφείο της Εισαγγελίας του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, όπου βοηθός Εισαγγελέας και έφεδρος συνταγματάρχης είναι ο ελληνικής καταγωγής Μάθιου Μπογκντάνος.

Πρόκειται για τον επικεφαλής της υπηρεσίας για την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων, έναν σπουδαίο επαγγελματία που έχει βραβευθεί με το Εθνικό Μετάλλιο Ανθρωπιστικών Σπουδών, όταν έφερε σε πέρας μία έρευνα που αφορούσε τη λεηλασία του Εθνικού Μουσείου του Ιράκ. Οι έρευνές του είχαν επικεντρωθεί και στο Μουσείο του Ισραήλ, όπου ο Στάινχαρντ είχε δανείσει, μεταξύ άλλων και οκτώ νεολιθικές μάσκες για μια έκθεση. Ως μέγας συλλέκτης και με την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί, δάνειζε τακτικά αρχαιότητες για διάφορες εκθέσεις ακόμη και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, του οποίου ήταν χορηγός. Εξ ου μία αίθουσα φέρει το όνομά του.

Περιγράφοντας ο γενικός Εισαγγελέας Σάϊρους Βανς την «αρπακτική όρεξη του Στάινχαρντ για λεηλατημένα αντικείμενα, χωρίς να ανησυχεί για τη νομιμότητα των πράξεών του, αλλά και για τη νομιμότητα των κομματιών που αγόρασε και πούλησε ή για την σοβαρή πολιτιστική ζημιά που προκάλεσε σε ολόκληρο τον κόσμο» είχε πει: «Η επιδίωξή του για “νέα’” αποκτήματα είτε για να τα εκθέσει είτε για να τα πουλήσει δεν γνώριζε γεωγραφικά ή ηθικά σύνορα, κάτι που αποδεικνύεται από το εκτεταμένο δίκτυο του υποκόσμου των εμπόρων αρχαιοτήτων, των αρχηγών του οργανωμένου εγκλήματος, των ατόμων που ξεπλένουν χρήματα και των λαθρανασκαφέων αρχαίων τάφων, στους οποίους βασίστηκε για να επεκτείνει τη συλλογή του».

Ωστόσο, η φήμη του αμαυρώθηκε οριστικά μετά από την έρευνα και τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν, καθώς κατηγορήθηκε ότι έβλεπε τις αρχαιότητες ως απλά εμπορεύματα, χωρίς να σέβεται, ότι αντιπροσωπεύουν την κληρονομιά των ξένων λαών, από τους οποίους λεηλατήθηκαν, συχνά σε περιόδους διαμάχης και αναταραχής.

Από τις αμερικανικές έρευνες, στις οποίες συνέδραμε και το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού, εκδόθηκαν και 17 δικαστικά εντάλματα. Τα στοιχεία που προέκυψαν έτσι, ήταν αδιάσειστα. Όπως, ότι οι 171 από τις 180 αρχαιότητες που κατασχέθηκαν, εμφανίζονταν για πρώτη φορά στα χέρια ατόμων που ήταν διακινητές αρχαιοτήτων και μερικοί από αυτούς είχαν καταδικαστεί για παράνομο εμπόριο. Επίσης οι 101 εμφανίζονταν σε φωτογραφίες, βρώμικες ή και χωρίς συντήρηση. Και οι 100 ήταν καλυμμένες με βρώμικη κρούστα πριν από την αγορά τους από τον Στάινχαρντ.