Της Ζωής Τόλη
Στο θέατρο «Αλκμήνη», με το έργο «Ο συγγραφέας σου πέθανε» της Άσπας Καλλιάνη, σε σκηνοθεσία της ίδιας.
Η ενηλικίωση σπάνια, σκληρή, υπέροχη και η ευθύνη που ακολουθεί Απόλυτη.

Τρεις ήρωες από θεατρικά έργα, που τους έχει εγκαταλείψει ο συγγραφέας τους, είναι κλεισμένοι σ’ ένα χώρο και περιμένουν στωικά για μια διόρθωση, για μια νέα οδηγία που θα τους βάλει ξανά στην κοινωνία του έργου. Η Μπλανς από το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς, ο Φιρς από το «Βυσσινόκηπο» του Άντον Τσέχοφ και ο Γκοντό από το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ.

Όλοι αυτοί είναι και αισθάνονται μετέωροι. Πιστοί στο ρόλο που κάποτε τους δόθηκε, προβάρουν κάθε μέρα τα λόγια και τις κινήσεις τους. Μόνη τους προίκα, η πίστη, το πείσμα και όποια κοστούμια είχαν μαζί τους τη στιγμή της εγκατάλειψης. Ο μόνος που γνωρίζει την αλήθεια είναι ο Γκοντό, ο εμβληματικός ήρωας του Μπέκετ. Από τους παλιούς έχουν αντέξει μόνο δύο. Είναι η Μπλανς και ο Φιρς, που κάθε μέρα φτιάχνουν με κέφι τη βαλίτσα τους και αρνούνται να δεχτούν ότι ο συγγραφέας τους πέθανε. Ο διοικητής του τόπου όπου διαμένουν (ένα είδος ξενοδοχείου), δηλαδή ο Γκοντό, θα φέρει τους δύο επίμονους για ζωή ήρωες αντιμέτωπους με τη θανατηφόρο αλήθεια ενώπιον των θεατών. Και στη συνέχεια καλούνται να αποφασίσουν την επόμενη κίνησή τους, το περιεχόμενο της οποίας είναι αποκλειστικά και μόνο δική τους επιλογή.

Οι Μπλανς και Φιρς βρέθηκαν στον τόπο των Μετέωρων Χαρακτήρων γιατί ποτέ δεν ενσωματώθηκαν στο κλίμα της εποχής τους. Ήταν θεατές και ξένοι προς ό,τι η τότε κοινωνία πρέσβευε. Συναντώνται στο έργο φορτωμένοι με μια συγγένεια πολύ δυνατή, της οποίας το εκτόπισμα δεν υποψιάζονται ούτε οι ίδιοι. Η ηρωίδα του Τενεσί Ουίλιαμς μπροστά από την εποχή της και ο Φιρς πίσω από τη δική του. Τους μεταχειρίστηκαν λοιπόν οι δημιουργοί τους ως ξένα σώματα.

Ο Γκοντό είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα, αφού ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε από τον Μπέκετ στη δράση, στη σκηνή, ως ήρωας, παρά μόνο ως όνομα που κάποιοι τον περιμένουν. Έμεινε για πάντα στα παρασκήνια. Αυτός λοιπόν επιλέχτηκε να διοικεί τον τόπο των Μετέωρων Χαρακτήρων με σκοπό να νιώσει δικαιωμένος, αφού τον χρησιμοποίησε ο συγγραφέας του μόνο ως τίτλο. Ο Γκοντό βάζει τον Φιρς και την Μπλανς να συναντηθούν και αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, γιατί εξασφαλίζεται δραματουργική ροή και εξέλιξη.

Η σύγκρουσή τους μέσα από ποικίλες διακυμάνσεις πετυχαίνει την ένωση του παλιού κόσμου (Φιρς) με το νεότερο (Μπλανς) που εκπροσωπείται από το καινούργιο, τη φρεσκάδα, τα όνειρα (οι γενναίοι μπορούν να κάνουν όνειρα, διατυπώνει η ηρωίδα). Το παρελθόν έχει να προσφέρει τη βάση, τη μαγιά, και το παρόν μπορεί να εκτιναχθεί με τη βοήθεια αυτής της παρακαταθήκης. Η Μπλανς (συμβολίζει την αυταπάτη) απογειώνεται μέσα από την αγάπη και το νοιάξιμο του Φιρς και αναγνωρίζει την αξία των πραγμάτων που υφίστανται ως παράμετροι μιας ολιγαρκούς μεν αλλά γεμάτης ζωής. Συνειδητοποιεί, ωριμάζει, ενηλικιώνεται. Μαθαίνει πως η αίολη αντίληψη της ζωής σε κάνει σύμμαχο με τη μοναξιά.

Η Ζέτα Δούκα ως Μπλανς απλώς υπέροχη μέσα στο ρόλο, σε κερδίζει, εύστοχη, αποδοτική, με υποκριτική χάρη στηρίζει και αναπτύσσει τη δραματική ένταση, χειμαρρώδης πάνω στο σανίδι. Μόνη μικρή ένσταση, ελάχιστες φορές η φωνή πιο δυνατή από το δέον.

Ο Σταύρος Ζαλμάς παίζει τον Φιρς (ενσαρκώνοντας το παρελθόν, αρνείται πεισματικά τη χειραφέτησή του) με μέτρο και πνευματικότητα, μέσα στο ερμηνευτικό του κέντρο, σε αφοπλίζει με την άνεση και την υποκριτική του αυτοτέλεια, διαχειριζόμενος με πειθαρχία το παραγόμενο μελοδραματικό βάθος του θεατρικού εγχειρήματος. Η Μπλανς, που είναι ταυτόχρονα κάτι ποταπό και αστραφτερό, τέρας και θύμα, γίνεται ο δικός του ουρανός. Σημειώνει με πάθος ότι μόλις τη γνώρισε απέκτησε νόημα η ζωή του.

Ο Γιάννης Βούρος υποδύεται τον Γκοντό, ένα χαρακτήρα ανασφαλή, εξουσιομανή, υπερφίαλο και ερωτύλο, ο οποίος επιτέλους παίζει στη θεατρική σκηνή για πρώτη φορά στο παγκόσμιο δραματολόγιο. Ερμηνεία πληθωρική, νευρώδης, φωτίζει κάθε πλευρά του ρόλου με πειστικότητα και σωστές κορυφώσεις.
Η σκηνοθετική γραμμή κομψή και γειωμένη, με το απαιτούμενο μέτρο, έδωσε στους ήρωες ως υποκριτικές μονάδες τη δυνατότητα να αναπτύξουν την έκταση των ικανοτήτων τους.

Σκηνικά – κοστούμια Γιώργος Γεωργίου, φωτισμοί Γιώργος Φρέντζος, πρωτότυπη μουσική Γιώργος Μελισσινός, συνετέλεσαν στο γενικότερο αισθητικό αποτέλεσμα.

Ένα μήνυμα συμπαντικότητας διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της παράστασης με την ένωση των μόνων ανθρώπων και αυτό είναι η διαχρονικότητα του έργου. Στα συν της παράστασης η σύλληψη της ιδέας από την ταλαντούχα Άσπα Καλλιάνη, το κείμενο της οποίας αποτελεί δέλεαρ για προβληματισμό σε μια θεατρική δουλειά σφιχτοδεμένη, δουλειά συνόλου.