Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη 

Τη ζωή και τα καθημερινά προβλήματα μιας ομάδας εφήβων αγοριών και κοριτσιών που εργάζονται σε εργοστάσιο φορεμάτων στη συνοικία Λίμινγκ κοντά στη Σαγκάη παρουσιάζει στο δοσμένη με δύναμη και ευαισθησία, τρισήμισι σχεδόν ωρών, ντοκιμαντέρ του, «Νεολαία» (Jeunesse/Spring), ο διάσημος για τα εξαιρετικά ντοκιμαντέρ του Κινέζος σκηνοθέτης Βανγκ Μπινγκ (Χρυσή Λεοπάρδαλη καλύτερης ταινίας για την ταινία «Η κυρία Φανγκ», στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, 2017, Βραβείο καλύτερης ταινίας για τις «Τρεις αδερφές» στο τμήμα «Ορίζοντες» του φεστιβάλ Βενετίας π, 2012), που είδαμε σήμερα στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του 76ου φεστιβάλ των Καννών.

Ο σκηνοθέτης ακολουθεί μια ομάδα νέων παιδιών (βασικά από 16 μέχρι 20 χρονών), από τα γύρω χωριά της επαρχίας Γιουνάν, που επιλέγουν να εργαστούν σε εργοστάσιο φορεμάτων, που τους εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ μισθό, που τους καλύπτει τις βασικές τους ανάγκες, ζώντας συνήθως σε χώρους του εργοστασίου, σε ξενώνες με τρία ή και περισσότερα κρεβάτια στο κάθε δωμάτιο, σπάνια και σε στούντιο που μοιράζονται μεταξύ τους και περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στο χώρο εργασίας.

Η κάμερα του Βανγκ Μπινγκ παρακολουθεί από κοντά και καταγράφει όλες σχεδόν τις στιγμές από την, όχι πάντα ευχάριστη, ζωή των νεαρών αυτών παιδιών. Ζωή που παρακολουθούμε μέσα από την καθημερινή, αυτοματοποιημένη εργασία τους (με τον καθένα να ασχολείται με ένα ελαχιστο τμήμα της κατασκευής του φορέματος, που μου θύμισαν κάπως τον Σαρλό στις σκηνές με τις μηχανές στους « Μοντέρνους καιρούς»), το λάιτ-μοτίβ πρέπει να πω της ταινίας, είδος έμμεσου σχόλιου πάνω στον τρόπο εργασίας, με τα αστεία τους, τις ερωτικές και άλλες εξομολογήσεις τους, τα «παιχνίδια» τους, την αλληλεγγύη τους όταν χρειάζεται (σε μια σκηνή συζητούν πώς να καλύψουν μια έγκυο νεαρή που αρνείται να κάνει έκτρωση προτιμώντας να γεννήσει το παιδί της), αλλά και τις προσπάθειές τους να κερδίσουν καλύτερο μισθό από ένα εργοδότη, που παραπονιέται συχνά για να αποφύγει τις οποιεσδήποτε αυξήσεις.

«Επέλεξα το χώρο του ντοκιμαντέρ για να μη στηρίζομαι στον έλεγχο των ταινιών μου από το κινεζικό κράτος», ανάφερε ο σκηνοθέτης. «Πράγμα που μου εξασφαλίζει μια μεγαλύτερη ελευθερία». Αυτή την ελευθερία εκμεταλλεύτηκε για να φτιάξει τολμηρές συχνά σκηνές,

που μας βοηθούν να γνωρίσουμε από κοντά των ανώριμων αυτών παιδιών και να αισθανθούμε το πάθος τους για φιλία, έρωτα, κατανόηση και επαφή, στοιχεία που η περιορισμένη, άχαρη ζωή στο εργοστάσιο τους αφαιρεί τις χαρές και τις εμπειρίες των νεανικών τους χρόνων, μετατρέποντάς τους σε πρώιμους ενήλικες.

Ένα δείγμα, και μάλιστα πολύ καλό, του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, μας έδωσε ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν-Στεφάν Σοβέρ (γνωστός μας ήδη από τις γυρισμένες στην Αμερική ταινίες του, Johnny Mad Dog και «Προσευχήσου πριν πεθάνεις»)με την ταινία του «Black Flies», που είδαμε στο επίσημο διαγωνιστικό.

 

Στο επίκεντρο της ταινίας η καθημερινή ζωή και τα προβλήματα ενός νεαρού «rookie» παραϊατρικού που εργάζεται σε ασθενοφόρο της Νέας Υόρκης και η σχέση του με τον παλαιότερα και έμπειρο συνεργάτη του.  Ταινία που για την προετοιμασία της ο Σοβέρ χρειάστηκε πέντε σχεδόν χρόνια, με γυρίσματα στη Νέα Υόρκη που κράτησαν μόλις 23 μέρες, και γυρισμένη με τη συνεργασία των αντίστοιχων συνδικάτων, που ο έλεγχος τους έκανε τα γυρίσματα, όπως ανάφερε ο σκηνοθέτης, περίπλοκα, εξαιτίας των απαιτήσεων και των κανόνων τους και με ένα μικρότερο συνεργείο, γεγονός που τελικά φαίνεται να απέδωσε.

Με ένα στιλ ντοκιμαντεριστικό (με τον ίδιο το σκηνοθέτη να έχει ζήσει ένα σχεδόν χρόνο κοντά στα ασθενοφόρα της Νέας Υόρκης), με την κάμερα να καταγράφει με συνεχείς, γρήγορες και προς όλες τις κατευθύνσεις, κινήσεις, για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα της αστάθειας που κυριαρχεί στη διάρκεια των παρεμβάσεων των παραϊατρικών, ο Σοβέρ καταγράφει με ρεαλισμό και αυθεντικότητα τη, συχνά όχι απλά δυσκολη αλλά και αβάσταχτη, βοηθεια που αυτοί προσφέρουν: με τραυματισμένους που παρά τη συνεχή βοήθεια δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν, με άλλους, άντρες και γυναίκες, που αρνούνται τη βοήθεια, βρίζοντας (συχνά με τις χειρότερες βωμολοχίες) τους παραϊατρικούς, με έγκυες γυναίκες που η ηρωίνη καταστρέφει τη ζωή τους, και άλλους που, παρά τα χειρότερα τραύματα καταφέρνουν να γλιτώσουν.

Με τον έμπειρο παραϊατρικό του Σον Πεν να προσπαθεί να βοηθήσει τον άπειρο νέο που ερμηνεύει ο Τάι Σέρινταν (γνωστός μας από το «Ένα καλοκαίρι» του Τζεφ Νίκολς), με τον πρώτο πιο σκληρό, με αισθήματα που αρχικά δεν αποκαλύπτει, και με τον δεύτερο αρχικά αναποφάσιστο και σοκαρισμένο με όσα φρικτά αντιμετωπίζει καθημερινά, προσπαθώντας κα κρατήσει τον ανθρωπισμό και την εντιμότητας του σε ένα επάγγελμα όπου ο παραϊατρικός είναι συχνά αναγκασμένος να πάρει άχαρες ή και άδικες αποφάσεις – με δυο, αξίζει να τονίσω, εξαιρετικές ερμηνείες.
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ δεν έχει πάψει να μας εκπλήσσει. Φέτος, το νέο τμήμα του φεστιβάλ που ο διευθυντής του, Τιερί Φρεμό,  αποφάσισε να δημιουργήσει, για να προβάλλει ταινίες μικρού μήκους που φτιάχνουν μόνο καθιερωμένοι σκηνοθέτες, ξεκίνησε με την 30λεπτη ταινία «Ένας  παράξενος τρόπος ζωής» που γύρισε ο Αλμοδόβαρ. Ένα γουέστερν που ο Ισπανός δημιουργός θέλησε να φτιάξει σαν είδος απάντησης στο γουέστερν «Το μυστικό του Brokeback Mountain» που ήθελε αρχικά να γυρίσει.
Η ιστορία αναφέρεται σε δυο καουμπόηδες, τον πιστολά Σίλβα (Πέντρο Πασκάλ) και τον παλιό σύντροφο του, και τώρα σερίφη στο Bitter Creek, Τζέικ, που ξανασυντιώνται ύστερα από 25 χρόνια.

 

Θα ανακαλύψουμε πως οι δυο τους είχαν ερωτική σχέση από τα νεανικά τους χρόνια – μια από τις πιο διασκεδαστικές σκηνές τους παρακολουθούμε, παρέα με κορίτσια του σαλούν, να τρυπάνε με τις σφαίρες τους ένα βαρέλι με κρασί, και να το πίνουν ενώ τρέχει από τις τρύπες, για να καταλήξουν στο πρώτο τους ερωτικό σμίξιμο. Πίσω όμως από τη νέα τους αυτή συνάντηση κρύβεται και κάτι άλλο: η εμφάνιση του Σίλβα δεν είναι μόνο για να ξανασυναντήσει τον Τζέικ αλλά και για να τον σταματήσει από του να σκοτώσει το γιο του, καταζητούμενο για τη δολοφονία συγγενή του Τζέικ.

Τα τριάντα λεπτά είναι σίγουρα λίγα για να παρακολουθήσει κανείς μια ιστορία που σίγουρα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός μεγάλου μήκους γουέστερν. Ο Αλμοδόβαρ όμως κατάφερε μέσα από τη μικρή του διάρκεια να φτιάξει ένα γουέστερν στο στιλ των κλασικών ταινιών του ειδους, εκείνων του Τζον Φορντ, όπως ανάφερε ο ίδιος στο τέλος της προβολής. Με το κλασικό ξεκίνημα, με τον Σίλβα να φανεί με το άλογο του στο υποτιθέμενο Bitter Creek (σκηνή που, μαζί Κε εκείνες στο  οι στο σαλούν και γενικά την πολη, είναι γυρισμένες στην ίδια ισπανική πόλη που ο Σέρτζιο Λεόνε γύριζε τα θαυμάσια δικά του σπαγγέτι γουέστερν). Κι αν τελικά ο Σίλβα και ο Τζέικ δείχνουν να τα βρίσκουν, το πώς θα εξελιχθεί η ιστορία τους είναι κάτι που αφήνει τον θεατή να περιμένει ίσως μια μελλοντική συνέχεια…