Ενα από τα μεγαλύτερα λατρευτικά κέντρα των Κυκλάδων αποκαλύπτεται από το 1977 στο νησάκι Δεσποτικό απέναντι από την Αντίπαρο με εντυπωσιακές κτηριακές εγκαταστάσεις 88 θραύσματα μαρμάρινων κούρων και 40 βάσεις αγαλμάτων.

Πρόκειται για ένα τέμενος λατρείας του θεού Απόλλωνα το οποίο άκμασε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Οταν ιδρύθηκε ο ναός είχε οριοθετηθεί με περίβολο συνολικής έκτασης 1600 τ.μ.. Ο χώρος αυτός φέρει ίχνη πολύ παλαιότερης δραστηριότητας, ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Εκτός τεμένους φαίνεται πως υπήρχε μια μεγάλη εγκατάσταση με διάφορα κτήρια όπως κατοικίες, εστιατόρια, αποθήκες, χώροι φύλαξης ζώων κ.ά.

Ενδεικτική του μεγέθους της εγκατάστασης ήταν η αποκάλυψη το 2020 ενός εκτενούς και πολύπλοκου συστήματος συλλογής και διαχείρισης υδάτων αποτελούμενου από δεξαμενές και κτιστό αγωγό, που εκτεινόταν στις υπώρειες του λόφου νότια του ιερού. Σε αυτό το σύστημα δεξαμενών επικεντρώθηκαν οι φετινές ανασκαφές που συνεχίζονται αδιάλειπτα από το 1997.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ανασκαφικής ομάδας που διεξήχθη υπό τη διεύθυνση του Γ. Κουράγιου (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων) και τη συνεργασία των αρχαιολόγων Ίλιας Νταϊφά και Αλεξάνδρας Αλεξανδρίδου (Επικ. καθηγ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) στα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μπορούν να διακριθούν τουλάχιστον δύο αρχιτεκτονικές φάσεις της κεντρικής δεξαμενής κατά την αρχαιότητα.

Η δεξαμενή αυτή είχε αρχικά ορθογώνια κάτοψη με εσωτερικές διαστάσεις 5,50 x 7 μ., βάθος περί τα 4 μ. και χωρητικότητα 154 κυβικά μέτρα. Πέρσι είχαν αποκαλυφθεί πλήρως μόνο ο νότιος και ανατολικός τοίχος, ενώ φέτος αποκαλύφθηκαν σε όλο το μήκος και ύψος τους ο βόρειος και ο δυτικός τοίχος της αρχικής φάσης της. Όλοι οι τοίχοι είναι ιδιαίτερα ισχυροί με πλάτος 0,70-0,80 μ. Η δόμησή είναι ιδιαίτερα προσεγμένη .

Επίσης συνεχίστηκε η διερεύνηση του ΝΔ τμήματος του συγκρότημα, όπου είχε ήδη αποκαλυφθεί τμήμα μεγάλου πλακόστρωτου χώρου. Διερευνήθηκε ένα ορθογώνιο δωμάτιο νότια του πλακόστρωτου και κατέστη σαφές ότι οι χώροι του Συγκροτήματος εκτείνονται περαιτέρω νότια και ανατολικά. Σημαντικό βάρος δόθηκε στην ανασκαφή της περιοχής νότια του ναόσχημου Κτιρίου Π. Το κτίριο χρονολογείται στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. και λόγω κάτοψης και ευρημάτων μπορεί να συνδεθεί με λατρευτικές πρακτικές. Νότια του κτιρίου έχει αποκαλυφθεί τμήμα πλακόστρωτου υπαίθριου χώρου, τα όρια του οποίου δεν ήταν σαφή.

Φέτος ήρθε στο φως ο περίβολος που όριζε τον χώρο αυτό από ανατολικά, και τμήμα του τοίχου που τον όριζε από νότο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η διαδοχή των φάσεων χρήσης του χώρου και τα ευρήματα από αυτόν.

Στο επίπεδο της θεμελίωσης του αρχαϊκού ανατολικού τοίχου του υπαίθριου χώρου, σε απόσταση περί τα 4 μ. νότια του Κτιρίου Π, εντοπίστηκαν 3 μαρμάρινες βάσεις, πιθανότατα από περιρραντήρια, που μπορούν να χρονολογηθούν στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο, καθώς και σημαντική ποσότητα αρχαϊκής κεραμικής (ενεπίγραφα όστρακα, σκύφοι, λεκανίδες, όλπες κ.α.) και μεταλλικά αντικείμενα. Στα υψηλότερα ανασκαφικά στρώματα, πάνω από και νότια του αρχαϊκού τοίχου αποκαλύφθηκαν τέσσερεις τοίχοι που ορίζουν τρεις τουλάχιστον χώρους, η κεραμική από το εσωτερικό των οποίων μπορεί να χρονολογηθεί στους ύστερους Κλασικούς χρόνους. Εντοπίστηκαν, επίσης, δύο μαγειρικά σκεύη στην αρχική θέση τους, στο δάπεδο των χώρων. 

Προχώρησε και το αναστηλωτικό έργο. Μετά την ολοκλήρωση της αναστήλωσης του αρχαϊκού ναού και εστιατορίου του τεμένους, και για την προστασία και αποκατάσταση του αρχαϊκού τεμένους του ιερού εκπονήθηκε και η μελέτη αποκατάστασης του Κτιρίου Δ, του τρίτου καλύτερα σωζόμενου οικοδομήματος στο ιερό, μετά το ναό και το εστιατόριο που δεσπόζει στη ΒΑ γωνία του τεμένους και ήταν άρρηκτα συνδεμένο με τις λατρευτικές πρακτικές. Το κτήριο αυτό χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. και έχει διμερή κάτοψη με διαστάσεις 9.40μ.χ 12.50μ.

Η πρόσοψη του κτιρίου αναπαρίσταται με τέσσερις κίονες εν παραστάσει και βάσει της εγκεκριμένης από το ΚΑΣ μελέτης του αρχιτέκτονα Γ. Ορεστίδη, η υπόβαση και ο στυλοβάτης της κύριας όψης του κτιρίου συμπληρώνονται με αρχαίο και νέο υλικό ώστε να τοποθετηθούν στην αρχική τους θέση οι βάσεις και οι κατώτεροι σπόνδυλοι των κιόνων του προστώου.

Πέρα από την κιονοστοιχία προβλέπεται αναστήλωση σε μικρό ύψος της ανατολικής και δυτικής παραστάδας και συμπλήρωση 3 έως 6 σειρών (δόμων) μαρμάρινων λιθόπλινθων στον εσωτερικό (θυραίο) τοίχο του προστώου και περιμετρικά του κτιρίου τοποθέτηση του κατωφλιού της θύρας του σηκού, και δύο θυραίων παραστάδων.

Οι αναστηλωτικές εργασίες διήρκησαν 3 εβδομάδες και πραγματοποιήθηκαν από τους εξειδεικευμένους μαρμαροτεχνίτες Β. Χατζή. Μ. Αρμάο, Γ. Σκαρή, Γ. Παλαμάρη, Λ. Ιωάννου, Γ. Κοντονικολάου. Σε αυτό το διάστημα ολοκληρώθηκε η υπόβαση του στυλοβάτη και τοποθετήθηκαν οι βάσεις των κιόνων, τοποθετήθηκε το κατώφλι του σηκού και ξεκίνησε η διαμόρφωση της νότιας πρόσοψης του κτιρίου, της βόρειας και νότιας παραστάδας. 

Τόσο οι ανασκαφικές όσο και οι αναστηλωτικές εργασίες δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν χωρίς τη στήριξη των: ΑΙΓΕΑΣ ΑΜΚΕ (Αθανάσιος & Μαρίνα Μαρτίνου), Ίδρυμα Π&Α Κανελλοπούλου, Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, ΔΙΚΕΜΕΣ (C.Y.A), Ίδρυμα Ι. Λάτση, Μarion Stassinopoulos, Σύλλογος «Οι Φίλοι της Πάρου» και πολλοί ιδιώτες φίλοι της ανασκαφής.