Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά (vasillis.kalamaras@gmail.com)

 

Η ελληνική εβδομάδα που μας πέρασε-πέρα από τα ακραία καιρικά φαινόμενα που βούλιαξαν την χώρα στους ισχυρούς ανέμους και στις μαστιγωτικές βροχοπτώσεις- είχε προσκαλεσμένο έναν σημαίνοντα Αμερικανό συγγραφέα, τον 58χρονο Τζέφρυ Ευγενίδη, με ρίζες που χάνονται μέσα στην αναζήτησή τους σε Μικρασία και Ιρλανδία.

Αδύνατος, με περιποιημένα γένεια στο πρόσωπο, -σαν μία μάσκα αποφασιστικότητας χωρίς όμως επιθετικότητα- κερδίζει τον συνομιλητή του με την ηρεμία των απαντήσεων του, γιατί πάνω απ’ όλα είναι ένας πρακτικός άνθρωπος, ο οποίος έχει μάθει να παρατηρεί, να καταγράφει και να δημιουργεί ιστορίες χωρίς να χρησιμοποιεί την συγγραφή ως όχημα μανιφέστου πολιτικής και καταγγελτικού λόγου.

Σε εποχές κρίσης, που η λέξη κρίση έχει γίνει μια πικρή καραμέλα που δεν λέει να λιώσει στο στόμα μας, η παρουσία του στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης και στο ‘Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος της Αθήνας- στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου»-, σήμανε θετικό συναγερμό και πήγε ενάντια στην γενικευμένη κατάθλιψη, τουλάχιστον για τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες του. Μετά το πέρας των ομιλιών του, οι ουρές που σχηματίστηκαν αποζητούσαν μία ιδιόχειρη αφιέρωση στα διαβασμένα βιβλία του.

Εν αρχή ην η ελληνική καταγωγή του, την οποία έχει ασκήσει ερχόμενος πολλές φορές στην χώρα μας, από τότε που ήταν φοιτητής. Η τελευταία επίσκεψή του αριθμεί δεκαπέντε χρόνια, αν και δεν έχει την ελληνική γλώσσα ως όργανο επικοινωνίας, γιαυτό λειτουργεί περισσότερο ως αλλόγλωσσος προσκυνητής στα μέρη μας. Μεγαλωμένος στο Ντιτρόιτ, σε μία μεσοδυτική πόλη των ΗΠΑ με πολλές κοινωνικές ανισότητες, ανδρώθηκε με τα ελληνικά του παππού και της γιαγιάς του, αφού το επώνυμό του είναι ριζωμένο στην Προύσα. Ωστόσο όπως παραδέχθηκε ο εγκέφαλος του είναι κενός από τα ελληνικά και αντιλαμβάνεται την γλώσσα του πατέρα του παρά ως ομιλία των αγγέλων: «Κάτι μου λένε, αλλά δεν καταλαβαίνω τι», ήταν το σχόλιο του.

Αναπόφευκτα,  τον ρωτάς  πως του φαίνεται  η Ελλάδα της κρίσης, και σου απαντά ότι «η πρώτη του εντύπωση είναι ότι τα πράγματα δεν φαίνονται τόσο άσχημα όσο ακούγονται. Μένω στη Νέα Υόρκη, οπότε βλέπω πολλά οικονομικά προβλήματα, όπως π.χ. άστεγους στους δρόμους. Υπάρχει μια σχετικά καλή διάθεση στην Ελλάδα και αυτό που νιώθω είναι ότι δεν τα παρατάνε οι άνθρωποι. ‘Ισως να σιγοβράζει μία αναταραχή κάτω από την επιφάνεια». Την χρηματοπιστωτική κρίση την είχε διαβλέψει ήδη από το 2005-αναφέρεται στο Σικάγο και περνάει στο διήγημα του «Το μεγάλο πείραμα»-, αν και δεν είχε, όπως παραδέχεται,  γνώσεις περί τα οικονομικά. «’Αρχισα να καταλαβαίνω ότι υπήρχε μία παράλογη ευμάρεια που θα οδηγούσε αναπόφευκτα σ’ ένα κραχ», είχε προβλέψει.

Αλλά πώς αλήθεια δημιουργείται ένας συγγραφέας; Ξυπνά ένα ωραίο πρωινό και αρκεί μία παρατεταμένη και εμπιστευτική δήλωση στους οικείους του και η εναγώνια αναζήτηση εκδότη για το πρώτο του βιβλίο; Δεν κρύβει ότι προέρχεται από μία καλοβαλμένη μεσοαστική οικογένεια, η οποία κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, του παρείχε τις δυνατότητες να πάει σε καλά σχολεία και να ολοκληρώσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές-τελείωσε αγγλική φιλολογία και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ (1986). Καθόλου αυτονόητα πράγματα, όταν βλέπεις τους ντιτροϊτιανούς μαύρους συμπολίτες σου να ακολουθούν νωρίς νωρίς τον δρόμο προς την φάμπρικα ή η ανεργία να οδηγεί τους απελπισμένους σε παραβατική συμπεριφορά.

                       Η επίδραση του Φίλιπ Ροθ

Εξομολογήθηκε ότι η μητέρα του ήταν βιβλιοφάγος και ότι τον επηρέασε σημαντικά να στραφεί προς το γράψιμο και δεν μπορούσε να μην την τιμήσει, εξου και αφιερώνει τη συλλογή διηγημάτων του «Δελτία παραπόνων» στην μνήμη της και ένα διήγημα απ’ αυτά με τον τίτλο «Παραπονιάρες», στο οποίο συμπυκνώνει στην μικρή αφηγηματική φόρμα την οιονεί βιογραφία της. Και μετά πώς προχώρησε; ‘Ως τα είκοσί του αποκάλυψε ότι δεν διάβαζε σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς, αλλά προτιμούσε να ασκηθεί στην ανάγνωση του Τολστόι ή του Τζόις. Μετά από αυτό το ηλικιακό ορόσημο, ανακαλύπτει τον Φίλιπ Ροθ, στον οποίο χρωστάει πολλά στις επιρροές που έχει δεχθεί, εξαίροντας την ευγλωττία του, την εξυπνάδα του, το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιεί πολύπλοκο τρόπο γραφής και ότι το γράψιμο του περιέχει μία έντεχνη φυσικότητα.

Ο τιμημένος με το Βραβείο Πούλιτζερ για το «Middesex. Ανάμεσα στα δύο φύλα» ομολόγησε  ότι σήμερα δεν θα το ξαναέγραφε, και πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, υποστήριξε ότι η ιδέα του ήταν ανατρεπτική και ότι πήρε πολύ χρόνο για να την καταλάβουν οι αναγνώστες. ‘Ηθελε να διερευνήσει πως επιλέγουμε το φύλο μας και επιθυμούσε να δει πέρα από την βιολογική και την γονιδιακή σύστασή μας. Το παράδειγμα του Ντέιβιντ Μπόουι δεν το ανέφερε τυχαία, αφού πρόθεσή του ήταν να οδηγήσει τη σκέψη μας να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό η ελεύθερη βούληση είναι κυρίαρχη στην αποδοχή του φύλου.

Απεκδύεται τον ρόλο του συγγραφέα με πολιτικό πρόσημο, αφού για αυτόν προέχει να παραμείνει ένας δημιουργός, ο οποίος διαχειρίζεται τα θέματα του με όρους διαχρονικότητας, χωρίς όμως να κλείνει τα μάτια μπροστά στην τρέχουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. «Η λογοτεχνία -υποστηρίζει- συνδέεται πάντοτε με την πραγματικότητα. Γράφω για ανθρώπους και γράφοντας για ανθρώπους αναπόφευκτα θα βρεθεί κανείς μπροστά στην πολιτική».

Ωστόσο, μακριά απ’ αυτόν η στράτευση, έστω και ανάμεσα στις γραμμές των πεζογραφημάτων του: «Στα λογοτεχνικά μου γραπτά, η πολιτική δεν έχει την προτεραιότητα. Τα πολιτικά, τα κοινωνικά και τα οικονομικά προβλήματα διεκδικούν μια θέση στο σκηνικό των βιβλίων μου, αλλά είμαι πεπεισμένος πως η λογοτεχνία δεν πρέπει να πιάνεται από το άμεσο και την επικαιρότητα.

»Η λογοτεχνία είναι σε θέση και σίγουρα μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα με κοινωνικά και ιστορικά ζητήματα μακράς διάρκειας που ξεπερνούν τον καθημερινό μας ορίζοντα. Ως συγγραφέας, επινοώ τους χαρακτήρες μου, φροντίζω να είναι αφηγηματικά αξιόπιστοι, χρησιμοποιώ για να τους τονώσω αυτοβιογραφικά στοιχεία, αν και εκείνο που κυρίως με ενδιαφέρει είναι να αποτελούν το απαύγασμα πολλαπλών στάσεων και συμπεριφορών. Πέρα από αυτά, σκοπός της λογοτεχνίας δεν είναι να κάνει πολιτικές δηλώσεις ούτε να προωθεί πολιτικές ιδέες».

                                  «Δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε τον αντίπαλο»

Αν ήθελε να προβεί σε μία πολιτική παρέμβαση ή δήλωση, θα προτιμούσε να επιλέξει τις στήλες μία εφημερίδας ή θα έγραφε ένα δοκίμιο, διαφοροποιώντας εντελώς τον δημόσιο λόγο από τον «εσωστρεφή» λόγο της λογοτεχνίας. ‘Αλλωστε, η λογοτεχνία δεν είναι πεδίο όπου η πολιτική κερδίζει εις βάρος των αναπάντητων ερωτημάτων του λογοτεχνήματος, εξού και οι ήρωες στην μεγάλη ή στην πραγματική λογοτεχνία, δεν μιλούν ως πολιτικοί, ως δικαστές, ως στρατιωτικοί. Βέβαια, δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του  και αναλαμβάνει ις ευθύνες τους ως Αμερικανός πολίτης:

«Ως μεσοδυτικός πολίτης των ΗΠΑ, ξέρω ότι αν πρέπει να επιδιώξω κάποιες πολιτικές αλλαγές, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το πετύχω, δεν χρειάζεται να γράψω λογοτεχνία. Σε ό,τι αφορά την ίδια την πολιτική, η εντύπωσή μου είναι πως δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε τον αντίπαλο και πως η πλέον ενδεδειγμένη στάση είναι η ανοχή και η κατανόηση: το να πλησιάσουμε και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τους άλλους». Πολιτικά είναι κοντά πολύ κοντά με τον ομότεχνό του Τζορτζ Σόντερς, ο οποίος σε παρελθούσα παρουσία του στην Αθήνα μίλησε για κατανόηση και ενσυναίσθηση αναφορικά με τους ψηφόρους του Τραμπ.

Βέβαια, παραμένει ένας σκεπτόμενος Αμερικανός, ο οποίος κρίνει ότι η Αμερική έχει απομακρυνθεί από τις ιδρυτικές της αρχές και αξίες. «Δεν έγινα συγγραφέας για να ενοικεί κάθε ημέρα ο Τραμπ στο μυαλό μου», λέει έξυπνα σε κάποια αποστροφή του λόγου του. Ωστόσο παραμένει ενημερωμένος για ό,τι συμβαίνει γύρω του και είναι εκπαιδευμένος για να αντιμετωπίζει ορθά το δικαίωμα της ψήφου του.

Ανατρέχει στην Αθηναϊκή Δημοκρατία για να ερμηνεύσει το πως δυνάμεθα να αντιμετωπίσουμε την εκλογική διαδικασία: «Οι Αθηναίοι επινόησαν την Δημοκρατία και σκέφτηκαν ότι διακόσιες χιλιάδες μορφωμένοι άνδρες πρέπει να είναι ψηφοφόροι. Και το κατανοώ αυτό, γιατί το εκλογικό σώμα πρέπει να είναι ενημερωμένο και μορφωμένο. ‘Ετσι, το πιο σημαντικό που μπορούμε να πράξουμε για την κοινωνία είναι να βοηθήσουμε την εκπαίδευση της».