Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Κραταιός όσο κανένας άλλος, κανένας άλλος σαν κι αυτόν. Κανένας μέσα στο ουδείς και ουδένας μέσα στο κανείς. Πάντως κραταιός, ένα αίσθημα καθόλου οδύνης, ένα συναίσθημα απολύτου εγρηγόρσεως, νικητού το δίχως άλλο.

Γνώριζε ότι είχε φάει τα ψωμιά του, όμως αυτό το γνώριζε, κυκλοφορούσε μέσα στο αίμα του, ανείπωτο, σιωπηλό, μερισμένο σε μισόλογα προς εαυτόν, ακατανόητο, κι όμως μπορούσε να ειπωθεί με βρυχηθμούς λέοντος. Μπροστά στην οθόνη περνούσε άπασα η προτεραία ζωή του μ’ όλα τα λόγια που ειπώθηκαν καμένα από την έκθεση στην πολυκαιρία του ηλίου.

‘Ητο ηλιοκαμένος από την υπερβολική έκθεση στην εξουσία, αυτή όμως δεν είχε μεταμορωθεί σε αλεξήλιον, δεν είχε εργαστεί ως ριπίδι, είχε αδρανήσει μέσα στους οφθαλμούς του σαν λίμνη που καθρεφτίζει τα βουνά που με τον όγκο των κορυφών τους καλλιγραφούν τον ορίζοντα, αφήνοντας την σκιά τους να απελευθερωθεί σ’ έναν καθρεφτισμό.

Μπροστά στην οθόνη, μέσα από τον κόσμο, έξω από τον εαυτό προβαλλόταν το όνειρο, το χθεσινοβραδινό, ενώ ακόμη δεν είχε ξημερώσει. Η νύχτα υποχωρούσε μ’ όλα τ’ αστέρια της σε φυγή ανέμου, η σελήνη ακόμη ένας στρογγυλός πανσελήνιος κύκλος, και μέσα σ’ αυτόν τον κύκλο τα φαντάσματα. Απτά, πλησίον, τα έπιανε, τα θώπευε, τα έφερνε στο στόμα του, κι αυτά έλιωναν, γίνονταν αυτός ο άλλος, ο ουδείς, ο κανείς. Μέσα στους ατμούς έβραζε αυτός και τα φαντάσματα εξατμίζονταν μέσα στον άλλο εαυτό, στον κανένα, στον ουδένα.

Σήκωσε την άγκυρα κι όλα ήταν βαριά, χωρίς να έλκουν το βάρος τους από το εξάρτημα του αυτομολισμού από την ξηρά, αφού η θάλασσα σήκωνε ήδη κύματα που μπορούσαν να βουλιάξουν κι ένα υπερωκεάνιο. ‘Αλλωστε, το πέρασμα, ο πορθμός, ο ισθμός δεν είχαν τίποτα από την ανάμνηση του ωκεανού, ούτε από την προσδοκία της ανοιχτής θαλάσσης.

Ωστόσο, έπρεπε να σηκώσει την άγκυρα και μόλο που το βάρος της εμπόδιζε την ελεύθερη κίνηση, έπρεπε να την σηκώσει και να την πάρει στην πλάτη. Βέβαια, η πλάτη του είχε χαρακιές από πολλά και πολλαπλά μαστιγώματα, γι’ αυτό μόλις ερχόταν σε επαφή με το θαλασσινό ύδωρ, ζάρωνε από τον πόνο, αλλά περισσότερο από την λέξη που εκινείτο σαν να σε ενοχλεί μία μύγα που ανακαλύπτει ένα πτώμα και το παιδεύει με τα παραλυμένα ποδαράκια της.

Προσπάθησε να διώξει την λέξη, μα αυτή επέμενε, όπως η σήψη έχει προχωρήσει κι έχει γεμίσει τα σπλάχνα του σκοτωμένου ζώου με την λεία που αφήνουν τα αποφάγια, μετά από ένα γεύμα, στο οποίο κυριαρχούν οι βαλσαμωμένοι ιχθύς.

«Να, μια ευκαιρία να μυρίσω και λίγη θάλασσα», μονολόγησε, ενώ μπορούσε να φωνάξει, γιατί η εξουσία τον είχε μάθει να δίνει εντολές στους υφισταμένους του, χαμηλώνοντας το ύψος της φωνής του. Μύρισε και λίγη θάλασσα, αλλά η λέξη θάλασσα δεν ήταν ακριβής, αφού μπροστά του είχε μία άγκυρα που του θύμιζε την εικόνα της θάλασσας, μία εικόνα βουβή, που μόνον οι θεοί άκουγαν τον ήχο της.

Και οι θεοί, αν και αφανείς σ’ αυτή την σκηνοθεσία, κάθονταν πίσω από τον ήχο της θάλασσας και πρόβαλλαν εικόνες πάνω σε μία πέτρινη οθόνη. Αυτή η οθόνη από πέτρα είχε χτιστεί με βότσαλα που είχαν δεχθεί του βυθού την πλύση, βότσαλα λευκά ολόλευκα, χωρίς αιχμές, στρογυλλά που χωρούσαν στην παλάμη, ζεσταίνοντας το αίμα έως και την κυκλοφορία του ακόμη, προσδίδοντας στα λόγια μιά γεύση και μια οσμή άλατος.

‘Αρχισε τότε να προφέρει την λέξη θεός κι αυτή έχανε τον ήχο της, αφού τα βότσαλα κρυφοκοίταζαν πίσω από το σχήμα τους, αν και αυτό που έβλεπες ως σκηνή ήταν μία τοιχογραφία που χανόταν πέρα από τα όρια της πόλεως. Τότε ακούστηκε μία φωνή: «Θάνατος!». Μόλις την άκουσε πήρε ζωή η λέξη θάλασσα κι ενώ μέχρι πρότινος προμηνούσε πνιγμό στο ανείπωτο, τώρα είχε αποκτήσει χρώμα και ήχο, είχε γίνει μία πλήρης εικόνα, που ωστόσο δεν μπορούσες να την πιάσεις στα χέρια σου.

Μέσα σ’ αυτή την εικόνα βούτηξε, αλλά ήταν τόσο η επιθυμία του να βουτήξει στα νερά που ξέχασε την χαραγμένη από τα μαστιγώματα πλάτη του. Κι αυτή κοβόταν κομμάτια, γινόταν δέρμα καμένο που σηκώνει ο άνεμος κι αφήνει τα κόκκαλα γυμνά, όπως τα έχει πλύνει η θάλασσα, αφήνοντας πάνω τους ίχνη άλατος.

Αυτά τα οστά, όπως είχαν σχηματίσει έναν τύμβο, κι ας μην είχαν σκεπαστεί με χώμα, τα σήκωσε και τ’ έφερε ένα-ένα μπροστά στο πρόσωπό του. Ιδίοις όμασι διαπίστωσε ότι ήταν τα ξασπρισμένα κόκαλα ενός σκυλιού που δεν μιλούσε στην θάλασσα, αλλά αμίλητος αφέθηκε στην ακτή, έπεσε κατάχαμα με το πρόσωπο στην καυτή άμμο. ‘Εκτοτε δεν ακούστηκε η χαμηλόφωνη φωνή του κύριου του, αφού πλέον είχε απωλέσει την εξουσία του.

Μιμήθηκε το γάβγισμα του σκυλιού, αλλά η θάλασσα δεν το άκουγε, γιατί δεν καταλάβαινε από φωνές και γαβγίσματα. Η επιφάνεια της ήταν λεία, μία λίμνη χωρίς τον οικισμό της,  και τα βουνά έσβηναν μέσα στο δειλινό, λες κι αποχαιρετούσαν όλα τα κτίσματα του ανθρώπου. Τότε απέκτησε φωνής ο καθρέφτης της θαλάσσης και δέχτηκε τον καθένα που ήταν ο κανένας: ένας σκύλος με ειδή ανθρώπου.