του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]
Φωτογραφία: Ομάδα ‘Αστυ

‘Ακουγε μιά φωνή από μέσα του κι ενώ όλοι του έλεγαν να την θέσει σε αυτοέλεγχο, επειδή αυτός δεν καταλάβαινε τι σημαίνει να ελέγχεις τον εαυτό σου, εξακολουθούσε να την ακούει. Είχε ακούσει ότι αυτή η εσωτερική φωνή, είναι η φωνή της συνείδησης, και παρ’ ότι είχε διαβάσει πολλά βιβλία για αυτή την λέξη, δεν καταλάβαινε το νόημα της. «Μήπως έχει σχέση με τις ειδήσεις;» αναρωτιόταν και σιωπούσε μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης.

Η τηλεόραση ήτο παλαιάς τεχνολογίας, ίσως να θύμιζε ενυδρείο, αν δεν ήταν το γυαλί προβολής των εικόνων που του ερχόταν να το χαϊδέψει, όπως χαϊδεύεις κορμί γυναίκας στα σημεία εκείνα που το χέρι σύρεται με τα ακροδάχτυλα από ανατολών προς δυσμάς, μήπως και ξημερώσει πίσω από τον λοφίσκο του γονάτου ο μικρός ήλιος της γλυκιάς ανατριχίλας που κινεί το σώμα σπαμωδικά σ’ ένα παρατεταμένο αχ!

Αυτή δεν ήταν λέξη, ήταν κραυγούλα κι ενώ είχε περιπέσει σε σιωπή, καθώς δεν μπορούσε να καταλάβει τον ορισμό της συνείδησης, αν και είχε πεσμένο στα πόδια του, κατάχαμα ένα λεξικό φιλοσοφικό, εκδομένο στην Μόσχα που είχε όμως μεταφραστεί και στα ελληνικά από μία ομάδα συνειδητών κομμουνιστών.

«Συνειδητοί κομμουνιστές;» άκουσε την φωνή να ερωτάει από μέσα του χωρίς να αποζητά απάντηση, ενώ απέξω, στον αντικειμενικό κόσμο, στον δρόμο ακουγόταν η στεντόρειος φωνή του πλανόδιου αθιγγάνου «’Ολα τα παλιοσίδερα μαζεύω! Καθαρίζω υπόγεια, ταράτσες, αποθήκες!».

Κόντευε να κοιμηθεί μπροστά στην αφώτιστη οθόνη της τηλεοράσεως κι ενώ τον απασχολούσε το άλυτο ερώτημα τι εστί συνείδησις, αποκοιμήθηκε. Τόσο βαριά που είδε στον ουρανό, πάντα του ονείρου, να περνούν σύννεφα βαριά σαν σίδερα, μολύβια σύννεφα, τόσο βαριά που ο ουρανός δεν άντεξε να τα κρατάει κι αφού τα έσυρε ως ουρά προϊστορικού ζώου σε ξεγελασμένο παιδί, άρχισε να τα βροντάει και να τα ρίχνει επί γης, όπως βομβάρδισαν με τα αεροπλάνα τον λόφο οι κατακτητές στέλνοντας στον θάνατο τον Συνειδητό.

Τον είδε μέσα στην χλαίνη να την φοράει και να μην την φοράει, να πιστεύει και να πιστεύει, να φοβάται και να μην φοβάται, να κλαίει και να μην κλαίει, να σπαράζει και να μην σπαράζει, ενώ τα σύννεφα του χειμώνος εξακολουθούσαν να μαλώνουν πως έπρεπε να τα παρομοιάσει ο συγγραφεύς: με σίδερα ή με μολύβια, γυμνά. Είναι αλήθεια ότι τα μολύβια τα είχε συνδέσει με το καλάμι ψαρέματος, γιατί καθώς κατέβαιναν προς τον βυθό, αυτός σε αντίθεση αισθανόταν να πετάει, μολύβια αυτός και πετονιές, γύρω από το σώμα του, αυτός ο αλιεύς ψυχών ο νοσταλγός των πόλων.

Μπροστά από την οθόνη της παλαιάς και ξεπερασμένης από τις νέες τεχνολογίες τηλεοράσεως περνούσαν ανυπόδυτοι αλιείς ψυχών, με βρόμικα ποδάρια και βρόμικα χέρια στο χρώμα του κατραμιού. Τόσο βρόμικα ήταν που συνειρμικά σκέφτηκε να βάλει φωτιά στο πετρέλαιον της συνειδήσεως, ώστε να πυρποληθούν όλες οι πόλεις και να μην καούν, αλλά να ψηθούν όπως η πανέμορφος πορσελάνη, και στη θέση των ερειπίων τους ν’ ανθίζουν πηγές φαιδρότητος και ευφροσύνης.

Τότε ήταν που τον πήραν τα γέλια κι μέσα στο όνειρο του ονειρεύτηκε ότι ονειρευόταν κι αυτό που ονειρευόταν ήταν η στιγμή της γέννησης και το νήμα που κόβεται, όπως το νήμα του πρόωρου θανάτου. Είδε τον Συνειδητό να πετάει από πάνω την χλαίνη του, να καθαρίζεται από το αίμα του, το βλέμμα του να επανέρχεται στην ζωή, να τον παίρνει από το χέρι και να περιπατούν μαζί στην γειτονία της γειτονιάς και στις γειτονιές του κόσμου. ‘Ηταν όλα κόκκινα, πολύ κόκκινα, σαν να χάραζε άσβεστος αυγή, σαν να είχε σταματήσει να γυρίζει η γη και να είχε σταματήσει στο πρωινό άστρο της αυγής, το εωθινό.

Δεν έλεγε να ξυπνήσει, δεν ήθελε να εγερθεί, για να μην ξυπνήσει ο άλλος του εαυτός, ο αντικειμενικός, αυτός της πραγματικότητος. Και πόσα αντικείμενα έπρεπε να κοιτάξει, προτού συνειδητοποιήσει ότι ο Συνειδητός τον παρακολουθούσε πίσω από την θύρα του ονείρου, πυλωρός, φύλαξ σε πύλη που χωρίζει την Ζωή από τον Θάνατο.

Μιμήθηκε την φωνή του τσιγγάνου κι δεν δίστασε να φωνάξει σαν κι κι αυτόν: «Όλα τα παλιοσίδερα μαζεύω!». Κι ήταν εκεί μπροστά του, κάλυκες από σφαίρες και το τρυπημένο από σφαίρα κρανίο του Συνειδητού κι όπως τον είχε τρυπήσει διαγώνια, έφερε την αχίλλεια πτέρνα στο στόμα κι την σάλιωνε κι όλο την σάλιωνε. «Δεν έχει συνείδηση, δεν ξέρει τι κάνει!», φώναξαν από γύρω.

Μα αυτός δεν έκλαιγε, είχε στερέψει μέσα του ο θρήνος, μόνο γελούσε, γελούσε, γελούσε, όπως τα παιδιά πιάνουν τα ψαράκια με το καλαμίδι και δεν αισθάνονται το βάρος του μολυβιού, αλλά ξημεροβραδιάζονται στον μώλο και δεν βλέπουν τα σκουριασμένα μέταλλα να σήπονται. Τότε οι πόλοι λύγισαν κι όλη η υδρόγειος χώρεσε σε μια παλάμη ενός νεογέννητου που δεν είχε ακόμη ονειρευτεί και δεν γνώριζε αν ήταν ζωντανό ή πεθαμένο.