ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Νεορεαλιστική ματιά πάνω σε ένα υπό εξαφάνιση τρόπο ζωής

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Το σκαρί

Luzzu. Μάλτα, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άλεξ Καμιλέρι. Φωτογραφία: Λέο Λαφέβρ. Μοντάζ: Άλεξ Καμιλέρι Ηθοποιοί: Τζέσμαρκ Σκικλούνα, Μικέλα Φαρούτσια, Φρίντα Κάουτσι, Τζούλιαν Φέρο, Φίλιπ Σέρτικ. 94´

Ο Βισκόντι της εμπνευσμένης από το νεορεαλισμό ταινίας, «Η γη τρέμει», δεν βρίσκεται μακριά από την πρώτη αυτή μεγάλου μήκους σκηνοθεσία του Αμερικανομαλτέζου σκηνοθέτη Άλεξ Καμιλέρι. Με αφορμή την ιστορία του Τζέσμαρκ, ενός ψαρά σε ένα μικρό ψαράδικο χωριό της Μάλτας, που προσπαθεί να επιβιώσει ενάντια στις διεφθαρμένη αλιευτική βιομηχανία, προστατευμένη από διάφορους εξοντωτικούς, κατασταλτικούς κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ταινία παρουσιάζει τον απελπιστικό, χωρίς διέξοδο, αγώνα ενάντια σε μια Ευρώπη που νοιάζεται βασικά για τα συμφέροντα μιας οικονομικής ολιγαρχίας παρά για εκείνα του απλού πολίτη.

Με το πολύχρωμο, ξύλινο μικρό σκαρί του, το «λούτσου», ο Τζέσμαρκ, ένας απλός, παντρεμένος και με νεογέννητο παιδί, ψαράς (με τον πραγματικό ψαρά Τζέσμαρκ Σκικλούνα πέρα για πέρα πειστικό σ’ ένα ρόλο που του χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ του Σάντανς), συνεχίζει να ψαρεύει για τους ανθρώπους του χωριού του, στην παράδοση της οικογένειας του, με ένα σκαρί κληρονομιά από τον πατέρα και τον παππού ως τον προπάππο του, παρόλο που το ψάρεμα έχει καταντήσει δύσκολος αγώνας, εξαιτίας της συνεχούς παρέμβασης από τις τράτες άπληστων εταιρειών που με μίζες και παράνομα μέσα λυμαίνονται τη ψαραγορά του νησιού.

Αγώνας που γίνεται ακόμη πιο δύσκολος μια και ο Τζέσμαρκ δεν έχει μόνο να αντιμετωπίσει προβλήματα με μια βάρκα που αρχίζει να μπάζει νερό αλλά είναι αναγκασμένος, με το πενιχρό ψάρεμα, να βγάλει περισσότερα χρήματα για να καλύψει την ειδική ιατρική φροντίδα που χρειάζεται το άρρωστο παιδί του.

Ο Καμιλέρι εκμεταλλεύεται στο έπακρο το χώρους (τη θάλασσα, το ψάρεμα, την καθημερινή κίνηση στη ψαραγορά), μαζί κι ένα «νεκροταφείο» των πολύχρωμων ξύλινων, «λούτσου» (σε μια από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας), όπου στριμώχνονται τα εγκαταλειμμένα, με τα όμορφα, χρωματιστά μάτια, έτοιμα για διάλυση, σκαριά, από ιδιοκτήτες που προτίμησαν να τα αποχωριστούν για τις μικρές αλλά αναγκαίες γι’ αυτούς αποζημιώσεις που τους προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση (με τη φωτογραφία του Λέο Λεβέβρ να συλλαμβάνει την απλότητα, το ρεαλισμό αλλά και την ομορφιά τους), για να μεταφέρει, με τον πιο ζωντανό τρόπο τον απελπιστικό αυτό αγώνα των απλών ανθρώπων που υπερασπιζονται ένα παραδοσιακό, υπό εξαφάνιση, τρόπο ψαρέματος ενάντια στον υποτιθέμενο σύγχρονο τρόπο μιας διεφθαρμένης, καπιταλιστικής κοινωνίας που αποκλειστικός στόχος της είναι το χρήμα.

*** ½ – Μεγάλη απόδραση

Great Freedom, Αυστρία/Γερμανία, 2021. Σκηνοθεσία: Σεμπάστιαν Μάιζε. Σενάριο: Σεμπάστιαν Μάιζε, Τόμας Ράιντερ. Ηθοποιοί: Φραντς Ρογκόβσκι, Γκέοργκ Φρίντριχ, Τόμας Πρεν, Άντον φον Λούκε. 116´

Η αναζήτηση ανθρώπινης επαφής, της συντροφικότητας αλλά και της ελευθερίας του έρωτα, καθώς και της επίδρασης που έχει ο εγκλεισμός στο ψυχισμό ενός ομοφυλόφιλου, στις απάνθρωπες φυλακές της μεταπολεμικής Γερμανίας, είναι στο επίκεντρο της συγκλονιστικής αυτής, βουτηγμένης σε μια καφκική ατμόσφαιρα, ταινίας «Μεγάλη απόδραση» του Αυστριακού σκηνοθέτη Σεμπάστιαν Μάιζε («Ασάλευτη ζωή»), που κέρδισε το ειδικό βραβείο στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του φεστιβάλ των Κανών.

Ο πρωταγωνιστής του, ο Χανς (Φραντζ Ρογκόβσκι), μόλις απελευθερώνεται από τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης (όπου, εκτός από Εβραίους, οι ναζί μάζευαν κομμουνιστές και ομοφυλόφιλους), μεταφέρεται σε φυλακή της Δυτικής Γερμανίας για να εκτίσει την ποινή του, με βάση την Παράγραφο 175, ένα νόμο του 1871, που αντιμετώπιζε την ομοφυλοφιλία ως έγκλημα. Η ταινία παρακολουθεί τον Χανς στη διάρκεια της ζωής του στις φυλακές, σε τρεις διαφορετικές περιόδους, το 1945, το 1957 και το 1968, ένα χρόνο πριν η ομοφυλοφιλία τελικά αποποινικοποιηθεί.

Η ταινία αρχίζει με μια εντυπωσιακή σεκάνς, με σκηνές γυρισμένες το 1968 σε φιλμ των 16χλστ., με την κάμερα κρυμμένη σε τουαλέτες ανδρών, όπου παρακολουθούμε διάφορους άντρες να κάνουν σεξ, για να μεταφερθούμε στο δικαστήριο, όπου βλέπουμε τον Χανς, ο οποίος, με βάση τις σκηνές από το φιλμ αυτό, καταδικάζεται ξανά (όπως μαθαίνουμε, λίγο αργότερα, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά) για 24 μήνες για «αποκλίνουσες σεξουαλικές πρακτικές». Στη φυλακή, ο Χανς θα συναντήσει τον ναρκομανή Βίκτορ (Γκέοργκ Φρίντριχ), που γνώριζε από παλιότερη φυλάκισή του, το 1945, γνωριμία που τώρα θα πάρει μια άλλη εξέλιξη.

Μέσα από διάφορα ενδιάμεσα φλας-μπακ στο 1945, μαθαίνουμε πώς ξεκίνησε η σχέση του Χανς με τον Βίκτορ, όταν τον βάζουν στο ίδιο κελί με αυτόν. Άτομο στρέιτ, ο Βίκτορ απειλεί τον Χανς πως αν έστω και τον αγγίξει, θα τον σκοτώσει. Σταδιακά όμως η σχέση αρχίζει να αλλάζει, όταν ο Βίκτορ ανακαλύπτει στο μπράτσο του Χανς τον αριθμό των ναζιστικών στρατοπέδων και αποφασίζει, ως «ειδικός στο τατουάζ» να του το καλύψει με διαφορετικό τατουάζ, που φτιάχνει με τα πρόχειρα εργαλεία που κλέβει κάθε τόσο από το μαγειρείο της φυλακής όπου εργάζεται.

Τατουάζ που δημιουργεί μια πρώτη επαφή και την απαρχή μιας σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στους δυο. Στα διάφορα, χωρίς χρονολογική σειρά, φλας-μπακ διεισδύει και μια τρίτη ιστορία, εκείνη του 1957, και που κάθε τόσο συνδυάζεται και με τα επεισόδια του 1968, όταν ο Χανς γνωρίζει ένα δάσκαλο, τον Λέο (Άντον φον Λούκε), και τον Όσκαρ (Τόμας Πρεν), με τον οποίο είχε και ένα ρομαντικό διάλειμμα, όπως ανακαλύπτουμε μέσα από home movies τους γυρισμένα σε μια λίμνη.

Με τη βοήθεια της εξαίρετης φωτογραφίας της Κριστέλ Φουρνιέ, και την
καθηλωτική ερμηνεία του Φραντζ Ρογκόβσκι, που καταφέρνει, ιδιαίτερα με τη γλώσσα του σώματος, να εκφράσει όλα τα συναισθήματα του ήρωά του (από τη μοναξιά, την απελπισία και τον πόνο μέχρι την πεισματική αποφασιστικότητά του και τις καλυμμένες πίσω από μια παθητική στάση ευαισθησίες του), αφήνοντας ενδιάμεσα να ξεπροβάλλουν και οι ξεχωριστές εκείνες στιγμές όταν μας αποκαλύπτει την ακεραιότητα και την τόλμη που τον διαπνέουν, ο Μάιζε καταφέρνει να δημιουργήσει την κλειστοφοβική, καφκική ατμόσφαιρα ενός απαράδεκτου, απάνθρωπου, ρατσιστικού εγκλεισμού, όπως αυτός κυριαρχούσε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια της Δυτικής Γερμανίας, ατμόσφαιρα όμως, μέσα από την οποία κατορθώνει να γεννηθεί και η ξεχωριστή ελευθερία της, είδος «απόδρασης» από τη σκληρή πραγματικότητα, προσφέροντάς μας μια ταινία με τη δική της δύναμη και ομορφιά.