Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Δεν είχε παγώσει ο αεροδιάδρομος, αν και χιόνιζε από το πρωί. Το χιόνι ήταν μαλακό που του ερχόταν να παίξει μαζί του και να σκεπαστεί κάτω από τα μαλακά σεντόνια του. Του άρεσε να σκέφτεται τα σεντόνια που είχε αφήσει πριν από λίγες ώρες, γιατί του έδιναν μιάν αίσθηση ασφάλειας, την οποία δεν αισθανόταν όταν ταξίδευε.

Γιαυτό στην θέα του χιονιού, άρχισε να δημιουργεί εικόνες στο μυαλό του, καθόλου πρωτότυπες, αφού δεν διέφεραν καθόλου από αυτές των συνεπιβατών του. ‘Ομως, του άρεσε να αισθάνεται μοναδικός μέσα στο πλήθος, μοναδικός σ’ αυτά που σκεφόταν και σ’ αυτά που ονειρευόταν.

‘Αλλωστε δεν το κρατούσε κρυφό, αφού είχε εξομολογηθεί το οιονεί μυστικό του σε ορισμένους που τον καταλάβαιναν. Τους είχε προειδοποιήσει: «Αν δεν καταφέρει ο πιλότος να προσγειώσει το αεροπλάνο, μην ξεχάσετε να με θρηνήσετε. Το πιθανότερο να είναι να βρίσκομαι μεταξύ των θυμάτων». Το προηγούμενο βράδυ είχε ξενυχτήσει μαζί τους και μετά τα μεσάνυχτα. Τον βρήκε το πρωί, με λίγες ώρες ύπνου, με σβησμένη την μνήμη του: δεν θυμόταν τι ώρα θα αναχωρούσε. Γιαυτό σκεπάστηκε κάτω από τα σεντόνια του. Γιατί το πρώτο φως της ημέρας θα του υπενθύμιζε ότι θα πεθάνει.

Μην ξεχνάμε ότι η πτήση, όπως είχε ήδη προειδοποιηθεί, δεν ήταν βέβαιο ότι θα πραγματοποιηθεί, αφού είχε απαγορευτεί, εδώ και ημέρες, ο ύπνος στους πιλότους. Τον έπιασε άγχος, γιατί φαντάστηκε τον εαυτό του να διασχίζει τους διαδρόμους του αεροδρομίου, να τους διασχίζει, να τους διασχίζει, να τους διασχίζει και να μην βρίσκει την έξοδο. Είχε εγκλωβιστεί σ’ ένα χώρο που υποσχόταν ότι θα κατανάλωνε περισσότερη αισιοδοξία απ’ αυτή που διαφήμιζαν οι φωτεινές επιγραφές.

Γύριζε μπρος πίσω, μα η έξοδος φάνταζε σαν ένας ατελείωτος διάδρομος που δεν οδηγεί πουθενά. Καθώς, είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι που διαχώριζε την αίθουσα αναμονής από τον αεροδιάδρομο είδε να έρχεται καταπάνω του με δύναμη ένα πουλί που αφού προσέκρουσε στο σκληρό διαφανές υλικό έπεσε μπροστά στα πόδια του καταματωμένο. Είχε ήδη σηκώσει το χέρι του για να προστατευτεί, αλλά πλέον αργά, ήταν νεκρός. Οι αεροσυνοδοί άρχισαν να θρηνούν και τον αλείφουν με αρώματα. Μύριζε ολόκληρος σαν διαφήμιση που είχε παλιώσει.

‘Εξω από το παράθυρό του, οι λεύκες πήγαιναν κι έρχονταν, και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει, καθώς τα φύλλα τους είχαν γίνει ένα με τα μπαμπάκια των ανθέων τους, μία σκιά που κρυβόταν πίσω από την ανοιξιάτικη ομοβροντία. Αν και νεκρός, εδώ και ημέρες, σηκωνόταν λίγο πιό πάνω από τον τάφο του, καθώς το χώμα ήταν ακόμη φρεσκοσκαμμένο, ώστε να βγάζει πρώτα το κεφάλι του γιά να εισπνεύσει φρέσκο αέρα.

Και οι λεύκες; Είχε σχηματίσει από ένα παράθυρο στον κάθε οφθαλμό του με λίγο χώμα. Η σκιά που εκινείτο στο ύψος του βλέμματός του ήταν η δική του σκιά, όπως αναδυόταν εκ του τάφου και η λάμπα ασφαλείας τον χτυπούσε στην πλάτη, γιαυτό η σκιά προπορευόταν γιγάντια εκτός κόσμου.

‘Εκλεισε τα μάτια ενώ το αεροπλάνο βρισκόταν χιλιάδες πόδια πάνω από την γη. Κάτω από το κάθισμα μαζί με σωσίβιο, είχε κρύψει λίγο αλάτι. ‘Εψαξε να το βρει για να βάλει λίγους κρυστάλλους στο στόμα του. ‘Ηθελε η γεύση του να είναι αλμυρή, όταν θα επέπλεε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Γιατί, σ’ εκείνο το σημείο όπου θα έπεφτε το αεροπλάνο, η θάλασσα είχε χάσει το αλάτι της. Νεκρά ψάρια θα παρέσυρε το ρεύμα και θα τα εξέβαλε, μετά από ημέρες, σε κάποιο ακροαθαλάσσι. Ο Κοριόλις ο οποίος είχε δώσει το όνομά του σ’ ένα θαλάσσιο φαινόμενο, φοβόταν τα αεροπλάνα περισσότερο από το κάθε τι άλλο. ‘Οταν ήταν παιδί ήθελε να γίνει πιλότος, αλλά επειδή τον έπαιρνε εύκολα ο ύπνος, ακόμη κι όταν δεν ήταν κουρασμένος, οι δικοί του τον απέτρεψαν.

Υπναράς καθώς ήταν, αποφάσισε να πηγαίνει προς τις ακτές και να μελετάει το πέταγμα των θαλασσινών πουλιών. Του άρεσε ότι η πτήση τους δεν ολοκληρωνόταν πάνω από την επιφάνεια της γης. Γιαυτό επί χρόνια μέχρι την εφηβεία του, κοιμόταν στις ακτές, γιατί ήθελε να γίνει το θαλασσοπούλι που δεν γεννήθηκε. Πέρασαν χρόνια αφότου είχε πεθάνει, αφού βρισκόταν μεταξύ των θυμάτων από πνιγμό, μετά την πτώση του αεροπλάνου στον Ειρηνικό Ωκεανό. ‘Ηταν μοιραίο τα τροπικά νησιά να τον νανουρίσουν.

Ανασηκώθηκε από το κρεβάτι του και κοίταξε δεξιά και αριστερά. Απέναντι του βρισκόταν, κρεμασμένη μία αφίσα από αναγνωρίσιμη ασιατική αεροπορική εταιρεία, η οποία είχε αναστείλει την λειτουργία της, εδώ και χρόνια. Του προξένησε εντύπωση ότι από το πάνω μέρος της αφίσας είχε αφαιρεθεί ένα τμήμα του ουρανού και είχε απομείνει μία τρύπα ορθογώνια που είχε το μέγεθος τάφου ενός πουλιού. Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου, όπου είχε ακόμη το εισιτήριο. Το πήρε κι άρχισε να το κοιτάει με τέτοια συγκέντρωση εωσότου αυτοϋπνωτίστηκε.

Με τη δύναμη του νου έγινε τόσο μικρός, ώστε ένοιωσε ότι μεταμορφώθηκε σ’ ένα χάρτινο αεροπλανάκι που άρχισε να παίρνει φορά προς τα επάνω. Πέρασε από το κενό της αφίσας, πέρασε κι από τον τοίχο χωρίς αντίσταση. Σηκώθηκε στις άκρες των ποδιών του, κι από την τρύπα του τοίχου έβλεπε με υποβρύχιο βλέμμα το βουλιαγμένο στο βυθό αεροπλάνο. ‘Εσχισε το εισιτήριο και πέταξε τα κομματάκια του. Στο πάτωμα χαραζόταν η διαδρομή του αεροπλάνου επί χάρτου. Μπορεί και στο χώμα, από το οποίος είχε μόλις βγει η γιγάντια σκιά του.

Εν τω μεταξύ, οι ιθαγενείς ακόμη θρηνούν στην μνήμη του κατά την επέτειο του πνιγμού του Κοριόλις. Μάλιστα, έγινε ένας από τους εθνικούς ήρωες τους, αυτός ο ξένος, γιατί πιστεύουν-σε αντίθεση με τα ειδησεογραφικά πρακτορεία- ότι ήταν από τους πρώτους που πήρε μέρος στην επανάσταση υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας τους. Μετά ακολούθησε ο πνιγμός του.